tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Ακύρωση διαταγής πληρωμής τράπεζας για παράνομο ανατοκισμό εισφοράς

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


Σε ακύρωση διαταγής πληρωμής, η οποία είχε εκδοθεί μετά από αίτηση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας σε βάρος πελάτη της, για οφειλή προερχόμενη από καταγγελθείσα σύμβαση ανοικτού δανείου και χορήγησης πιστωτικής κάρτας, προέβη το Ειρηνοδικείο Άργους, με την υπ. αριθμ. 290/2017 απόφαση του, κρίνοντας την νομιμότητα, αφενός μεν, της μετακύλισης της εισφοράς του Ν.128/1975 από την τράπεζα προς τον αντισυμβαλλόμενο δανειολήπτη, αφετέρου δε, του ανατοκισμού της σχετικής εισφοράς, αμφότερα δε τα σχετικά ζητήματα, σε σχέση με  την αποδειξιμότητα με έγγραφα και το εκκαθαρισμένο της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής.   

Ειδικότερα:

Ο ανακόπτων ζητούσε την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενος αφενός μεν ότι, η καθ’ ής τράπεζα παρανόμως είχε μετακυλίσει σε βάρος του, την εισφορά ποσοστού 1/000, που ο Ν.128/1975 προβλέπει ως εισφορά, έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, που βαρύνει τα λειτουργούντα στην Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα, αφετέρου δε ότι, η τράπεζα είχε επιπρόσθετα προβεί και σε παράνομο ανατοκισμό του ποσού της σχετικής εισφοράς, συμπεριλαμβάνοντας και το ποσό αυτό στην απαίτηση της, για την οποία εκδόθηκε η επίμαχη διαταγή πληρωμής.  

Η καθ’ ής τράπεζα πρόβαλε αρχικά την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ένδικης ανακοπής για τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν ως άνω λόγους, πλην όμως, το Δικαστήριο απέρριψε προεχόντως, ως απαράδεκτη, την σχετική ένσταση, κρίνοντας ότι, η απαγόρευση άσκησης του δικαιώματος που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 281ΑΚ είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα, που απορρέει από διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και όχι από διατάξεις δικονομικές.

Επί των σχετικών δε λόγων της ένδικης ανακοπής το Δικαστήριο έκρινε τα εξής:

Σύμφωνα με την διάταξη του  άρθρου 1 παρ. 3 εδ. α του Ν. 128/1975 επιβάλλεται εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα, πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της υπέρ του εν τη παραγράφει 1 του παρόντος άρθρου σε ποσοστό ένα επί τοις χιλίοις (1/000) επί του μέσου ετήσιου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους, μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπό αυτών, πάσης φύσεως δανείων, ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς τράπεζες, ως και προς το Δημόσιο, πλην των εντόκων γραμματίων.  

Από την διάταξη αυτή, ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό .Η ρυθμιστική ισχύ του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υποχρέου προσώπου, έναντι του Δημοσίου, στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με την σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά την κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την οριζόντια σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους δανειολήπτες επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θέσπισης ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε την εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφορά του Ν.128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείου της τράπεζας με έμμεσο αποτέλεσμα την μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν.128/1075, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατά το άρθρο 174ΑΚ, ούτε και αντίκειται σε άλλο απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Ωστόσο, δεν είναι νόμιμος ο ανατοκισμός του σχετικού ποσού της εισφοράς και αυτό γιατί, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο ( άρθρο 8 παρ. 6 του Ν.1083/1980 και της υπ. αριθμ. 289/1980 απόφασης της νομισματικής επιτροπής), όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς, (άρθρο 12 του Ν. 2601/1998, άρθρο 30 του Ν.2789/2000 άρθρο 42 του Ν. 2912/2001 και άρθρο 39 του Ν.3259/2004) ανατοκισμός επιτρέπεται μόνο, επί των καθυστερουμένων τόκων και όχι επί των φόρων, τελών, εισφορών και άλλων προμηθειών, ενώ κάθε αντίθετη σύμβαση, είναι αντίθετη στις παραπάνω διατάξεις και ελέγχεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 174ΑΚ, 178ΑΚ και 179ΑΚ . 

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 623ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την έναρξη ισχύος του Ν.4335/2015, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, ή απαιτήσεις παροχής χρημάτων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ενώ κατά το άρθρο 624 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την έναρξη ισχύος του Ν.4335/2015, η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο, αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο, ή αντιπαροχή και το ποσό των χρημάτων, που οφείλεται είναι ορισμένο, δηλαδή εκκαθαρισμένο. Είναι δε εκκαθαρισμένο το ποσό της απαίτησης και όταν αυτό δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με την διενέργεια μαθηματικών πράξεων. Εάν η απαίτηση, ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, με το ίδιο έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό, που έχει αποδεικτική δύναμη, έναντι του καθ΄ού, ο Δικαστής οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 628ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη αυτής της διαδικαστικής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από άσκηση ανακοπής του οφειλέτη. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για τον λόγο αυτό  απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, το οποίο δημιουργεί και η έκδοση διαταγής πληρωμής, με βάση έγγραφο που δεν αποδεικνύει άμεσα την απαίτηση και το ποσό αυτής, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας απόδειξης της, με άλλο αποδεικτικό μέσο.

Στην κρινόμενη υπόθεση, ο λόγος της ανακοπής, κατά το μέρος που βάλλει κατά της μετακύλισης στο ανακόπτοντα του ποσοστού της εισφοράς του Ν.128/1975, επί του επιτοκίου, του τηρουμένου από την καθ’ ής λογαριασμού της σύμβασης, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, η μετακύλιση της εισφοράς του Ν.128/1975 στους δανειολήπτες επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και συνεπώς ο υπολογισμός του ποσού της εισφοράς του Ν.128/1975, για τον καθορισμό του επιτοκίου είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν.128/1975, η οποία καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174ΑΚ, ούτε και σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου.

Κατά το μέρος όμως που, ο υπό κρίση λόγος ανακοπής βάλλει κατά του ανατοκισμού της εισφοράς του Ν.128/1975 ( μαζί με τους οφειλόμενους τόκους κεφαλαίου), που οδηγεί σε αδυναμία έγγραφης απόδειξης του νόμιμου μέρους της απαίτησης και στο μη εκκαθαρισμένο αυτής, είναι ορισμένος, καθώς ο ανακόπτων εν προκειμένω δεν αμφισβητεί το ύψος των επιμέρους κονδυλίων, αλλά βάλλει ευθέως κατά της διαταγής πληρωμής, λόγω μη έγγραφης απόδειξης του ποσού, για το οποίο εκδόθηκε η τελευταία και νόμιμος επίσης, γιατί ερείδεται στις αναφερόμενες προηγουμένως νομικές διατάξεις.

Περαιτέρω, από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ής τράπεζας, το οποίο εμφανίζει την κίνηση του δανειακού λογαριασμού και τέθηκε υπόψη του Δικαστή για την απόδειξη της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, προκύπτει ότι, ενώ έχουν καταχωριστεί κονδύλια που αφορούν, κατά τα ανωτέρω, στην εισφορά του Ν.128/1975, δεν προκύπτει το συνολικό ποσό της εισφοράς αυτής, καθώς η τελευταία κεφαλαιοποιούνταν, με το ποσό των τόκων και δεν γίνεται καμία διάκριση αυτών. Ενόψει των ανωτέρω αποδείχθηκε αφενός μεν ότι, στην ένδικη σύμβαση προβλέφθηκε η επιβάρυνση του ανακόπτοντος με την εισφορά του Ν.128/1975, αφετέρου δε ότι, η καθ’ ή η ανακοπή τράπεζα κεφαλαιοποιούσε την παραπάνω εισφορά, κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως και ανατόκιζε τα ποσά της, αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους περιέχοντες και ποσό εισφοράς του Ν.128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο, υπολόγιζε νέους τόκους, περιέχοντες και εισφορά (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς), όπως άλλωστε δεν αμφισβητεί ούτε και η ίδια η καθ’ ής με τις έγραφες προτάσεις της, αντίθετα δε εκθέτει ότι, νομίμως προέβη στην παραπάνω επιβάρυνση του λογαριασμού με την επίμαχη εισφορά και στον ανατοκισμό αυτής.

Ωστόσο, σύμφωνα με την παραπάνω νομική σκέψη , η μεν μετακύλιση της εισφοράς του Ν.128/1975 από την καθ’ ής τράπεζα στον ανακόπτοντα δεν αντίκειται στο άρθρο 1 παρ 3 του Ν.128/1975, ούτε και σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, πλην όμως, ο ανατοκισμός του ποσού της εισφοράς δεν είναι νόμιμος .Συνεπεία των ανωτέρω η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, κατέστη ανεκκαθάριστη, λόγω της ενσωμάτωσης σε αυτήν των ποσών του παράνομου ανατοκισμού της εισφοράς του Ν.128/1975, κατά την υποβολή δε της αίτησης της καθ’ ής και της βάση αυτής έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, το ποσό της απαίτησης για το οποίο η τελευταία εκδόθηκε, δεν αποδεικνύονταν στο σύνολο του από τα αντίγραφα του αποσπάσματος, των σε ηλεκτρονική μορφή, τηρουμένων εμπορικών βιβλίων της καθ’ ής, λόγω της ακυρότητας των συμπεριλαμβανομένων στον λογαριασμό ποσών, που αντιστοιχούν στο ποσό του ανατοκισμού της εισφοράς του Ν.128/1975. Η ακυρότητα αυτή των επιμέρους ποσών επηρεάζει την αποδειξιμότητα με έγγραφα, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αναιρώντας την συνδρομή των απαιτουμένων, για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, προϋποθέσεων, δηλαδή της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης, αλλά και του ορισμένου του οφειλομένου ποσού της, αφού από το προαναφερόμενο απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων, που προσκόμισε η καθ’ ής δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους των εγγραφών, από τις οποίες είναι ανέφικτο να προκύψει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς, σε ποιο ποσό ανέρχονται οι χρεώσεις του παράνομου ανατοκισμού της εισφοράς του Ν.128/1975, με τις οποίες επιβαρύνθηκε η ένδικη απαίτηση, αφετέρου δε, λόγω της ενσωμάτωσης στον λογαριασμό των ποσών του ανατοκισμού της εν λόγω εισφοράς, με περαιτέρω συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της καθ’ ής τράπεζας.      

Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος της ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός και ως κατ’ ουσίαν βάσιμος και να ακυρωθεί στο σύνολο της η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής της Ειρηνιδίκου Άργους .και η επιταγή προς πληρωμή της άνω διαταγής πληρωμής.