tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Άρθρο. Απαλλαγή κατηγορουμένου για επιταγές λόγω λανθασμένης έγκλησης

Το θέμα με τις ποινικές διώξεις των επιχειρηματιών που έπεσαν έξω τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε μάστιγα

Το θέμα με τις ποινικές διώξεις των επιχειρηματιών που έπεσαν έξω τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε μάστιγα. Το νομοθετικό πλαίσιο αγκιστρωμένο σε αντιλήψεις του παρελθόντος θεωρεί συλλήβδην όλους όσους πέφτουν έξω ως απατεώνες χωρίς να διακρίνει αν αυτός που έπεσε έξω ήταν έντιμος ή πονηρός.

Η προσωπική μου άποψη, έχοντας ζήσει έντονα τα τελευταία χρόνια τα επιχειρηματικά προβλήματα, είναι ότι ευθύνη δεν έχει μόνο αυτός που οφείλει αλλά και αυτός που έδωσε την πίστωση. Ευθύνη στα πλαίσια του επιχειρείν. Από την ώρα που αυτός που έδωσε πίστωση την έδωσε για να κερδίσει δεν θα πρέπει να βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από αυτόν που του οφείλει, όταν φυσικά ο οφειλέτης δεν είχε δόλο.

Η θέση μου αυτή δεν αφορά μόνο τα επιχειρηματικά χρέη αλλά και τα χρέη στις τράπεζες και γενικά σε όποιον γίνεται «δανειστής» με σκοπό το κέρδος.

Αν δίνεις πίστωση για να μπεις σε μια αγορά είσαι ενήμερος και για τους κινδύνους να χάσεις τα χρήματά σου. Το επιχειρείν είναι επικίνδυνο για όλους, όχι μόνο για τους μισούς.

Φυσικά η θεωρία αυτή βρίσκει διάφωνους τους επιχειρηματίες που σήμερα βρίσκονται στην πλευρά αυτών που κυνηγάνε να εισπράξουν τα χρέη τους. Το κατανοώ. Ίσως βέβαια αν στραβώσει η πορεία τους (εύχομαι το αντίθετο) και αλλάξουν πλευρά να καταλάβουν την θέση μου. Όμως περιγράφω μια πραγματικότητα του ρίσκου του επιχειρείν.

Και για να μπω και λίγο στο θέμα του τίτλου του άρθρου.

Πρόσφατα βρέθηκα ακροατής σε ένα δικαστήριο για επιταγή. Ο κατηγορούμενος προέβαλε ως ένσταση την λανθασμένη έγκληση, δηλαδή ότι η ανώνυμη εταιρεία που έκανε την έγκληση δεν την έκανε καθώς πρέπει οπότε έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη. Ο Εισαγγελέας δέχτηκε τους ισχυρισμούς και η Πρόεδρος του Δικαστηρίου αθώωσε τον κατηγορούμενο.

Με την ευκαιρία αναζήτησα να δω την σχετική νομολογία. Δεν υπάρχει ένα κουστούμι για όλες τις περιπτώσεις της έγκλησης από ανώνυμη εταιρεία. Λεπτομέρειες θα δώσει ο δικηγόρος της ανώνυμης που θα κάνει την έγκληση ή του κατηγορούμενου από την ανώνυμη και εξαρτώνται από το καταστατικό της ανώνυμης, το ποιος υπογράφει το πρακτικό της έγκλησης κλπ.

Το σίγουρο είναι ότι για να κάνει έγκληση η ανώνυμη εταιρεία προς τρίτο πρέπει να συνοδεύεται από πρακτικό του ΔΣ που να περιέχει το σώμα της έγκλησης και να υπογράφεται νομίμως με το γνήσιο της υπογραφής όσων προβλέπει η νομοθεσία. Και ανάλογα το καταστατικό της ανώνυμης υπάρχουν τα δικαιώματα υπογραφής του πρακτικού.

Παρακάτω είναι η απόφαση 2336/2007 του Αρείου Πάγου που απορρίπτει ως απαράδεκτη την ποινική δίωξη λόγω λάθους υπογραφών και γνησίου της υπογραφής στο σχετικό πρακτικό. Οι δικηγόροι είναι οι πλέον αρμόδιοι να συμβουλεύσουν τους πελάτες τους ανά περίπτωση.

 

Γιώργος Φλωράς

Μέλος του ΔΣ του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών

 

Απόφαση 2366 / 2007    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Έγκλησης δικαιούχος, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.

Περίληψη:
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ’ εξακολούθηση. Υποβολή της εγκλήσεως από δικηγόρο, απλή εντολοδόχο του ΔΣ της εγκαλούσας ΑΕ και όχι υποκατάστατο αυτού. Όχι βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής των εντολέων – μελών του ΔΣ στο προσαρτηθέν στην έγκληση σχετικό πρακτικό, σύμφωνα με 42 παρ. 2 ΚΠοινΔ.

Αριθμός 2366/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση, Γρηγόριο Μάμαλη – Εισηγητή, Αιμιλία Λίτινα και Θεοδώρα Γκοϊνη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2006, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστείδη Διαμαντόπουλο, περί αναιρέσεως της 57283/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΒΛΑΣΙΟΣ ΣΤΥΛ. ΚΑΡΟΥΛΙΑΣ Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία Ποτών", που εδρεύει στον Άγιο Στέφανο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιλτιάδη Καραγιάννη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28.11.2005 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2085/2005.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α' του ν. 2408/1996, εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δρχ. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Σε σχέση με την υποβολή της εγκλήσεως ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠοινΔ, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου η έγκληση γίνεται απ' ευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα, είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιριών", όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ 174/1963, ορίζεται ότι "η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίω και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς", κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "το καταστατικον δύναται να ορίσει ότι έν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρείαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις". Το άρθρο 22 του ίδιου Νόμου ορίζει στην παρ.1 ότι "το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας", στη δε παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2339/1995, "το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας η τρίτους". Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα Δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρείας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται (18 παρ. 1) το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο (22 παρ. 1) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του άνω ν. 2190/1920, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκαταστάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσωπήσεως της ΑΕ, Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρίας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχειρίσεως όσο και την εκπροσώπηση της εταιρίας. Αντίθετα, όμως, προς το άρθρο 18 παρ.2 το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη, με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασισθεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3 μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του ΔΣ ή διευθυντές της εταιρίας. Προϋποθέτει, όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρίας (Ολ. ΑΠ 1096/1976). Υποκατάσταση του Διοικητικού Συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο το όργανο της εταιρίας δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατο του Διοικητικού Συμβουλίου αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του Διοικητικού Συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρίας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδοτήσεως και βεβαιώσεως του γνησίου της υπογραφής των μελών του ΔΣ, όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή της εγκλήσεως ή για τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση, όμως, που το Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρίας για την υλοποίηση σχετικής αποφάσεώς του, αναθέσει σε τρίτον, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του ν. 2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξεως που τελέσθηκε σε βάρος της εταιρίας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος – εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφαση του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ.1 εδ.γ' ΚΠοινΔ (Ολ. ΑΠ 5/2006, 6/2000). Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία, που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι' αυτό κατά νόμο όροι.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τον αναιρετικό έλεγχο, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ1 καταδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη 57283/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, για το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, σε ποινή φυλακίσεως πέντε ετών και χρηματική ποινή 30.000 ευρώ, μετά από έγκληση, που υπέβαλε κατ' αυτού η φερόμενη ως παθούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Βλάσιος Στυλ. Καρούλιας ΑΒΕΕΠ" με το από 20.9.2000 έγγραφο, το οποίο υπέγραψε και εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών η δικηγόρος Αθηνών Αικατερίνη Πίντζου και στο οποίο αναφέρεται ότι εκπροσωπεί νόμιμα την εν λόγω εταιρία δυνάμει του συνημμένου υπ' αριθ. 424/28.8.2000 πρακτικού του Δ.Σ. αυτής. Βέβαια, το καταστατικό της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας επιτρέπει στο Δ.Σ. με απόφασή του να μεταβιβάζει τις εξουσίες του (μεταξύ των οποίων είναι και η εκπροσώπηση της εταιρίας) "εν όλων ή εν μέρει, ή για κάποια συγκεκριμένη πράξη ή περιοχή, σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή σε άλλα πρόσωπα" (άρθρο 10 παρ. 4), μάλιστα δε κατ' εφαρμογή της διατάξεως αυτής το Δ.Σ. της εγκαλούσας με το υπ' αριθ. 412/29.2.2000 πρακτικό του όρισε ότι "ο Ψ1, Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας και ο Ψ2, Οικονομικός Διευθυντής, ενεργώντας μόνοι τους, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον ……, θα εμφανίζονται ενώπιον κάθε Δικαστηρίου ως εκπρόσωποι της εταιρίας ……. Επίσης, θα καταθέτουν για λογαριασμό της εταιρίας μηνύσεις (εγκλήσεις) ενώπιον των αρμοδίων Εισαγγελέων Πρωτοδικών σε σχέση με αδικήματα που διαπράττονται από τους πελάτες κατά τη συναλλαγή τους με την εταιρία, ιδίως μηνύσεις για τις περιπτώσεις έκδοσης από τους πελάτες ακάλυπτων επιταγών ………", έτσι δε κατέστησαν αυτοί (Ψ1 και Ψ2) καταστατικά όργανα της εταιρίας. Το πρακτικό αυτό του Δ.Σ. καταχωρήθηκε στο Μητρώο ΑΕ της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, υπ' αριθ. 2155/22.3.2000). Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το πιο πάνω υπ' αριθ. 424/2000 πρακτικό, που προσκομίζεται σε ακριβές απόσπασμα από το βιβλίο πρακτικών, το Δ.Σ. της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρείας, στο οποίο συμμετέχουν ο Αντιπρόεδρος, ο Διευθύνων Σύμβουλος και τρία μέλη, κατά τη συνεδρίασή του της 28.8.2000 αποφάσισε την υποβολή εγκλήσεως κατά του κατηγορουμένου Χ1 για έκδοση των αναφερομένων ακαλύπτων επιταγών, πληρωτέων σε διαταγή της άνω ανώνυμης εταιρείας, "εξουσιοδότησε δε τη Δικηγόρο και κάτοικο Αθηνών Αικατερίνη Πίντζου να καταθέσει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατ' εντολή και για λογαριασμό της εταιρείας, την έγκληση…….., να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για την ηθική βλάβη που υπέστη η εταιρεία από τις αξιόποινες πράξεις του Χ1…….. και γενικά να ενεργεί κάθε τι αναγκαίο για τη διεκπεραίωση της παρούσας εντολής". Έτσι, είναι φανερό ότι στην ερευνώμενη περίπτωση, σύμφωνα και με όσα έχουν αναπτυχθεί στην προηγούμενη νομική σκέψη, η ανωτέρω δικηγόρος ενήργησε ως απλή εντολοδόχος του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω ανώνυμης εταιρείας για την εκτέλεση των συγκεκριμένων πράξεων και όχι ως υποκατάστατος του Δ.Σ. αυτής (ως όργανο εκπροσωπήσεως της ΑΕ). Κατόπιν τούτων, έπρεπε στο απόσπασμα του πρακτικού συνεδριάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της εγκαλούσας πιο πάνω ανώνυμης εταιρείας, που προσαρτήθηκε στην έγκληση ως πληρεξούσιο έγγραφο, να βεβαιώνεται και η γνησιότητα της υπογραφής των εντολέων (μελών του Διοικητικού Συμβουλίου) από Αρχή (δημόσια, δημοτική ή κοινοτική) ή δικηγόρο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 παρ. 2 του ΚΠοινΔ. Τέτοια, όμως, βεβαίωση δεν υπάρχει. Ούτε καλύπτει την έλλειψη αυτή η διαφορετική βεβαίωση ότι το προσαρτηθέν πρακτικό αποτελεί "Ακριβές απόσπασμα από το βιβλίο πρακτικών του Δ.Σ. της εταιρείας "Β.Σ. ΚΑΡΟΥΛΙΑΣ ΑΒΕΕΠ" (χωρίς άλλη μνεία), το οποίο υπογράφει ο άνω Διευθύνων Σύμβουλός της. Επομένως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο καταδίκασε, κατά τα ανωτέρω, τον αναιρεσείοντα για το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση (άρθρα 79 ν. 5960/1933 και 98 του ΠΚ), για το οποίο δεν υποβλήθηκε νομίμως η απαιτούμενη έγκληση, υπερέβη την εξουσία του και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η'δ' του ΚΠοινΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, παρελκούσης μετά ταύτα της εξετάσεως των λοιπών λόγων αυτής, και συνακόλουθα να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ασκηθείσα για το άνω έγκλημα ποινική δίωξη (άρθρο 517 παρ. 2 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 57283/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος Χ1 για την αναφερόμενη στην πιο πάνω απόφαση αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Δεκεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ