tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Άρθρο. Για μια ολιστική αξιολόγηση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης

Πώς αξιολογούμε σήμερα την ΕΕΚ; Ποιες αντιλήψεις επικρατούν για την απόδοσή της στην πραγματική οικονομία και ποιοι είναι οι όροι αξιολόγησης;

Τα τελευταία χρόνια το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθήνας έχει αναπτύξει έντονη δράση πάνω στην παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών προς τα μέλη του. Η γενική εκτίμηση που επικρατεί είναι πως τα εκπαιδευτικά σεμινάρια που εκτελεί είναι άμεσα αποδοτικά, στοχεύουν σε πραγματικές ανάγκες και πραγματοποιούνται με ελάχιστο κόστος. Το πρώτο επιτυγχάνεται λόγω της άμεσης επαφής με τις επιχειρήσεις και την αγορά και το δεύτερο επιτυγχάνεται εν μέρει με τις ελαφρές δομές, δηλαδή όλα τα μέσα και το ανθρώπινο δυναμικό χρησιμοποιούνται μόνο εν όσο είναι αναγκαίο, εν μέρει γιατί αφορά επιμόρφωση και η ανάγκη για βαριές και μόνιμες εγκαταστάσεις εκλείπει, εν μέρει, γιατί η διάρκεια είναι μικρή και τέλος, γιατί αξιοποιεί στο έπακρο τα αναγκαία μέσα. Το δε κόστος αυτό θα μπορούσε να μειωθεί πολύ περισσότερο αν γινόταν δυνατόν να εφαρμοστεί η εξ αποστάσεως κατάρτιση.

 

Τι γίνεται όμως όταν μιλάμε για το σύνολο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (ΕΕΚ) στη Χώρα μας, για το κόστος της και την αποτελεσματικότητά της; Πώς αξιολογούμε σήμερα την ΕΕΚ; Ποιες αντιλήψεις επικρατούν για την απόδοσή της στην πραγματική οικονομία και ποιοι είναι οι όροι αξιολόγησης;

 

Τα ερωτήματα αυτά ήταν μάλλον άγνωστα μέχρι και τη δεκαετία του ΄90 όταν η ΕΕΚ ήταν εξ ορισμού αποδοτική και θετική δράση της Πολιτείας. Η ανάγκη αξιολόγησης παρουσιάστηκε όταν σημαντικά κονδύλια και ανθρώπινο δυναμικό άρχισαν να κατευθύνονται στην ΕΕΚ με σκοπό την αντικατάσταση των εμπειρικών μορφών κατάρτισης με τυπικές και οργανωμένες διαδικασίες,  για την βελτίωση το επιπέδου και της αποδοτικότητας του εργατικού δυναμικού.

 

Παρουσιάστηκε όμως ένα σοβαρό πρόβλημα. Αυτό ήταν μια πολυδιάσπαση της τυπικής, αρχικής, άτυπης, συνεχιζόμενης και δια βίου ΕΕΚ, των εκτελούμενων από το κράτος και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, προγραμμάτων, χάριν υποτίθεται της εξειδίκευσης και του ανταγωνισμού. Στην ουσία επρόκειτο για την λήψη των μεγάλων κονδυλίων που κατευθύνονταν στον τομέα της ΕΕΚ.

 

Αποτέλεσμα όλων αυτών των εξελίξεων ήταν να παρουσιάζεται τις τελευταίες δεκαετίες μια Βαβέλ μορφών και προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Σχολεία, σχολές, υπουργεία, οργανισμοί, ιδιωτικές δομές, κανόνες, προγράμματα, ειδικότητες, πιστοποιήσεις, εξειδικεύσεις κ.α, πλημμύρισαν τη χώρα και σε σημείο, όχι μόνο να υπάρχει πρόβλημα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αλλά και πρόβλημα μεταξύ των ανεξάρτητων και αυτοτελών φορέων ΕΕΚ ανά υπουργείο ή οργανισμό!

 

Το πρόβλημα της πολυδιάσπασης

 

Καθοριστικό ρόλο στην πολυδιάσπαση των μορφών και φορέων ΕΕΚ αποτέλεσε η διάθεση σοβαρών κοινοτικών, κρατικών και διμερών κονδυλίων και λογαριασμών κατάρτισης που αποτέλεσαν δέλεαρ για να δημιουργηθούν πολλές ιδιωτικές εταιρείες απορρόφησής τους. Σε αυτό συνετέλεσαν και οι οδηγίες της Ε.Ε., στη βάση της ανταγωνιστικής λειτουργίας μεταξύ των φορέων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για την ανάληψη των προγραμμάτων και της ανάλογης χρηματοδότησης. 

 

Στις δεκαετίες του 1990 και 2000 έγινε μια μεγάλη προσπάθεια να ενοποιηθούν οι κανόνες ΕΕΚ στην εκπαίδευση, στα προγράμματα και στις πιστοποιήσεις. Δομές όπως τα ΙΕΚ, τα ΚΕΚ κ.α. υπήχθησαν σε φορείς κεντρικού ελέγχου (ΟΕΕΚ, ΕΚΕΠΙΣ, ΕΟΠΠΕΠ) καλής εκτέλεσης προγραμμάτων, κανόνων δομής και λειτουργίας, πιστοποίησης κ.α.

 

Ποια η σχέση με την πραγματική οικονομία;

 

Το βασικό πρόβλημα όλων αυτών των φορέων που δρούσαν, με σημαντικό βαθμό αυτοτέλειας, ήταν η σχέση τους με την πραγματική οικονομία.

 

Ο μοναδικός λόγος ύπαρξης της ΕΕΚ είναι η μετάδοση γνώσεων και η δημιουργία ποιοτικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων στο ανθρώπινο δυναμικό για να αυξήσει την παραγωγικότητά του και, κατ’ επέκταση, την απασχόληση, την αποδοτικότητα και ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και της εθνικής οικονομίας. Αποτελεί βασική επένδυση από την οποία η κοινωνία αναμένει απτά αποτελέσματα. Αυτός είναι και ο λόγος της διάθεσης των κονδυλίων.

 

Δυστυχώς, τα στοιχεία της σχέσης της ΕΕΚ με την πραγματική οικονομία δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά για τη χώρα μας. Τόσο η προσέλευση του ανθρώπινου δυναμικού, όσο και το κόστος δεν αφήνουν στοιχεία αισιοδοξίας.

 

«Στη χώρα μας, έχοντας απαξιωθεί κοινωνικά και πολιτικά η επαγγελματική κατάρτιση, βλέπουμε μόνο το 30% των μαθητών να προσφεύγει σε αυτή, με τάση πτώσης στο 20%4 έναντι μ.ο. 50% στην Ε.Ε.-275. Στην άτυπη συνεχιζόμενη κατάρτιση διαφόρων μορφών, προσφεύγει περιστασιακά μόνο το 14%, ενώ στη δια βίου μάθηση προσφεύγει μόνο το 3% (έναντι μ.ο. 9% στην Ε.Ε.). Το αποτέλεσμα είναι, η Ελλάδα να βρίσκεται 5η από το τέλος στην Ε.Ε.-276 και να πληρώνουμε πολύ ακριβά αυτή την επιλογή, ως οικονομία και κοινωνία»1.

 

 

Το ΟΛΙΣΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ της ΕΕΚ

 

Το προβληματικό μέρος της ΕΕΚ είναι όταν αξιολογούμε την αποδοτικότητά της για την οικονομία και την κοινωνία.  Ο πλέον αξιόπιστος τρόπος είναι να συγκρίνουμε κατά επίπεδο, μονάδα, τύπο κατάρτισης, τα πραγματικά αποτελέσματα της ΕΕΚ στην πραγματική οικονομία με το συνολικό κόστος επένδυσης στο ανθρώπινο δυναμικό.

 

Στη χώρα μας συνηθίζουμε να υπερ-προβάλουμε τις αρχικές δράσεις και να πνίγουμε στη σιωπή τα αποτελέσματα αυτών των δράσεων. Ο λόγος είναι απλός. Δεν γίνεται μια πιστοποιημένη μέτρηση όλων των διαδικασιών από την αρχή μέχρι τέλους των δράσεων. Συνήθως, τεμαχίζουμε την ενιαία δράση σε αυτοτελείς δράσεις και διαδικασίες, ώστε να μπορούμε εύκολα να πανηγυρίζουμε κάθε επιμέρους επιτυχία, ανεξαρτήτως αν στο τέλος χάνουμε την υπόθεση που λέγεται ΕΕΚ!

 

Γινόμαστε πολλές φορές μάρτυρες προβολής για μια νέα δράση, νέες ειδικότητες, ποιοτικές πιστοποιήσεις, λαμπερές αποφοιτήσεις και απονομές διπλωμάτων κ.α. Κανένας δεν έχει την ευθύνη για το πραγματικό αποτέλεσμα όλων αυτών των διαδικασιών στην οικονομία.

 

Το πραγματικό αποτέλεσμα μετριέται μόνο όταν γίνεται συστηματική παρακολούθηση κάθε απόφοιτου ή καταρτιζόμενου, αν απασχολείται στην θέση για την οποία εκπαιδεύτηκε/καταρτίστηκε και για πόσα χρόνια και με αναγωγή να παρουσιάσουμε το πραγματικό οικονομικό όφελος σε σχέση με την επένδυση. Αυτό πρέπει να γίνεται από το πλέον μικρό τμήμα της ΕΕΚ, όπως μια ειδικότητα, μέχρι το σύνολο του κόστους για όλες τις δράσεις και τις δομές. Οι διαιρέσεις του οφέλους με το κόστος, μας παρέχουν σε κάθε επίπεδο τον βαθμό αποδοτικότητας της ΕΕΚ κατά περίπτωση και συνολικά!

 

Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον για παράδειγμα να αποτολμηθεί μια σε βάθος έρευνα για τα αποτελέσματα της ΕΕΚ στην πραγματική οικονομία από τα ΙΕΚ, τα ΚΕΚ, τα κονδύλια του ΛΑΕΚ. Να αναζητηθούν όλα τα ποσά εισροής στην ΕΕΚ και να μετρηθούν ο αρχικός αριθμός εκπαιδευομένων, ο τελικός αριθμός αποφοίτων, οι απόφοιτοι που προσλήφθηκαν σε θέση εργασίας με βάση την εκπαίδευση και τα χρόνια που παρέμειναν εκεί. Να διερευνηθεί η ποιοτική διαφορά σε προστιθέμενη αξία που έχει ο καταρτισθείς έναντι του μη καταρτισθέντος. Να μετρηθεί η επίδραση στην ατομική και συλλογική ανταγωνιστικότητα Αυτά τα στοιχεία μπορούν να αποτιμηθούν σε συνολική ωφέλεια για την εθνική οικονομία, η οποία θα συσχετισθεί με το συνολικό κόστος. Έτσι θα έχουμε επακριβώς τη σχέση κόστους – όφελος της ΕΕΚ στο σύνολο και σε όποιον επιμέρους τομέα θέλουμε.

 

 Σε παλιότερες απλές μετρήσεις παρατηρήθηκε ότι σε ορισμένες ειδικότητες μόνο το 10% των αρχικώς εκπαιδευομένων απασχολήθηκε στη θέση εργασίας που καταρτίσθηκε. Το ερώτημα που βγαίνει αβίαστα είναι: πόσο κόστισε στην πραγματικότητα ο κάθε εκπαιδευόμενος; Φυσικά 10πάσια από το ξεχωριστό ατομικό κόστος! Και τι όφελος είχε η κοινωνία; Φυσικά υπο-εννεαπλάσιο του αναμενομένου σε σχέση με την επένδυση!

 

 

Συμπεράσματα και αναγκαιότητες

 

Για τη χώρα μας είναι αναγκαίο και επείγον, να θεσπιστεί ένα ολιστικό μοντέλο αξιολόγησης για την Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση το οποίο θα ξεκινάει, χωρίς καμία διακοπή και με πλήρη συνευθύνη όλων των εμπλεκομένων, από τον σχεδιασμό και την επένδυση και θα καταλήγει στην αποτίμηση των αποτελεσμάτων της, στην πραγματική οικονομία. Κάτι τέτοιο είναι βέβαιο ότι θα αποκαλύψει τις τεράστιες σπατάλες και αδιέξοδες επιλογές που έχουν γίνει στον τομέα αυτόν.

 

Αυτό είναι βέβαιο ότι θα ξεσηκώσει ποικίλες αντιδράσεις από ετερόκλητες ομάδες συμφερόντων που για χρόνια αναπαύονται στην αποσπασματική αξιολόγηση που διαιωνίζει  και αναπαράγει ένα αναχρονιστικό και αναποτελεσματικό μοντέλο, το οποίο όμως τους δίνει ατομικά οφέλη.  Ανεξαρτήτως δυσκολιών, αγκυλώσεων, αντιδράσεων κ.α., οι οποίες είναι βέβαιο ότι θα εγερθούν, είναι ανάγκη να γίνει η τομή και κάθε ένας να λάβει το μερίδιο ευθύνης και απόδοσης που του αναλογεί.

 

Είναι ανεπίτρεπτο να αξιολογούνται χωριστά και σε οριζόντια βάση τα αποτελέσματα κάθε αποσπασμένης δράσης, αλλά όχι καθέτως, με τις πραγματικές τελικές αποδόσεις.

 

Αν δεν εφαρμοστεί με αυστηρότητα ένα τέτοιο μοντέλο ολιστικής αξιολόγησης, θα συνεχίσει να επικρατεί η ανοχή στην σπατάλη κονδυλίων και μέσων, αλλά και σε ανθρώπινες συνειδήσεις, οι οποίες θα προσκρούουν πάντα  στην ανεργία και στην αέναη ανακύκλωση της αποτυχίας. Ωστόσο, οι χωριστοί φορείς θα είναι πάντα στο απυρόβλητο και «υπερήφανοι» για τα αποσπασματικά αποτελέσματά τους και φυσικά δεν θα αισθάνονται καμία συνευθύνη για τον μηδενισμό και την απόρριψη αυτών των αποτελεσμάτων από την πραγματική οικονομία. Θα ισχύει δηλαδή το λαϊκό γνωμικό: «βγήκαν όλοι κερδισμένοι και ‘χάσαν όλοι οι άλλοι»! Αυτό είναι ανεπίτρεπτο για εποχές βαθύτατης οικονομικής κρίσης!

 

 

Η ΣΥΝΤΑΞΗ

 

Σημείωση:Tο άρθρο συντάxθηκε σε συνεργασία με την κ. Αιμιλία Λυμπεράκη – Besson, υπάλληλο ΠΕ-Διοικητικός Οικονομικός, του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Εμπειρογνώμων – Εκπαιδεύτρια σε θέματα management, ενταγμένη στο μητρώο εκπαιδευτών του Ε.Κ.Δ.Δ.Α., Εμπειρογνώμων του Ευρωπαϊκού  Προγράμματος ERASMUS Plus / IKY,  με αξιοποίηση σειράς άρθρων που έχει δημοσιεύσει στο eea.gr. και στον Τύπο.

 

 

1.Συναφές άρθρο «Επαγγελματικά Περιγράμματα και ποιοτική ανταγωνιστικότητα»