tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

ΔΕΕ – Πότε δεν απαλλάσσεται από το ΦΠΑ αγαθό ενδοκοινοτικής απόκτησης

Δεν απαλλάσσεται από το ΦΠΑ,ως ενδοκοινοτική απόκτηση, η παράδοση αγαθού σε τριγωνική συναλλαγή όταν κατά την πρώτη παράδοση δεν υπάρχει φυσική διακίνηση

Δεν απαλλάσσεται από το ΦΠΑ,ως ενδοκοινοτική απόκτηση, η παράδοση αγαθού σε τριγωνική συναλλαγή όταν κατά την πρώτη παράδοση δεν υπάρχει φυσική διακίνηση του Αγαθού σε άλλο κράτος μέλος
 

Το ΔΕΕ με πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση C‑386/16 αποφάσισε ότι στην περίπτωση δύο διαδοχικών παραδόσεων οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα μια μόνον ενδοκοινοτική μεταφορά, προκειμένου να καθοριστεί σε ποια εκ των δύο παραδόσεων είναι καταλογιστέα η μεταφορά αυτή, πρέπει να αποδειχθεί αν η εν λόγω μεταφορά διενεργήθηκε μετά τη δεύτερη παράδοση. Εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση, μόνον η δεύτερη παράδοση θα πρέπει να χαρακτηριστεί ενδοκοινοτική μεταφορά και να τύχει, ενδεχομένως, της προβλεπόμενης στο άρθρο 138, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ απαλλαγής.

Ιστορικό

Η Toridas είναι εταιρία με έδρα τη Λιθουανία όπου και διαθέτει αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ. Κατά την περίοδο μεταξύ της 1ης Ιουλίου 2008 και της 31ης Δεκεμβρίου 2010 εισήγαγε στη Λιθουανία κατεψυγμένα ψάρια από το Καζακστάν (στο εξής: επίμαχα εμπορεύματα). Τα επίμαχα εμπορεύματα πωλούνταν εν συνεχεία στη Megalain OÜ, εταιρία η οποία είχε έδρα και αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ στην Εσθονία (στο εξής: πρώτες παραδόσεις). Οι πωλήσεις αυτές μεταξύ της Toridas και της Megalain διέπονταν από σύμβαση εμπορικής συνεργασίας που είχε συναφθεί στις 10 Οκτωβρίου 2006. Κατά τους όρους της σύμβασης αυτής, η Megalain αναλάμβανε την υποχρέωση να εξάγει τα επίμαχα εμπορεύματα από το λιθουανικό έδαφος εντός 30 ημερών και να προσκομίζει στην Toridas έγγραφα που πιστοποιούσαν ότι τα εμπορεύματα αυτά είχαν πράγματι απομακρυνθεί από το εν λόγω έδαφος. Από την πλευρά της, η Toridas δεσμευόταν να αναλάβει τα επίμαχα εμπορεύματα, συμπεριλαμβανομένης της αποθήκευσής τους, και να καλύπτει όλα τα σχετικά έξοδα μέχρι την πραγματική έξοδό τους από τη Λιθουανία.

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στην πράξη, είτε αυθημερόν είτε την επομένη της αγοράς τους από την Toridas, η Megalain μεταπωλούσε τα επίμαχα εμπορεύματα σε αποκτώντες που ήταν εγκατεστημένοι και διέθεταν αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στη Δανία, στη Γερμανία, στις Κάτω Χώρες και στην Πολωνία (στο εξής: δεύτερες παραδόσεις).

 Ένα μέρος από τα επίμαχα εμπορεύματα αποστελλόταν, αμέσως μετά τη μεταπώληση, από τη Λιθουανία προς τα ανωτέρω κράτη μέλη, χωρίς να περάσει από την Εσθονία. Ένα άλλο μέρος μεταφερόταν στις ευρισκόμενες στη Λιθουανία εγκαταστάσεις της εταιρίας Plungės šaltis, προκειμένου να ταξινομηθεί, να επικαλυφθεί με επίπαγο και να συσκευαστεί, προτού μεταφερθεί απευθείας στους προμνησθέντες στην προηγούμενη σκέψη αγοραστές στα κράτη μέλη προορισμού. Σε όλες τις περιπτώσεις, η Megalain αναλάμβανε την ταξινόμηση, την επικάλυψη με επίπαγο, τη συσκευασία καθώς και την εξαγωγή των επίμαχων εμπορευμάτων.

 

 Όσον αφορά τις πρώτες παραδόσεις, στα τιμολόγια που απηύθυνε η Toridas στη Megalain αναγραφόταν ότι, ως ενδοκοινοτικές παραδόσεις αγαθών, οι πράξεις υπέκειντο σε μηδενικό ΦΠΑ, βάσει του άρθρου 49, παράγραφος 1, του νόμου περί ΦΠΑ. Στα τιμολόγια αναγραφόταν επίσης ότι η διεύθυνση του τόπου φόρτωσης και παράδοσης των επίμαχων εμπορευμάτων ήταν αυτή των ευρισκόμενων επί λιθουανικού εδάφους αποθηκών των εταιριών Kauno žuvis ή Plungės šaltis.

 Όσον αφορά τις δεύτερες παραδόσεις, τα τιμολόγια εκδίδονταν από τη Megalain χωρίς ΦΠΑ, κατ’ εφαρμογήν των σχετικών με την απαλλαγή των ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών διατάξεων της οδηγίας περί ΦΠΑ. Σ’ αυτά αναγραφόταν επίσης ο τόπος φόρτωσης των επίμαχων εμπορευμάτων, ήτοι οι ευρισκόμενες στη Λιθουανία εγκαταστάσεις της Kauno žuvis ή της Plungės šaltis, και ένας τόπος παράδοσης, ήτοι μια διεύθυνση στο κράτος μέλος κάθε αγοραστή.

Κατόπιν φορολογικού ελέγχου για την καταβολή του ΦΠΑ, η λιθουανική υπηρεσία φορολογικού ελέγχου έκρινε ότι οι πρώτες παραδόσεις ήταν εσωτερικές παραδόσεις, φορολογητέες με τον συνήθη συντελεστή, και όχι ενδοκοινοτικές παραδόσεις που απαλλάσσονταν από τον ΦΠΑ. Η εκτίμηση αυτή, η οποία επιβεβαιώθηκε αρχικώς από την Εθνική Φορολογική Διεύθυνση παρά τω Υπουργείω Οικονομικών της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, απορρίφθηκε από τη Mokestinių ginčų komisija prie Lietuvos Respublikos vyriausybės (Επιτροπή φορολογικών διαφορών παρά τη Κυβερνήσει της Δημοκρατίας της Λιθουανίας).

Το Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο του Βίλνιους, Λιθουανία), στο οποίο προσέφυγε η Εθνική Φορολογική Διεύθυνση παρά τω Υπουργείω Οικονομικών της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής φορολογικών διαφορών παρά τη Κυβερνήσει της Δημοκρατίας της Λιθουανίας και έκρινε βάσιμη την εκτίμηση των τοπικών και κεντρικών φορολογικών αρχών.

 Η Toridas άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

Το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται ως προς τον χαρακτηρισμό, για τους σκοπούς επιβολής του ΦΠΑ, των πρώτων παραδόσεων. Επισημαίνοντας ότι τις πράξεις αυτές ακολούθησαν δεύτερες παραδόσεις και ότι τα επίμαχα εμπορεύματα είχαν αποτελέσει αντικείμενο μιας μόνον ενδοκοινοτικής αποστολής ή μιας μόνον ενδοκοινοτικής μεταφοράς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν είναι οι πρώτες ή οι δεύτερες παραδόσεις εκείνες που πρέπει να χαρακτηριστούν ενδοκοινοτικές παραδόσεις που απαλλάσσονται βάσει του άρθρου 138, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, είναι αποδεδειγμένο ότι πραγματοποιήθηκε όντως η μεταφορά των επίμαχων εμπορευμάτων προς τους τελικούς αποκτώντες, οι δε τελευταίοι δήλωσαν έκαστος στο δικό του κράτος μέλος τις αντίστοιχες ενδοκοινοτικές αποκτήσεις. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στη δικογραφία μπορεί ευλόγως να συναχθεί ότι η Toridas τελούσε εν γνώσει όλων των σημαντικών περιστάσεων σε σχέση με τις δεύτερες παραδόσεις. Λαμβανομένης υπόψη της απόφασης της 6ης Απριλίου 2006, EMAG Handel Eder (C‑245/04, EU:C:2006:232), και ιδίως της σκέψης 36, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει ότι οι πρώτες παραδόσεις μπορούν να τύχουν της προβλεπόμενης στο άρθρο 138, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ απαλλαγής.

Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει, αντιθέτως, ότι, για την ίδια παρτίδα εμπορευμάτων, η αλληλουχία των δύο διαδοχικών παραδόσεων περιλάμβανε επιχειρήσεις υποκείμενες στον φόρο σε διαφορετικά κράτη μέλη, η δε Megalain ενεργούσε ως μεσάζουσα. Εξ αυτού θα μπορούσε να συναχθεί ότι οι οικονομικές πράξεις θα μπορούσαν να εκληφθούν, στο σύνολό τους, ως «τριγωνικές» πράξεις που περιλαμβάνουν τρεις επιχειρήσεις, εγκατεστημένες και έχουσες αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ σε τρία διαφορετικά κράτη μέλη, οι οποίες πραγματοποιούν δυο διαδοχικές παραδόσεις που αποτελούν το αντικείμενο μιας μόνον ενδοκοινοτικής μεταφοράς. Ενδέχεται επομένως να εμπίπτουν στο άρθρο 141 της οδηγίας περί ΦΠΑ. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με την επίπτωση που έχει η επεξεργασία μέρους των επίμαχων εμπορευμάτων στην εφαρμογή ενδεχόμενης απαλλαγής των πρώτων παραδόσεων.

Κατά τα λοιπά, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει την ανησυχία του ότι, δεδομένου ότι η Megalain διαθέτει αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ στην Εσθονία, τυχόν μη αποδοχή της απαλλαγής των πρώτων παραδόσεων θα έχει ως αποτέλεσμα διπλή φορολόγηση της ίδιας οικονομικής πράξης, τόσο σε επίπεδο παράδοσης όσο και σε επίπεδο απόκτησης.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Λιθουανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει τα άρθρα 138, παράγραφος 1, 140, στοιχείο α´, και/ή 141 της οδηγίας [περί ΦΠΑ], σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, με τα άρθρα 33 και 40 της οδηγίας αυτής, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, η παράδοση αγαθών από υποκείμενο στον φόρο εγκατεστημένο στο πρώτο κράτος μέλος πρέπει να απαλλάσσεται από τον φόρο στην περίπτωση που ο αγοραστής (ο υποκείμενος στον φόρο και έχων αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ στο δεύτερο κράτος μέλος), πριν διενεργηθεί η εν λόγω πράξη παραδόσεως, εκδηλώσει την πρόθεση να πωλήσει τα εμπορεύματα αμέσως, πριν τα μεταφέρει από το πρώτο κράτος μέλος, σε υποκείμενο στον φόρο εγκατεστημένο σε τρίτο κράτος μέλος, για τον οποίο τα εν λόγω εμπορεύματα μεταφέρονται (αποστέλλονται) σε αυτό το τρίτο κράτος μέλος;

2)      Επηρεάζεται η απάντηση στο πρώτο ερώτημα από το γεγονός ότι μέρος των εμπορευμάτων υποβλήθηκε σε επεξεργασία κατόπιν εντολής του υποκείμενου στον φόρο εγκατεστημένου (και έχοντος αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ) στο δεύτερο κράτος μέλος, πριν από τη μεταφορά τους στο τρίτο κράτος μέλος;»

 
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα και η απόφαση του ΔΕΕ:

1)      Το άρθρο 138, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, η παράδοση αγαθών από υποκείμενο στον φόρο εγκατεστημένο σε ένα πρώτο κράτος μέλος δεν απαλλάσσεται από τον φόρο προστιθέμενης αξίας βάσει της διατάξεως αυτής όταν, προτού διενεργηθεί η εν λόγω πράξη παράδοσης, ο έχων αριθμό φορολογικού μητρώου φόρου προστιθέμενης αξίας σε ένα δεύτερο κράτος μέλος αποκτών ενημερώνει τον προμηθευτή ότι τα εμπορεύματα πρόκειται να μεταπωληθούν αμέσως σε υποκείμενο στον φόρο εγκατεστημένο σε τρίτο κράτος μέλος, πριν τα εξαγάγει από το πρώτο κράτος μέλος και τα μεταφέρει στον τρίτο αυτόν υποκείμενο στον φόρο, εφόσον η δεύτερη αυτή παράδοση διενεργήθηκε πράγματι και τα εμπορεύματα μεταφέρθηκαν εν συνεχεία από το πρώτο κράτος μέλος στο κράτος μέλος του τρίτου υποκείμενου στον φόρο. Το γεγονός ότι ο πρώτος αποκτών διαθέτει αριθμό φορολογικού μητρώου φόρου προστιθέμενης αξίας σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του τόπου της πρώτης παράδοσης ή από εκείνο του τόπου της τελικής απόκτησης δεν αποτελεί κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας ενδοκοινοτικής πράξης ούτε, από μόνο του, αποδεικτικό στοιχείο επαρκές προς απόδειξη του ενδοκοινοτικού χαρακτήρα μιας πράξης.

2)      Για τους σκοπούς της ερμηνείας του άρθρου 138, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112, η κατ’ εντολή του ενδιάμεσου αποκτώντος επεξεργασία αγαθών, κατά τη διάρκεια της αλληλουχίας δύο διαδοχικών παραδόσεων όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία πραγματοποιείται πριν από τη μεταφορά τους στο κράτος μέλος του τελικού αποκτώντος, δεν έχει επίπτωση στις προϋποθέσεις τυχόν απαλλαγής της πρώτης παράδοσης, δεδομένου ότι η επεξεργασία αυτή είναι μεταγενέστερη της πρώτης παράδοσης.

Δείτε την απόφαση του ΔΕΕ στο φορολογικό αρχείο του κόμβου

 

Πηγή: Taxheaven

 

 

 

 

ΣΒ