tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Η πρόκληση της ανταγωνιστικότητας για την ελληνική οικονομία

Του Πλάτωνα Θωμά, M.Sc.*

Του Πλάτωνα Θωμά, M.Sc.*


Το νεότερο ελληνικό κράτος, για διάφορους ιστορικούς λόγους που δεν είναι της παρούσης να αναφέρουμε, από της ιδρύσεώς του – πριν από περίπου 190 χρόνια – δεν γνώριζε αλλά ούτε και έχει μάθει ακόμα πως να είναι ανταγωνιστικό. Επί δύο περίπου αιώνες ασχολούμαστε με το πώς γράφεται η λέξη «ανταγωνιστικότητα», το “γω” με ωμέγα ή με όμικρον, και τελικά βλέποντας το δέντρο χάσαμε το δάσος. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής κοινωνίας, μετρημένη με συγκεκριμένα κριτήρια, είναι πολύ χαμηλή.
Το πρόβλημα είναι αλυσιδωτό. Είναι, δηλαδή, φαύλος κύκλος. Δεν είμαστε ανταγωνιστικοί γιατί δεν γνωρίζουμε πως να γίνουμε. Και δεν γνωρίζουμε πώς να γίνουμε, γιατί δεν έχουμε μάθει να προενεργούμε (pre-act) αλλά μόνο να αντιδρούμε (re-act). Αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχουμε μάθει να προγραμματίζουμε.  Είτε είναι το κράτος είτε είναι οι Ελληνικές επιχειρήσεις, κατ' ουσίαν δεν γνωρίζουν,και επομένως δεν εφαρμόζουν, αυτό που οι «κουτόφραγκοι» εφαρμόζουν εδώ και πάνω από έναν αιώνα, τον στρατηγικό σχεδιασμό. Τα γιουρούσια, τα «γιούργια» και το «αέρααα» είναι γεγονός ότι στο παρελθόν μας έδωσαν κάποιες νίκες, λόγω του ότι καταλαμβάναμε τον εχθρό «εξ απήνης».
Τα πράγματα, όμως, έχουν αλλάξει πολύ, ιδιαιτέρως τις τελευταίες δεκαετίες. Το γεγονός ότι χάσαμε ως χώρα ανεπιστρεπτί το τρένο της βιομηχανικής επανάστασης, είχε ως συνέπεια να μην μάθουμε να προγραμματίζουμε και να τα κάνουμε όλα την τελευταία στιγμή. Διότι περάσαμε κατευθείαν από το Ησιόδειο άροτρο, δηλαδή από την φεουδαρχία, στην τούρμπο-μετανεωτερικότητα. Είναι γεγονός ότι σε αυτό διαθέτουμε ταλέντο ως λαός, δηλαδή παρόλο που δεν προγραμματίζουμε, είμαστε πολύ αποτελεσματικοί αντιδρώντας την τελευταία στιγμή. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004, όπου τα περισσότερα έργα έγιναν κυριολεκτικά στο «παρά πέντε», ενώ οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι έχουν μάθει να προγραμματίζουν, κόντεψαν να πάθουν εγκεφαλικό βλέποντας την ημερομηνία έναρξης των Ολυμπιακών να πλησιάζει και τα έργα να παραμένουν ανολοκλήρωτα.
Αυτό, όμως, μας στοίχισε πολύ ακριβά, γιατί είναι γεγονός πως  αν κάνεις κάτι την τελευταία στιγμή, θα το πληρώσεις πολύ ακριβότερα και είναι πιθανόν να γίνουν και αστοχίες. Ως πολύ μικρή χώρα διεξήγαμε πραγματικά πολύ επιτυχημένους Ολυμπιακούς Αγώνες, με αρκετά υψηλότερο, όμως, του προβλεπόμενου κόστος, λόγω της καθυστέρησης στην υλοποίηση των έργων.
Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε και ακόμα έναν παράγοντα ο οποίος συνηγορεί υπέρ του προγραμματισμού, δηλαδή του pre-act: είναι ο αστάθμητος παράγοντας, ο οποίος ως αστάθμητος, είναι δύσκολο να προβλεφθεί και να εκτιμηθεί. Για παράδειγμα, αν συμβεί ένα έκτακτο περιστατικό – ένας σεισμός, μια πλημμύρα ή ένα σημαντικό αρνητικό φαινόμενο – τότε είναι μάλλον αδύνατο να αντιδράσει κάποιος αποτελεσματικά και να προλάβει τις προθεσμίες, αν λειτουργεί την «τελευταία στιγμή».
Στην αρχαιότητα ως Έλληνες συλλάβαμε και εφαρμόσαμε με επιτυχία στρατηγικές οι οποίες εδώ και χρόνια διδάσκονται σε σχολές πολέμου και σε σχολές διοίκησης επιχειρήσεων όλου του κόσμου (μάχη του Μαραθώνα, μάχες Μεγάλου Αλεξάνδρου κλπ). Είναι εξαιρετικά λυπηρό σήμερα η χώρα μας να διασύρεται διεθνώς και να αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν. Σε έρευνα του World Economic Forum[1], με θέμα την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες, αποδείχθηκε ότι η χώρα μας υστερεί. Σύμφωνα με την έρευνα ο βασικός λόγος υστέρησης φαίνεται πως είναι «η αδυναμία της Ελλάδας στο μικροοικονομικό επιχειρηματικό πεδίο και ιδιαιτέρως στις ικανότητες, διαδικασίες και στρατηγικές των ελληνικών επιχειρήσεων».
Σε σχετικά πρόσφατη έκδοση[2] του του Συλλόγου Ελλήνων αποφοίτων του London Business School σε συνεργασία με την εταιρία συμβούλων επιχειρήσεων Kantor, συμπεραίνεται ότι «προϋπόθεση για την ενίσχυση της συνολικής ανταγωνιστικότητας της χώρας είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων και δυσκολιών στο επίπεδο των εταιρικών λειτουργιών και στρατηγικής, αλλά και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος».
Ο αείμνηστος, πρώην πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Θεόδωρος Καρατζάς, αναφερόμενος πριν από 20 περίπου χρόνια στις παθογένειες της Ελληνικής οικονομίας, είχε πει ότι το Ελληνικό κράτος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις τρέχουσες ανάγκες διότι “δεν έχει παραστάσεις για το σύγχρονο και δεν έχει φαντασία για το μέλλον”.
Δυστυχώς από το 2008 μέχρι σήμερα, έχουμε  κατρακυλήσει πολλές θέσεις στον παγκόσμιο πίνακα ανταγωνιστικότητας. Η χώρα μας «άγεται και φέρεται» και είναι με την «πλάτη στον τοίχο» σχεδόν σε όλα τα εθνικά θέματα. Αυτό, σε συνδυασμό με την πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση, εγκυμονεί  σοβαρότατους εθνικούς κινδύνους.
Το συμπέρασμα τελικά είναι απλό, ίσως και απλοϊκό: τίποτα δεν είναι τυχαίο. Η Ελλάδα ως έθνος δεν πάει καλά γιατί δεν έχει εθνική στρατηγική. Το ίδιο και οι Ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες κατά μεγάλη πλειοψηφία δεν είναι ανταγωνιστικές γιατί δεν έχουν στρατηγική. Κατά την προσωπική μου άποψη, αν κάποιοι «πολιτικοί» ισχυρίζονται το αντίθετο, είναι σίγουρο ότι ή δεν έχουν αντιληφθεί τι σημαίνει στρατηγική, ή λένε ψέματα. Προσωπικά θεωρώ ως πιο πιθανό το πρώτο, ότι αγνοούν, δηλαδή, την πραγματική έννοια της στρατηγικής. Και αυτό, δυστυχώς, είναι πιο επικίνδυνο από το να λένε, απλώς, ψέματα. Και επειδή η αποτελεσματική στρατηγική είναι αυτή που συνήθως δίνει την νίκη, η έλλειψη στρατηγικής ή η λανθασμένη εφαρμογή της, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οδηγεί στην ήττα.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η χώρα μας δεν είχε σχεδόν ποτέ ένα πλάνο πορείας, ούτε ακόμα και τώρα που βουλιάζει στην κρίση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως οι περισσότεροι Έλληνες δεν προγραμματίζουν. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως η συντριπτική πλειοψηφία τον μικρομεσαίων επιχειρήσεων βαδίζουν χωρίς ένα υποτυπώδες επιχειρηματικό σχέδιο. Αυτό συμβαίνει επειδή στην χώρα μας δεν έχουμε την κουλτούρα του προγραμματισμού και του σχεδιασμού. Ούτε στην πρωτοβάθμια, ούτε στην δευτεροβάθμια αλλά ούτε και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μαθαίνουμε να προγραμματίζουμε. Βεβαίως το πρόβλημα είναι γενικότερο και όχι μόνο θέμα εκπαίδευσης. Είναι θέμα κουλτούρας. Και η εκπαίδευση περιλαμβάνεται στην κουλτούρα. Το γεγονός ότι δεν έχουμε ένα σταθερό και αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα, οφείλεται στο ότι δεν έχουμε κουλτούρα εκπαίδευσης, και όχι το αντίθετο. Με άλλα λόγια, το ότι δεν έχουμε κουλτούρα εκπαίδευσης δεν οφείλεται στο ότι έχουμε αναποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά έχουμε ένα τέτοιο σύστημα επειδή δεν έχουμε κουλτούρα εκπαίδευσης. Για παράδειγμα, μιλώντας για εξαγωγές σε επίπεδο επιχείρησης, είναι πολύ σημαντικό για την αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης της επιχείρισης και των συνολικών πόρων που θα απαιτηθούν για να εξάγει, το αν η εταιρία έχει κουλτούρα εξαγωγών ή όχι. Αν έχει κουλτούρα εξαγωγών, είναι πολύ ευκολότερο να αυξήσει τις εξαγωγές της δημιουργώντας την κατάλληλη οργάνωση και να σχεδιάσει ένα αποτελεσματικό πλάνο εξαγωγών, ενώ αν δεν έχει , θα απαιτηθούν πολύ περισσότεροι πόροι (χρόνος, χρήμα, κόπος) για να επιτύχει τα ίδια πράγματα.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τους λαούς. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όλοι οι λαοί που πέρασαν από το στάδιο της βιομηχανικής επανάστασης, έχουν μάθει να προγραμματίζουν. Στην χώρα μας ο μέσος Έλληνας δεν κάνει προσωπικό πλάνο, η μέση ελληνική επιχείρηση το ίδιο και οι κυβερνήσεις, επίσης, δεν σχεδιάζουν. Αν είχαμε εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό μπορεί να είχαμε προλάβει τουλάχιστον τις περισσότερες εθνικές καταστροφές ή, τουλάχιστον, θα βγαίναμε από αυτές με μικρότερο κόστος.
Το γεγονός ότι η χώρα μας δεν έχει κανένα απολύτως στρατηγικό πλάνο, σημαίνει ότι δεν έχει ούτε στόχους, ούτε στρατηγική, ούτε τακτικές. Αυτό όμως, είναι συνέπεια της έλλειψης οράματος. Και από εδώ ξεκινούν όλα. Αν έχεις όραμα αυτό σε οδηγεί στον προσδιορισμό ενός πλάνου για να το πετύχεις. Όταν το 1920 ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Αθήνα τροπαιούχος , μετά τη συνθήκη των Σεβρών,  ανήγγειλε “Σας φέρνω την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”. Έστω κι αν αυτό ίσχυσε μόνο για λίγους μήνες, τότε η Ελλάδα είχε όραμα.
Σύμφωνα με ιστορικές ενδείξεις – αν όχι αποδείξεις –  οργανισμοί (κράτη, επιχειρήσεις, άτομα) τα οποία δεν έχουν όραμα, μακροχρονίως «άγονται και φέρονται» και συρρικνώνονται αντί να αναπτύσσονται, ενώ συχνά δεν επιβιώνουν. Μακάρι να μην επιβεβαιωθεί κάτι τέτοιο για την χώρα μας…
 Το ευχολόγιο, όμως, δεν αποτελεί λύση του προβλήματος. Στο εγγύς προσεχές μέλλον θα ακολουθήσει επόμενο άρθρο με προτάσεις για «εθνική ανάταξη».

*  Ο Πλάτων Θωμάς είναι Μέντορας στο πρόγραμμα Early Warning Europe , Σύμβουλος Επιχειρήσεων σε θέματα Μάρκετινγκ,,Πιστοποιημένος Εκπαιδευτής και Συγγραφέας

 

[1] World Economic Forum, “The Global Competitiveness Report 2002-2003”, 2002.

[2] «Η ώρα της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας», έκδοση του Συλλόγου Ελλήνων αποφοίτων του London Business School σε συνεργασία με την Kantor σύμβουλοι επιχειρήσεων, Αθήνα Σεπτ. 2004