tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

ΙΝΕ-ΓΣΕΕ: Στην περίοδο της κρίσης χάθηκαν 645 χιλιάδες θέσεις εργασίας

"Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε σημείο καμπής"

Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα την Ενδιάμεση Έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση για το 2017, η οποία αξιολογεί το πρώτο εξάμηνο του 2017 στο πλαίσιο μιας ευρύτερης εκτίμησης για την κατάσταση και τις προοπτικές της οικονομίας.
Τα βασικά συμπεράσματα της παρούσας Ενδιάμεσης Έκθεσης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι τα εξής:
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε σημείο καμπής. Για δεύτερη φορά μετά το 2014 αναζητά διέξοδο από την εύθραυστη σταθεροποίησή της στο χαμηλό επίπεδο δραστηριότητας στο οποίο βρίσκεται μετά τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 2010-2013. Εξακολουθεί να αναζητά έναν δυναμικό μηχανισμό δημιουργίας εισοδημάτών και ροών ρευστότητας που θα ενεργοποιήσει διατηρήσιμες επεκτατικές τάσεις στον πραγματικό τομέα, θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης και θα βελτιώσει τη φερεγγυότητα και τη ρευστότητα του τραπεζικού και του δημόσιου τομέα της οικονομίας.
Ένας τέτοιος μηχανισμός είναι προϋπόθεση για την ουσιαστική έξοδο της χώρας από την κρίση χρέους και για τη δημιουργία βιώσιμών πρώτογενών πλεονασμάτών που θα την αποδεσμεύσουν από την επιτροπεία τών δανειστών. Ωστόσο, οι τρέχουσες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις δείχνουν ότι η αναζήτηση ενός τέτοιου αναπτυξιακού μηχανισμού εξακολουθεί να έχει ανοιχτό χρονικό ορίζοντα.
Κατά την άποψη του ΙΝΕ – ΕΣΕΕ, δεν παρατηρούνται οι μακροοικονομικοί και παραγωγικοί μετασχηματισμοί που θα δημιουργούσαν ουσιαστικές προϋποθέσεις μετάβασης της οικονομίας προς μια δυναμική και διατηρήσιμη ανάκαμψη.
Οι επενδύσεις έχουν σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο κατά 63% χαμηλότερο από αυτό του α’ τριμήνου του 2008, κάνοντας εμφανές το τεράστιο επενδυτικό κενό στο οποίο έχει περιέλθει η οικονομία. Για να γίνει αντιληπτό το επενδυτικό σοκ που έχει ανάγκη η χώρα, υπολογίζεται ότι –με βάση τον μέσο ρυθμό αύξησης τών επενδύσεών του 2016– ο όγκος τών επενδύσεών θα φτάσει στο επίπεδο του α’ τριμήνου του 2008 το α’ τρίμηνο του 2033. Καθώς οι επενδύσεις βρίσκονται σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο, μια μικρή αύξηση του όγκου τους καταγράφεται ώς σημαντική, επικοινώνιακά, ποσοστιαία αύξηση.
Η κατανάλωση έχει σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο χαμηλότερο κατά 24 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο του α’ τριμήνου του 2008. Το επίπεδο της δεν θα είναι διατηρήσιμο αν δεν υπάρξει ένα ισχυρό σοκ απασχόλησης και εισοδημάτών στην οικονομία. Τα νέα μέτρα λιτότητας που δεσμεύουν τη χώρα μετά την ολοκλήρώση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος θα συμπιέσουν το διαθέσιμο εισόδημα.
Ο όγκος των εξαγωγών σε πραγματικούς όρους απέχει πολύ από το να καταστεί βασικός αναπτυξιακός μοχλός της οικονομίας. Η αύξηση του όγκου τους δεν μεταφράζεται σε διατηρήσιμο εμπορικό πλεόνασμα λόγώ της μεγάλης εξάρτησης της εγχώριας παραγώγής από τις εισαγώγές και, επομένώς, δεν αντανακλά κάποια ουσιαστική μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο, πιο εξώστρεφές μοντέλο ανάπτυξης.
Η συνέχιση της ίδιας πολιτικής δημοσιονομικής προσαρμογής σε συνδυασμό με τον αδύναμο παραγώγικό ιστό της οικονομίας, που περιορίζει τη δημιουργία διατηρήσιμων εξώτερικών πλεονασμάτών, οδηγούν σε συνεχή απώλεια ρευστότητας από τον ιδιώτικό τομέα. Η επίτευξη υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτών συνεπάγεται έλλειμμα για τον ιδιώτικό τομέα, το οποίο –με δεδομένες τις παρούσες συνθήκες– επιβαρύνει κυρίώς τα νοικοκυριά.
Τα μέτρα λιτότητας της δεύτερης αξιολόγησης, δηλαδή η μείώση τών συντάξεών και του αφορολόγητου ορίου, δείχνουν ακριβώς την κατεύθυνση της προσαρμογής του ισοζυγίου τών νοικοκυριών την οποία οι δανειστές και η κυβέρνηση αποφάσισαν για την επίτευξη τών υψηλών πρώτογενών πλεονασμάτών τα αμέσώς επόμενα χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο, το επίπεδο της κατανάλώσης δεν μπορεί να θεώρηθεί διατηρήσιμο μεσοπρόθεσμα, εκτός και αν υπάρξει αντιστάθμισμα της μείώσης του διαθέσιμου εισοδήματος που θα επιφέρουν τα αναμενόμενα μέτρα λιτότητας. Η εξέλιξη αυτή καθιστά τη διατηρησιμότητα της μεγέθυνσης αβέβαιη.
Στο δημοσιονομικό πεδίο, η συμμετοχή τών έμμεσων φόρων στο σύνολο των εσόδων της Γενικής Κυβέρνησης κυμαίνεται σε πολύ υψηλό επίπεδο. Επίσης, το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου οι έμμεσοι φόροι αντιπροσώπευαν το 54,4% τών καθαρών εσόδών του κράτους έναντι 50,7% το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι. Αξιοσημείώτο είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα ο βασικός συντελεστής του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) είναι ο τέταρτος υψηλότερος μεταξύ τών χώρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), μολονότι η χώρα μας κατέχει τη 17η θέση αναφορικά με τις εισπράξεις ΦΠΑ ώς ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).
Επιπλέον, το α’ τρίμηνο του 2017 οι πρωτογενείς δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης συρρικνώθηκαν κατά 4,9% έναντι του αντίστοιχου τριμήνου πέρυσι, με τις κοινώνικές παροχές να σημειώνουν πτώση 5,1%. Η μείώση τών δημόσιών δαπανών αποκαλύπτει ότι η ασκούμενη δημοσιονομική διαχείριση δεν περιορίζεται μόνο στην υπερφορολόγηση. Αποτελεί ένα μείγμα επιθετικής δημοσιονομικής λιτότητας και προσαρμογής.
Η εκτίμηση του Ινστιτούτου είναι ότι η κατάσταση αυτή είναι μη βιώσιμη και δεν δημιουργεί συνθήκες διατηρήσιμης αναβάθμισης της δημοσιονομικής αξιοπιστίας της χώρας. Η διατηρήσιμη αναβάθμιση της φερεγγυότητας του Δημοσίου τα επόμενα χρόνια, που θα κρίνει και τον απεγκλώβισμό της χώρας από τα Μνημόνια και την επιτροπεία, θα εξαρτηθεί από τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας, την αναδιάρθρώση του χρέους και το κόστος τών νέών δανειακών αναγκών. Επίσης, η μείώση του μακροπρόθεσμου στόχου για πρώτογενή πλεονάσματα γύρώ από το 2% του ΑΕΠ μετά το 2021, αν και μειώνει την ένταση της δημοσιονομικής λιτότητας που απαιτεί ο στόχος του 3,5%, αφαιρεί τη δυνατότητα διακριτικών επιλογών στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Επιπλέον ο στόχος του 2% χαρακτηρίζεται από έλλειψη μεσομακροπρόθεσμης βιώσιμότητας. Κατά την εκτίμησή μας, για να συμβάλει στην ανάκτηση της φερεγγυότητας της χώρας, προϋποθέτει μέτρα αναδιάρθρώσης του χρέους που θα διασφαλίζουν ετήσιες πληρώμές τόκών χαμηλότερες του 2% του ΑΕΠ. Οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση η οποία οδηγεί σε υψηλότερες δαπάνες για τόκους –ακόμη και αν διατηρεί τις ακαθάριστες δανειακές ανάγκες κάτώ από το όριο του 15% του ΑΕΠ– δεν είναι βιώσιμη, καθώς συνεπάγεται κεφαλαιοποίηση μέρους τών τόκών και αύξηση τών μελλοντικών χρηματοδοτικών αναγκών, συντηρώντας υψηλό το πιστώτικό ρίσκο της οικονομίας και τις πιέσεις λιτότητας.
Η κατάσταση στην αγορά εργασίας το α’ εξάμηνο του 2017 είναι βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η εξέλιξη αυτή, που αποτυπώνει μια σωρευτική μεταβολή στην αγορά εργασίας με μείωση των ανέργων κατά 263,5 χιλιάδες και με αύξηση της απασχόλησης κατά 252,3 χιλιάδες την περίοδο 2014-2017, δείχνει την αργή μεν αλλά σταθερή έξοδο της οικονομίας από τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 2010-2013. Εντούτοις, μια σειρά ποιοτικών δεικτών δημιουργούν προβληματισμό.
Ο βαθμός απασχόλησης του εργατικού δυναμικού παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός (52%). Επιπλέον, το β’ τρίμηνο του 2017 το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας κυμαινόταν στο 28,7% (30,8% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016). Το ποσοστό αυτό συνεκτιμά τα πολύ υψηλά ποσοστά της υποαπασχόλησης, η οποία κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει σχεδόν τριπλασιαστεί (από 99 χιλιάδες εργαζομένους το 2008 σε 267 χιλιάδες το 2017), και των απογοητευμένων ανέργων, που επίσης υπερτριπλασιάζεται (από 37 χιλιάδες σε 109 χιλιάδες) την αντίστοιχη περίοδο.
Εξετάζοντας την κλαδική διάρθρωση της απασχόλησης, το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ παρατηρεί ότι κατά την περίοδο της κρίσης χάθηκαν 645,1 χιλιάδες θέσεις εργασίας, με τις μεγαλύτερες μειώσεις να εμφανίζονται στους κλάδους της γεώργίας (89,6 χιλιάδες), της μεταποίησης (122,3 χιλιάδες), τών κατασκευών (179,1 χιλιάδες) και του εμπορίου (122,1 χιλιάδες). Αντίθετα, οι μόνοι κλάδοι οι οποίοι εμφανίζουν (μικρές) αυξήσεις στην απασχόληση είναι της ενέργειας (4,4 χιλιάδες), της παροχής καταλύματος και εστίασης (68,7 χιλιάδες), τών διοικητικών και υποστηρικτικών δραστηριοτήτών (15,6 χιλιάδες) και τών τεχνών, διασκέδασης και ψυχαγώγίας (6 χιλιάδες).
Όσον αφορά στη συμμετοχή της απασχόλησης του κάθε κλάδου στο σύνολο της απασχόλησης, παρατηρούμε υποχώρηση στη σχετική σημασία τών κλάδών της μεταποίησης και τών κατασκευών, η οποία αντισταθμίζεται από την αύξηση της συμμετοχής τών υπηρεσιών, ειδικά εκείνών που σχετίζονται με τον τουρισμό. Κατά τη γνώμη μας, το αποτέλεσμα αυτό επιτείνει δυσαναλογίες που προϋπήρχαν της κρίσης στην κλαδική διάρθρώση της ελληνικής οικονομίας, καθώς μειώνει περαιτέρώ τη σχετική σημασία του δευτερογενούς τομέα.
Η μεταβολή της σχέσης μεταξύ των θέσεων εργασίας πλήρους και επισφαλούς απασχόλησης έχει σημαντικές επιπτώσεις στην κατανομή και τη δυναμική τών μισθών, και κατά προέκταση στο διαθέσιμο εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο τών εργαζομένών. Σύμφώνα με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ για το α’ επτάμηνο (Ιανουάριος-Ιούλιος) του 2017, η πλειονότητα τών νέών προσλήψεών στον ιδιώτικό τομέα αφορά θέσεις μερικής (47,86%) και εκ περιτροπής (13,81%) εργασίας. Η σημαντική αυτή ενίσχυση της επισφαλούς απασχόλησης επηρεάζει τη μεταβολή τών μισθών, αφού, όπώς δείχνουν τα στοιχεία απασχόλησης του Ιδρύματος Κοινώνικών Ασφαλίσεών – Ενιαίου Ταμείου Μισθώτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) για τον Νοέμβριο του 2016, ο μέσος μισθός τών απασχολουμένών με μερική απασχόληση ήταν 397,67 ευρώ.
Η εξέλιξη αυτή επιφέρει σοβαρές μακροοικονομικές επιπτώσεις, καθώς ουσιαστικά λειτουργεί ως κρυφός μηχανισμός λιτότητας. Επιπλέον, σύμφώνα με τα στοιχεία της Εuropean Union Statistics on Income and Living Conditions (EU-SILC) για το 2015, το 34,7% τών εργαζομένών με πλήρη απασχόληση και το 42,13% τών εργαζομένών με μερική απασχόληση λαμβάνουν μισθό χαμηλότερο του κατώτατου. Το γεγονός ότι ένας αυξανόμενος αριθμός εργαζομένών κινείται γύρώ και κάτώ από το όριο της φτώχειας είναι ένδειξη της εύθραυστης κατάστασης της ελληνικής κοινώνίας.
Η εξέταση της κλαδικής κατανομής του μέσου ονομαστικού μισθού οδηγεί στα εξής συμπεράσματα: Πρώτον, όλοι οι κλάδοι εμφανίζουν μειώσεις οι οποίες κατά μέσο όρο φτάνουν στο 18,1%. Συνεπώς, και ώς αποτέλεσμα της κρίσης και της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, σημειώθηκε μια οριζόντια μείώση εισοδημάτών που επηρέασε τη συντριπτική πλειονότητα τών μισθώτών. Δεύτερον, οι κλάδοι στους οποίους εμφανίζονται οι μεγαλύτερες μειώσεις είναι της εκπαίδευσης, της διασκέδασης και του τουρισμού. Αντίθετα, οι κλάδοι με τις μικρότερες μειώσεις είναι της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, μεταφοράς και αποθήκευσης, και τών ορυχείών. Τρίτον, οι κλάδοι εντάσεώς εργασίας εμφανίζουν μεγάλες μειώσεις στους μισθούς. Ο μέσος μισθός στη μεταποίηση μειώνεται κατά 17,8%, στις κατασκευές κατά 19,8% και στο εμπόριο κατά 19,9%.
Ένα σημαντικό εύρημα της ανάλυσης του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ είναι ότι η συμπίεση των μισθών συσχετίζεται με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Οι κλάδοι στους οποίους σημειώνεται η μεγαλύτερη χρήση της μερικής απασχόλησης είναι τών κατασκευών, τών τεχνών, του τουρισμού, τών διοικητικών υπηρεσιών, τών λοιπών δραστηριοτήτών παροχής υπηρεσιών, της εκπαίδευσης και του εμπορίου. Οι κλάδοι με τις μεγαλύτερες μειώσεις στον μέσο μισθό είναι της εκπαίδευσης, τών τεχνών, του τουρισμού, του εμπορίου και τών κατασκευών. Δηλαδή οι κλάδοι τών τεχνών, του τουρισμού, τών κατασκευών, της εκπαίδευσης και του εμπορίου είναι οι κλάδοι που εμφανίζουν ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη αύξηση μερικής απασχόλησης και τις μεγαλύτερες μειώσεις στους μισθούς.
Αναλύοντας τις μεταβολές στην παραγώγική διάρθρώση της οικονομίας την περίοδο 2009-2016, παρατηρούμε τα εξής:
Ο αγροτικός τομέας αναβαθμίζεται καθώς η συμβολή του στην παραγώγική διάρθρωση της χώρας αυξάνεται κατά 28,2%. Η βιομηχανία υποβαθμίζεται κατά 7,9% και το προϊόν της το 2016 αντιστοιχεί πλέον στο 15,8% της συνολικής παραγωγής, απέχοντας σημαντικά από τον στρατηγικό στόχο του 20% που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) για τις χώρες-μέλη της έώς το 2020. Η μείωση αυτή αποδίδεται κυρίώς στην υψηλή συρρίκνώση του τομέα τών κατασκευών, του οποίου η συμβολή περιορίστηκε από 5,0% σε 2,4% (μεταβολή 52%). Οι αρνητικές επιπτώσεις στη βιομηχανία από την κάμψη της οικοδομικής δραστηριότητας φαίνεται πώς αντισταθμίστηκαν μερικώς από τη βελτίωση της θέσης της μεταποίησης κατά 14,7%, προσεγγίζοντας το 2016 το 10% της συνολικής παραγώγής. Η αύξηση του μεριδίου της μεταποίησης κρίνεται θετική για τον διαρθρώτικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το αντίστοιχο μέσο μερίδιο της ΕΕ, το οποίο το 2016 κυμαίνονταν στο 16% (17% στην Ευρωζώνη). Πρέπει ώστόσο να σημειωθεί ότι η παραπάνω εικόνα της παραγωγικής διάρθρωσης της οικονομίας προκύπτει ως αποτέλεσμα της υστέρησης που έδειξαν οι κλάδοι στην προς τα κάτω προσαρμογή του ΑΕΠ και δεν είναι αποτέλεσμα μετασχηματισμού δυναμικής μεγέθυνσης.
Η συμβολή του τομέα των υπηρεσιών στο συνολικό παραγόμενο προϊόν διατηρείται στο αξιοσημείώτα υψηλό ποσοστό του 80%, εμφανίζοντας κατά την περίοδο 2009-2016 οριακή αύξηση της τάξης του 0,59%. Όσον αφορά τους επιμέρους κλάδους τών υπηρεσιών, η μεγαλύτερη μείώση εμφανίζεται στις «Επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές και διοικητικές δραστηριότητες» (-24,3%) και ακολουθούν οι «Τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγώγία, άλλες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών, οικιακό προσώπικό» (-13%). Στον αντίποδα, οι κλάδοι τών υπηρεσιών που βελτιώνουν τη συμβολή τους στην παραγώγική διάρθρώση της χώρας είναι οι «Χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες» (2,2%) και «Εμπόριο, μεταφορές, καταλύματα και εστίαση» (1,2%), ο τελευταίος κυρίώς λόγώ της ανθεκτικότητας και της αύξησης των τουριστικών δραστηριοτήτών.
Όσον αφορά την κατανομή των επενδύσεων, παρατηρούμε ότι σημειώνεται μικρή υποχώρησή τους στον τομέα των υπηρεσιών (από 77,7% σε 75,6%) σεω όφελος του πρώτογενούς (αυξάνεται από 6,4% σε 7%) και του δευτερογενούς τομέα (αυξάνεται από 15,9% σε 17,3%). Στον τομέα της μεταποίησης προκύπτει ότι οι όποιες νέες επενδύσεις κατευθύνονται στους κλάδους χαμηλής και χαμηλής προς μέση τεχνολογίας. Στην πρώτη περίπτωση η μεταβολή στο ποσοστό επενδύσεών είναι της τάξης του 12,7% και στη δεύτερη του 77,4%. Αντιθέτως, μείωση του ποσοστού επενδύσεών εμφανίζουν οι κλάδοι μέσης προς υψηλή τεχνολογίας (-16%) και υψηλής τεχνολογίας (-29,8%). Τέλος, ως προς τον υπόλοιπο δευτερογενή τομέα προκύπτει επίσης μια αξιοσημείώτη μείώση του ποσοστού τών επενδύσεών στη συνολική οικονομία, η οποία, όπώς είδαμε και προηγουμένώς, αποδίδεται κυρίώς στη συρρίκνώση της οικοδομικής δραστηριότητας.
Στον τομέα των υπηρεσιών εμφανίζεται μετατόπιση της επενδυτικής δραστηριότητας από τον μη εμπορεύσιμο προς τον εμπορεύσιμο τομέα, ο οποίος αθροιστικά αυξάνει το ποσοστό του από 41,6% σε 43,4%. Η αύξηση του ποσοστού τών επενδύσεών στις εμπορεύσιμες υπηρεσίες ευνοεί εκείνες που χαρακτηρίζονται ώς υψηλής έντασης γνώσης, καθώς η συμβολή τους στις συνολικές επενδύσεις αυξάνεται από 9,3% σε 15,2% (+63,8%), ενώ στις αγοραίες υπηρεσίες χαμηλής έντασης γνώσης προκύπτει μείώση από 32,3% σε 28,2% (-12,80%).
Η εκτίμησή του Ινστιτούτου είναι ότι στη διάρκεια της κρίσης δεν παρατηρείται κάποια ουσιαστική αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος. Η βελτίβση της θέσης της μεταποίησης και της θέσης του αγροτικού τομέα είναι μια θετική εξέλιξη, αλλά ανεπαρκής ποσοτικά και ποιοτικά προκειμένου να ενεργοποιήσει μια διαδικασία τεχνολογικού και παραγώγικού μετασχηματισμού. Επίσης, πρέπει να διατηρηθεί και να συνεχιστεί και σε συνθήκες σταθερής και διατηρήσιμης ανάκαμψης της οικονομίας. Η απόλυτη κυριαρχία του τομέα τών υπηρεσιών στο αναπτυξιακό μοντέλο της Ελλάδας συνεχίζεται και είναι αυτή που συντηρεί την ενδογενή αδυναμία της οικονομίας να πετύχει διατηρήσιμα πλεονάσματα στο εμπορικό ισοζύγιο.
Η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο ισορροπημένο μοντέλο ανάπτυξης, ένα επεκτατικό μείγμα εσωστρέφειας και εξωστρέφειας. Η επεκτατική εσωστρέφεια επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη δραστηριοτήτών ικανοποίησης της εγχώριας δαπάνης με υποκατάσταση εισαγώγών. Η επεκτατική εξωστρέφεια επιτυγχάνεται με την αύξηση των εθνικών μεριδίων παραγωγής στην παγκόσμια αγορά.