tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Καταβολή αποζημίωσης από εργοδότη σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος

Αυθεντική ερμηνεία της παρ. 2 του άρθρου 34 του Α.Ν. 1846/1951.

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


Άρθρο 212 του Ν.4518/2018. Αυθεντική ερμηνεία της παρ. 2 του άρθρου 34 του Α.Ν. 1846/1951, για την υποχρέωση του εργοδότη σε  καταβολή αποζημίωσης στην περίπτωση εργατικού ατυχήματος.
Σημαντικά ερμηνευτικά προβλήματα, που είχαν προκύψει και νομολογιακά, κατά την εφαρμογή της διάταξης της παρ. 2 του 34 του Α.Ν. 1846/1951, που αφορά στην καταβολή αποζημίωσης από τον εργοδότη σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, που οφείλεται σε δόλο του εργοδότη, λύονται πλέον νομοθετικά, καθώς με την διάταξη του άρθρου 212 του Ν.4518/2018 ο νομοθέτης προβαίνει στην αυθεντική ερμηνεία της σχετικής διάταξης, αποσαφηνίζοντας τα όρια της ευθύνης του εργοδότη, τόσο έναντι του οικείου ασφαλιστικού φορέα, όσο και έναντι του εργαζομένου, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, που οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των υπ’ αυτού προστηθέντων προσώπων.
Ειδικότερα:
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1,2,3,και 6 του Ν.551/1915, όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν με το Β.Δ. της 24/7-25/8/1920, ο κύριος κάθε επιχείρησης υποχρεούται ανεξαρτήτως υπαιτιότητας (αντικειμενική ευθύνη) και υπό τις καθοριζόμενες στον νόμο αυτό ειδικότερες προϋποθέσεις να καταβάλλει την προβλεπόμενη στον νόμο αποζημίωση στον εργάτη, ή στον υπάλληλο του, που υπέστη βλάβη της υγείας του, ή της σωματικής του ακεραιότητας, συνεπεία ατυχήματος, που επήλθε από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ή εξ αφορμής αυτής και σε περίπτωση θανάτου του εργαζομένου από εργατικό ατύχημα να καταβάλλει την αποζημίωση στα οριζόμενα στο άρθρο 6 του ίδιου νόμου συγγενικά του πρόσωπα.
Εξάλλου, κατά την διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 60 του Α.Ν. 1846/1961 αν ο παθών από εργατικό ατύχημα υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από την ευθύνη που προκύπτει από τις ειδικές διατάξεις περί εργατικού ατυχήματος, όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν με το ως άνω Β.Δ. 24/7-26-8/1920.
Παράλληλα, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 34 του Α.Ν. 1846/1951, όταν το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη, αυτός δεν απαλλάσσεται από την σχετική ευθύνη, αλλά οφείλει να καταβάλλει, αφενός μεν στο ΙΚΑ, την δαπάνη των παροχών που αυτό κατέβαλε στον παθόντα, αφετέρου δε, υποχρεούται να καταβάλλει στον παθόντα την διαφορά ανάμεσα στις παροχές που αυτός έλαβε από το ΙΚΑ και στην αποζημίωση που δικαιούται να λάβει βάση των κοινών διατάξεων του Αστικού Κώδικα, περί αδικοπραξίας.
Αδιαμφισβήτητο καταρχήν είναι το γεγονός ότι, η πρόβλεψη του άρθρου 60 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, περί απαλλαγής του εργοδότη από την αντικειμενική του ευθύνη και την αντίστοιχη κάλυψη του σχετικού κινδύνου σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, από τον οικείο φορέα  κοινωνικής ασφάλισης του εργαζόμενου, τυγχάνει δίκαιη και εύλογη, καθώς μέρος των καταβαλλομένων από τον εργοδότη ασφαλιστικών εισφορών κατατείνει ασφαλώς στην κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου της επέλευσης ατυχημάτων, κατά την εκτέλεση της εργασίας, ή εξ αφορμής αυτής και η ανάγκη της κάλυψης αυτού υπήρξε ασφαλώς ένας εκ των βασικών στόχων για την ίδρυση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Ωστόσο, η μέχρι σήμερα ασαφής διατύπωση της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 34 του Α.Ν. 1846/1951, περί εξαίρεσης από την κατ’ αρχήν, δίκαιη κατά τα άνω, απαλλαγή του εργοδότη από την ευθύνη του, σε περίπτωση που το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε δόλο αυτού, σε συνδυασμό με την διατύπωση της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 60 του ίδιου νόμου ( απαλλαγή του εργοδότη από την αντικειμενική του ευθύνη, σε περίπτωση υπαγωγής του παθόντος εργαζομένου στην ασφάλιση του ΙΚΑ) είχε προκαλέσει σοβαρές ερμηνευτικές διχογνωμίες και αντιρρήσεις, τόσο σε επίπεδο θεωρίας της επιστήμης του εργατικού δικαίου, όσο και σε νομολογιακό επίπεδο, που πολλές φορές οδηγούσαν στην αποδοχή λύσεων, οι οποίες προφανώς έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την αληθή βούληση του νομοθέτη, για την απαλλαγή του εργοδότη από την αντικειμενική του ευθύνη, σε περιπτώσεις εργατικών ατυχημάτων.
Το κύριο ζήτημα, που αποτέλεσε την αιτία των αμφισβητήσεων και διχογνωμιών αυτών εστιάζετο στο αν, η προβλεπόμενη από την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 34 του Α.Ν.1846/1951 εξαίρεση από την απαλλαγή του εργοδότη από την σχετική του ευθύνη και αντίστοιχα  στην περίπτωση αυτή η υποχρέωση του να καταβάλλει, αφενός μεν στον ασφαλιστικό φορέα την δαπάνη, που αυτός κατέβαλλε στον παθόντα εργαζόμενο, αφετέρου δε, στον ίδιο τον παθόντα την διαφορά μεταξύ των παροχών ποτ έλαβε και της πλήρους αποζημίωσης που δικαιούται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, θα έπρεπε να εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση, που ο δόλος του εργοδότη καλύπτει και το αποτέλεσμα του εργατικού ατυχήματος (εφόσον δηλαδή ο εργοδότης επιδίωξε ή και αποδέχθηκε και την ίδια την βλάβη του παθόντος), ή αν η αληθής έννοια της φράσης ¨οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των υπ’ αυτού προστηθέντων προσώπων¨, καλύπτει και την περίπτωση, που το εργατικό ατύχημα συνδέεται αιτιωδώς με δόλια παράβαση από τα πρόσωπα αυτά των διατάξεων του νόμου, των διαταγμάτων και κανονισμών, ποτ προβλέπουν τα υποχρεωτικά μέτρα για την προστασία και ασφάλεια της υγείας των εργαζομένων, στους χώρους εργασίας.
Η αποδοχή της πρώτης των άνω εκδοχών οδηγούσε στο ανεπιεικές αποτέλεσμα ακόμα και εργοδότες που εν γνώσει τους παραβίαζαν τα προβλεπόμένα μέτρα προστασίας και ασφάλειας των εργαζομένων στους χώρους εργασίας, με αποτέλεσμα να εκθέτουν στον κίνδυνο εργατικού ατυχήματος τους εργαζομένους τους, να έχουν την δυνατότητα να μετακυλύουν στον ασφαλιστικό οργανισμό της ευθύνη της παράνομης και αντικοινωνικής τους συμπεριφοράς, που στάθηκε η αιτία της πρόκλησης του εργατικού ατυχήματος, γεγονός που ασφαλώς και δεν συνάδει με τον σκοπό της ασφαλιστικής κάλυψης του εργατικού ατυχήματος, καθώς η καταβολή εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζει στον εργοδότη  την δυνατότητα να μην τηρεί και να παραβιάζει την κείμενη νομοθεσία για την προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων στην επιχείρηση του, αλλά αντίθετα, τον εξασφαλίζει για την περίπτωση, που παρά την εκ μέρους του τήρηση των όρων και κανονισμών ασφαλείας επέρχεται το ατυχές και βίαιο γεγονός του εργατικού ατυχήματος .
Επιπρόσθετα επισημαίνεται ότι, αυτή η ερμηνευτική εκδοχή της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 34 του Α.Ν. 1846/1951, που ουσιαστικά οδηγεί εμμέσως στην απαλλαγή και στον αποκλεισμό της ευθύνης του εργοδότη, ο οποίος παραβιάζει συστηματικά και συνειδητά τις διατάξεις, για την ασφάλεια στην εργασία, θα αποστερούσε στον εργαζόμενο, κατά παράβαση και της διάταξης του άρθρου 20 του Συντάγματος, και την δυνατότητα της δικαστικής προστασίας, για την αποκατάσταση της σοβαρής ζημίας, που θα έχει υποστεί από το εργατικό ατύχημα, καθώς δεν θα μπορεί να αξιώσει την διαφορά της αποζημίωσης, που δικαιούται κατά τις κοινές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, περί αδικοπραξίας σε βάρος του εργοδότη του, καίτοι ο τελευταίος θα έχει παραβιάσει σχεδόν αυταπόδεικτα κάθε διάταξη για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων στους χώρους της εργασίας.
Κατόπιν αυτών και προς άρση όλων των ερμηνευτικών δυσχερειών και διχογνωμιών, που είχε μέχρι σήμερα προκαλέσει η εφαρμογή της σχετικής διάταξης, με την διάταξη του άρθρου 212 του Ν.4512/2018 αποσαφηνίζεται ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 34 του Α.Ν.1846/1951 – που απηχεί και την αληθή βούληση του νομοθέτη -, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει στο μεν ασφαλιστικό φορέα, ό,τι αυτός κατέβαλε στον παθόντα από εργατικό ατύχημα, στον δε παθόντα εργαζόμενο τη διαφορά ανάμεσα στις παροχές αυτές και την πλήρη αποζημίωση, που δικαιούται κατά τις κοινές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, εφόσον βεβαιώνεται δικαστικά ότι, το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη, είτε ως προς αυτό καθ’ εαυτό το αποτέλεσμα του, είτε όμως και ως προς την παράβαση της σχετικής νομοθεσίας για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων στους χώρους εργασίας.