tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

«Κόκκινα» δάνεια. Σχεδόν 4 στα 5 δεν εξυπηρετούνται στην Εστίαση

Τα «κόκκινα» δάνεια διαβρώνουν ολόκληρους κλάδους της οικονομίας. Μια ακτινογραφία

-Αναλυτικά η ακτινογραφία των κόκκινων δανείων

 

Τα «κόκκινα» δάνεια διαβρώνουν ολόκληρους κλάδους της οικονομίας. Μια ακτινογραφία τους παρουσιάζουμε από την ομιλία του υποδιοικητή της τράπεζας της Ελλάδος κ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΗΤΡΑΚΟΥ στο συνέδριο  “Athens Real Estate Conference”  που πραγματοποιήθηκε στις 20 και 21 Οκτωβρίου 2016.

 

 

Εισαγωγή

Είναι πλέον σε όλους μας σαφές ότι η αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αποτελεί αναμφισβήτητα τη σημαντικότερη πρόκληση που καλείται σήμερα να αντιμετωπίσει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.

Μια απλή αναφορά καθιστά φανερό το μέγεθος του προβλήματος.

Τον Ιούνιο του 2016, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στην Ελλάδα ανήλθε σε 45,1% (από 4,5% το 2007), περίπου οκταπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (5,7% το Μάρτιο του 2016).

Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες (67,2%), στα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (59,9%) και στα καταναλωτικά δάνεια (55,3%).
Στα στεγαστικά δάνεια ανέρχεται στο 44,7% (κοντά στο μέσο όρο), ενώ χαμηλότερο ποσοστό παρατηρείται στα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (29,1%).

Όσον αφορά στους επιμέρους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων παρατηρείται
στην εστίαση (79,5%),
στην κλωστοϋφαντουργεία (75,9%),
στον κλάδο ξυλείας, χάρτου και επίπλων (71,7%)
αλλά και στη γεωργία (62,7%).
Αντίθετα, πολύ μικρό ποσοστό παρατηρείται στον κλάδο ενέργειας και πετρελαιοειδών (4,5%)
και σχετικά μικρό στις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (27,5%).

Είναι προφανές ότι η διαμόρφωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε ένα τόσο υψηλό επίπεδο αποτελεί τροχοπέδη τόσο στη λειτουργία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος όσο και στην επιχειρηματική δραστηριότητα γενικότερα. Μειώνει τα έσοδα των τραπεζών και επιτείνει την ανάγκη σχηματισμού προβλέψεων αυξάνοντας το κόστος δανεισμού, ενώ περιορίζει τη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στερώντας πολύτιμους πόρους από τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος, σε σταθερή συνεργασία με τα αρμόδια υπουργεία, έχει αναλάβει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και έχει συμβάλλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση και εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Προτού επεκταθώ στους βασικούς άξονες των πρωτοβουλιών αυτών, επιτρέψτε μου να σας παραθέσω μια σύντομη αναφορά για την εικόνα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στον κατασκευαστικό κλάδο και τις εταιρίες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, δύο κλάδους που απορροφούν περίπου το 16% της συνολικής τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις.

Η εικόνα των κλάδων κατασκευών και διαχείρισης ακίνητης περιουσίας

Σύμφωνα με στοιχεία Ιουνίου 2016, από ανοίγματα (δηλαδή δάνεια, εγγυητικές επιστολές κ.λπ.) ύψους 23,5 δισεκ. ευρώ που έχουν χορηγηθεί προς επιχειρήσεις των δύο προαναφερθέντων κλάδων, περισσότερα από τα μισά (12,9 δισεκ. ευρώ, 54,9%) καταγράφονται ως μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Τα 2/3 από αυτά αφορούν δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών και καταγγελμένα δάνεια, ενώ το υπόλοιπο 1/3 αν και προς το παρόν εξυπηρετείται κανονικά κρίνεται ότι είναι αβέβαιης είσπραξης (δηλ. υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσει πρόβλημα στο μέλλον). Οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις του κλάδου έχουν ήδη συνομολογήσει ρυθμίσεις για δάνεια ύψους 4,5 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό εμφανίζει εκ νέου πρόβλημα. Συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι η ποιότητα του χαρτοφυλακίου των κλάδων κατασκευών και διαχείρισης ακίνητης περιουσίας εμφανίζεται χειρότερη σε σύγκριση με το μέσο όρο των επιχειρηματικών δανείων (ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων 44,7%). Σημειώνεται πάντως ότι για τους εν λόγω κλάδους οι τράπεζες έχουν σχηματίσει συσσωρευμένες προβλέψεις ύψους 6,4 δισεκ. ευρώ.

Η χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων στους δύο αυτούς κλάδους έχει σαφέστατα επηρεαστεί αρνητικά από τη μεγάλη μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας, αλλά και των εμπορικών αξιών και των μισθωμάτων τόσο των οικιστικών όσο και των επαγγελματικών ακινήτων. Ειδικότερα, οι επενδύσεις σε κατοικίες αντιπροσωπεύουν πλέον μόλις το 0,7% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), από 9,9% το 2007, συμπαρασύροντας σε χαμηλότερο επίπεδο και το σύνολο των επενδύσεων σε κατασκευές (β΄ τρίμηνο 2016: 4,7% του ΑΕΠ, 2007: 13,4% του ΑΕΠ).

Όσον αφορά τις τιμές των διαμερισμάτων, με βάση τα στοιχεία που συλλέγει η Τράπεζα της Ελλάδος από τα πιστωτικά ιδρύματα, παρατηρήθηκε επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης των τιμών κατά τη διάρκεια του 2016. Το δεύτερο τρίμηνο του 2016 μειώθηκαν κατά 2,7% σε ετήσια βάση (από μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης 5% το 2015). Σωρευτικά, οι τιμές των διαμερισμάτων, σε ονομαστικούς όρους, μειώθηκαν κατά 41,4% από το 2008 έως το β΄ τρίμηνο του 2016 (-45,5% σε πραγματικούς όρους).

Στον κλάδο των επαγγελματικών ακινήτων, με βάση τα στοιχεία που συλλέγει η Τράπεζα της Ελλάδος από τις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας και τα πιστωτικά ιδρύματα, το 2015 οι αγοραίες αξίες των γραφειακών χώρων υψηλών προδιαγραφών παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες, ενώ οι αντίστοιχες τιμές καταστημάτων παρουσίασαν μείωση περίπου 3,5% για το σύνολο της χώρας. Σωρευτικά από το 2010 έως το τέλος του 2015 που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, οι ονομαστικές αξίες των γραφειακών χώρων και των καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών για το σύνολο της χώρας υποχώρησαν περίπου κατά 30%. Όσον αφορά τις προσόδους από επαγγελματικά ακίνητα, τα μισθώματα γραφείων εμφάνισαν τάσεις σταθεροποίησης εντός του 2015, ενώ τα μισθώματα των καταστημάτων παρουσίασαν μείωση 6,3% για το σύνολο της χώρας. Σωρευτικά η μείωση των μισθωμάτων γραφείων και καταστημάτων από το 2010 ανέρχεται περίπου σε 30% και 35% αντίστοιχα.

Τα ανωτέρω μεγέθη έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον τραπεζικό τομέα, αφού η μείωση των τιμών των ακινήτων μειώνει και την αξία των εξασφαλίσεων των δανείων και φυσικά επηρεάζει αρνητικά την πιστωτική συμπεριφορά των δανειοληπτών και τις πιθανές ανακτήσεις από τη ρευστοποίηση των εμπράγματων ασφαλειών. Πόσο μάλλον όταν τα οικιστικά και εμπορικά ακίνητα αποτελούν το 82% των εξασφαλίσεων που έχουν οι τράπεζες για τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά (χωρίς να συνυπολογίζονται στις εξασφαλίσεις οι προσωπικές και εταιρικές εγγυήσεις).

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχουν κάποιες επιχειρήσεις στους κλάδους κατασκευών και διαχείρισης ακίνητης περιουσίας που, ενώ τα οικονομικά τους μεγέθη δείχνουν ότι θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, επιλέγουν να καθυστερούν στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους έναντι των τραπεζών (οι αποκαλούμενοι «στρατηγικοί κακοπληρωτές»). Μάλιστα, στους εν λόγω κλάδους φαίνεται ότι το ποσοστό των «στρατηγικών κακοπληρωτών» είναι ελαφρώς υψηλότερο συγκριτικά με άλλους κλάδους της οικονομίας. Ενδεικτικά, από την εξέταση ενός δείγματος περίπου 2.500 επιχειρήσεων των προαναφερθέντων κλάδων, με δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ τα οποία εμφανίζουν καθυστέρηση, φαίνεται ότι μία στις πέντε επιχειρήσεις εμφανίζει χαρακτηριστικά «στρατηγικού κακοπληρωτή» (έναντι μιας στις έξι για το σύνολο των κλάδων της οικονομίας).

Ας περάσουμε τώρα στις πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί για την αντιμετώπιση του μείζονος αυτού προβλήματος της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Πρωτοβουλίες της Τράπεζας της Ελλάδος και της Πολιτείας

Η εθνική στρατηγική για την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στηρίζεται γενικά σε τρεις άξονες:

• Πρώτον, την ενίσχυση της εποπτείας των τραπεζών σε θέματα διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων.

• Δεύτερον, τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος.

• Τρίτον, τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση και πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Α. Ενίσχυση της εποπτείας των τραπεζών

Η Τράπεζα της Ελλάδος διέγνωσε εγκαίρως τη σημασία της αποτελεσματικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων για τη θωράκιση του τραπεζικού κλάδου και την προστασία του παραγωγικού ιστού της οικονομίας και των δανειοληπτών.

Ως πρώτο βήμα, με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 42/2014 για τις εποπτικές απαιτήσεις σχετικά με τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, οι τράπεζες υποχρεώθηκαν:

• να συγκροτήσουν οργανωτικά ανεξάρτητη μονάδα διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων,

• να κατηγοριοποιήσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιό τους με βάση σαφή κριτήρια και χαρακτηριστικά και να διαμορφώσουν διακριτή και καταγεγραμμένη στρατηγική διαχείρισής τους,

• να αναπτύξουν τύπους ρύθμισης για κάθε κατηγορία μη εξυπηρετούμενων δανείων και να προβούν στην καλύτερη αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης των δανειοληπτών,

• να μεριμνήσουν ώστε η υλοποίηση της διαχείρισης να υποστηρίζεται από τα κατάλληλα μηχανογραφικά συστήματα, διαδικασίες και συστήματα διοικητικής πληροφόρησης,

• να παρέχουν αυξημένη πληροφόρηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος όσον αφορά τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (συνολικά, αλλά και ανά κατηγορία και κλάδο), συμπεριλαμβανομένων του τύπου των συναπτόμενων ρυθμίσεων και διευθετήσεων καθώς και των ενεργειών διαχείρισης των καταγγελμένων απαιτήσεων.

Κατόπιν, η Τράπεζα της Ελλάδος με τον Κώδικα Δεοντολογίας για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θέσπισε τις γενικές αρχές συμπεριφοράς και υιοθέτησε βέλτιστες πρακτικές, οι οποίες πρέπει να διέπουν τις σχέσεις των τραπεζών με τους δανειολήπτες που εμφανίζουν δυσκολίες στην αποπληρωμή των δανείων τους. Ο Κώδικας Δεοντολογίας περιγράφει τα βήματα, τις προθεσμίες και το ελάχιστο περιεχόμενο της πληροφόρησης που αμοιβαία οφείλουν να παρέχουν οι τράπεζες και οι δανειολήπτες, ώστε να αξιολογούνται σωστά οι κίνδυνοι και η ικανότητα αποπληρωμής κάθε πιστούχου, είτε πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, είτε για επαγγελματία ή επιχείρηση. Συμβάλλει έτσι καθοριστικά στην εξεύρεση αμοιβαίως αποδεκτών βιώσιμων λύσεων ρύθμισης για όλες τις κατηγορίες δανειοληπτών, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη αναθεώρησή του. Η εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας εντατικοποιήθηκε από το Σεπτέμβριο του 2015 και παρακολουθείται σε τακτική βάση από την Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ φαίνεται ότι έχει ήδη θετική επίδραση στην άμβλυνση του προβλήματος.

Επιπροσθέτως, η Τράπεζα της Ελλάδος εκπόνησε το φθινόπωρο του 2015, με τη βοήθεια εξωτερικού συμβούλου, μελέτη για την κατηγοριοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την αξιολόγηση των εργαλειοθήκης των τραπεζών για την αντιμετώπισή τους. Τα ευρήματα της μελέτης αυτής κοινοποιήθηκαν στα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία κλήθηκαν να τα ενσωματώσουν στη στρατηγική και στα επιχειρησιακά τους σχέδια για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

Θετική συνεισφορά στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων εκτιμάται ότι θα έχει και η υποχρέωση των τραπεζών να επιτυγχάνουν συγκεκριμένους λειτουργικούς στόχους ως προς τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους (π.χ. στόχος για τη μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, για την προώθηση μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων κ.λπ.). Οι λειτουργικοί αυτοί στόχοι συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2016 μετά από διαβούλευση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες και αφορούν την περίοδο από το γ’ τρίμηνο του 2016 έως το 2019. Ενδεικτικά επισημαίνεται ότι οι συστημικές τράπεζες δεσμεύθηκαν για μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά περίπου 40% (ή περίπου 40 δισεκ. ευρώ) μέχρι το τέλος του 2019. Η μείωση αυτή θα επιτευχθεί με τη στροφή σε μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις και οριστικές διευθετήσεις, επιλεκτικές διαγραφές δανείων, ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και, προϊόντος του χρόνου, πωλήσεις δανείων. Οι στόχοι είναι φιλόδοξοι, αλλά ρεαλιστικοί, με μεγάλο μέρος της προσαρμογής να επιτυγχάνεται το 2018 και το 2019.

Παράλληλα, συμφωνήθηκαν λειτουργικοί στόχοι για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και με τις λοιπές εμπορικές και συνεταιριστικές τράπεζες. Εφεξής, οι τράπεζες θα υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος αναφορά ανά τρίμηνο, αντιπαραβάλλοντας τις επιδόσεις τους έναντι των στόχων.

Τέλος, η Τράπεζα της Ελλάδος διενήργησε καθ’ όλη αυτή την περίοδο, και προγραμματίζει και για το 2017, σειρά επιτόπιων ελέγχων για την παρακολούθηση της ορθής εφαρμογής του εποπτικού πλαισίου από τις τράπεζες.

Β. Βελτίωση του θεσμικού πλαισίου

Η Πολιτεία σχεδίασε τον Αύγουστο του 2015 μια εθνική στρατηγική για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με στόχο την άμβλυνση των εμποδίων που είχαν εντοπιστεί στο θεσμικό πλαίσιο. Η εφαρμογή της στρατηγικής αυτής έχει προχωρήσει με σειρά νομοθετημάτων σχετικά με:

• Τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Ν. 4335/2015) με γνώμονα την επιτάχυνση των διαδικασιών ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων), καθώς και την απλοποίηση και επιτάχυνση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Επίσης, καθορίστηκε νομοθετικά η σειρά κατάταξης των πιστωτών κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος. Οι εμπράγματες εξασφαλίσεις ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα έως τα 2/3 του συνολικού πλειστηριάσματος. Στη συνέχεια ικανοποιούνται οι απαιτήσεις με γενικό προνόμιο (π.χ. μισθοί, δικηγορικές αμοιβές, Φόρος Προστιθέμενης Αξίας, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ.) και τέλος οι λοιπές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις.

• Βελτίωση του πλαισίου για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων νοικοκυριών (Ν. 4336/2015, τροποποίηση του Ν. 3869/2010) για την αντιμετώπιση του φαινομένου των «στρατηγικών κακοπληρωτών» και την αποτελεσματική προστασία των ευάλωτων δανειοληπτών. Θεσπίστηκαν κριτήρια για την προστασία της πρώτης κατοικίας: α) ο δανειολήπτης οφείλει να είναι συνεργάσιμος κατά την έννοια του Κώδικα Δεοντολογίας, β) εισοδηματικά κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, γ) περιουσιακά κριτήρια με βάση την αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας και δ) για κάποιες κατηγορίες δανειοληπτών, η παρούσα αξία του σχεδίου αποπληρωμής σε σχέση με την αξία ρευστοποίησης του ακινήτου.

• Τροποποίηση του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 4336/2015, τροποποίηση του Ν. 3588/2007) με απλοποίηση της διαδικασίας εξυγίανσης και ειδικής εκκαθάρισης των επιχειρήσεων και θέσπιση του επαγγέλματος του διαχειριστή αφερεγγυότητας.

• Πρόσληψη και επιμόρφωση ειρηνοδικών με ταυτόχρονη αύξηση του αριθμού των συνεδριάσεων, ώστε να μειωθεί ο χρόνος αναμονής μέχρι την εκδίκαση των υποθέσεων του Ν. 3869/2010. Ευρύτερα, λαμβάνεται μέριμνα για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.

Γ. Δημιουργία δευτερογενούς αγοράς διαχείρισης και απόκτησης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων

Με βάση τη διεθνή εμπειρία, η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση και απόκτηση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων επιταχύνει την αντιμετώπιση του προβλήματος με την αξιοποίηση εξειδικευμένης τεχνογνωσίας και ανθρώπινων πόρων, καθώς και την προσέλκυση χρηματοδοτικών πόρων για την εξυγίανση βιώσιμων επιχειρήσεων. Ειδικά στην Ελλάδα, το μέγεθος του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε συνδυασμό με τη στενότητα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες, καθιστούσε επιτακτικά αναγκαία τη διαμόρφωση του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για τη σταδιακή και εύρυθμη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς.

Με τους Ν. 4354/2015 και Ν. 4393/2016 δόθηκε στα πιστωτικά ιδρύματα η δυνατότητα ανάθεσης της διαχείρισης ή μεταβίβασης εξυπηρετούμενων (υπό προϋποθέσεις) και μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε εταιρίες διαχείρισης και εταιρίες απόκτησης αντίστοιχα απαιτήσεων. Το περιεχόμενο της διαχείρισης μπορεί να συνίσταται στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, στην είσπραξη, στη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες και στη σύναψη συμβάσεων ρύθμισης και οριστικής διευθέτησης των οφειλών, καθώς και σε κάθε άλλη πράξη διαχείρισης. Επίσης, οι εταιρίες διαχείρισης νομιμοποιούνται να ασκούν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των απαιτήσεων. Ωστόσο, εξαιρέθηκε η μεταβίβαση δανείων με προσημείωση επί πρώτης κατοικίας αντικειμενικής αξίας μικρότερης των 140 χιλιάδων ευρώ μέχρι το τέλος του 2017.

Κατ’ εφαρμογή των παραπάνω νόμων, η Τράπεζα της Ελλάδος θέσπισε με τις Πράξεις Εκτελεστικής Επιτροπής 82/2016 και 95/2016 το ρυθμιστικό πλαίσιο αδειοδότησης και εποπτείας των εταιριών διαχείρισης και απόκτησης απαιτήσεων. Εξειδικευμένες εταιρίες έχουν ήδη εκδηλώσει ενδιαφέρον για την απόκτηση άδειας διαχείρισης δανείων. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις η επεξεργασία των αιτήσεων βρίσκεται σε ώριμο στάδιο αξιολόγησης και εκτιμάται ότι σύντομα να δοθούν οι πρώτες άδειες. Υπενθυμίζεται ότι οι εν λόγω εταιρίες οφείλουν να συμμορφώνονται με τον Κώδικα Δεοντολογίας και τις διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή.

Επόμενα βήματα

Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί, με βάση τη μέχρι τώρα υλοποίηση του προαναφερόμενου σχεδιασμού και την ανταπόκριση των τραπεζών στις εποπτικές απαιτήσεις και στο μέγεθος του προβλήματος, αντανακλάται στη σταθεροποίηση του ποσοστού μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων το πρώτο εξάμηνο του 2016. Απαιτούνται ωστόσο και άλλα βήματα τόσο από τις τράπεζες όσο και από την Πολιτεία.

Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες πρέπει:

• να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν έμπρακτα επενδύσεις σε νέες καινοτόμες δραστηριότητες και στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας με εξαγωγικό προσανατολισμό, συμβάλλοντας στην αλλαγή του παραγωγικού προτύπου,

• να δώσουν έμφαση σε ρυθμίσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, καθώς η μέχρι πρόσφατα ακολουθούμενη πρακτική παροχής βραχυπρόθεσμων ρυθμίσεων παρατείνει μόνο το πρόβλημα δεσμεύοντας πολύτιμους παραγωγικούς πόρους,

• να προβούν σε συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων, συνθήκη αναγκαία για την εξεύρεση βιώσιμων λύσεων και την ταχεία εφαρμογή τους,

• να συνεισφέρουν τεχνογνωσία στην αναδιάρθρωση βιώσιμων επιχειρήσεων, με αλλαγές στη δομή, στον επιχειρηματικό σχεδιασμό και, όπου είναι αναγκαίο, στη διοίκηση των επιχειρήσεων,

• να ενισχύσουν τις διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου τους, ώστε να διασφαλίζουν την ίση μεταχείριση και τη διαφάνεια στην αντιμετώπιση των δανειοληπτών.

Από την πλευρά της η Πολιτεία πρέπει να επιταχύνει την υλοποίηση πρόσθετων δράσεων για να διασφαλιστεί ότι θα αρθούν και τα τελευταία μικρά θεσμικά και διοικητικά εμπόδια. Ειδικότερα, απαιτούνται:

• Αναμόρφωση του πλαισίου εξωδικαστικού διακανονισμού χρέους, ώστε να υπάρξουν δυνατότητες ταχείας, αποτελεσματικής και διαφανούς ρύθμισης χρεών προς ιδιωτικούς φορείς (τράπεζες και προμηθευτές) και φορείς του Ελληνικού Δημοσίου (π.χ. φορολογικές αρχές, ασφαλιστικά ταμεία),

• Βελτίωση των υποδομών και της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας του δικαστικού συστήματος και ενίσχυση των ανθρώπινων πόρων του,

• Παροχή χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης και συμβουλευτικής υποστήριξης σε (υπερχρεωμένα) νοικοκυριά και ελεύθερους επαγγελματίες,

• Επίλυση χρόνιων ζητημάτων που σχετίζονται με τη φορολογική μεταχείριση διαγραφών και σχηματισμού προβλέψεων για τους δανειστές,

• Εισαγωγή διατάξεων που θα διασφαλίζουν τη συνεργασία των μετόχων στις προσπάθειες των τραπεζών για εξυγίανση επιχειρήσεων και θα παρέχουν νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και των εκπροσώπων του Δημοσίου όταν προβαίνουν σε διαγραφή οφειλών με καλή πίστη και στόχο την προστασία των συμφερόντων των πιστωτών και του Δημοσίου.

• Επιτάχυνση στην έκδοση των αναγκαίων κανονιστικών πράξεων και στη δημιουργία των διοικητικών υποδομών που επιτρέπουν την απρόσκοπτη εφαρμογή των ήδη νομοθετημένων μεταρρυθμίσεων.

Χρηματοδότηση επιχειρήσεων και ανάπτυξη

Η αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα αποφέρει πολλαπλά οφέλη για τις τράπεζες, τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία ολόκληρη. Θα απελευθερώσει πολύτιμους πόρους που θα κατευθυνθούν στην πραγματική οικονομία, ενισχύοντας τις επενδύσεις και την απασχόληση. Στην προσπάθεια αυτή, οφείλουμε να αναζητήσουμε τη χρυσή τομή ανάμεσα στην οικονομική αποτελεσματικότητα και την προστασία του παραγωγικού ιστού της χώρας και φυσικά των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Ιδίως δε τώρα όπου, παρά τα προβλήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν, με κυρίαρχο αυτό της φορολογίας, βρισκόμαστε μπροστά σε μία θετική και αισιόδοξη καμπή. Η οικονομική δραστηριότητα δείχνει σημάδια σταθεροποίησης και οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στην άμεση επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, εξέλιξη στην οποία θα λειτουργήσουν ως καταλύτες τα ακόλουθα ορόσημα:

• Η ταχεία ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία θα καταδείξει την προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις και στην εφαρμογή του προγράμματος.

• Η μακροχρόνια βιώσιμη ρύθμιση του δημόσιου χρέους, η οποία θα περιορίσει την αβεβαιότητα για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.

• Η συμμετοχή των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης τόσο του Δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα.

Θέλω να πιστεύω ότι και τα τρία αυτά ορόσημα θα επιτευχθούν το συντομότερο δυνατόν ώστε να τεθούν οι βάσεις για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας με τη σταδιακή έξοδό της στις αγορές.
 

 

 

ΣΒ