tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Oι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα

- Φοροκεντρικός και με υφεσιακές τάσεις ο προϋπολογισμός του 2017

 – Φοροκεντρικός και με υφεσιακές τάσεις ο προϋπολογισμός του 2017

 

Τμήμα της έκθεσης του Γραφείου του προϋπολογισμού της Βουλής.

Ο Προϋπολογισμός του 2017 εντείνει την ύφεση;

Ο Προϋπολογισμός του 2017, όπως αποτυπώνεται στην Εισηγητική Έκθεση, έχει βραχυπρόθεσμα υφεσιακή επίπτωση σύμφωνα πάντοτε με τη συμβατική ανάλυση:

Μειώνει τις δαπάνες και επιζητεί να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα. Μειώσεις δαπανών και αυξήσεις φόρων αναπόφευκτα λειτουργούν υφεσιακά Η δημόσια κριτική έχει επισημάνει ότι το νέο Μνημόνιο επιβάλλει παράταση της λιτότητας και αυτό υποκρύπτει η στόχευση για πρωτογενή πλεονάσματα.

Το ζήτημα της λιτότητας γίνεται γενικά επίκαιρο όχι μόνον σε συνθήκες ύφεσης, όπως στην Ελλάδα, αλλά και λόγω της ασθενικής μεγέθυνσης στην Ευρωζώνη και των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η Ιταλία.

Ειδικά, η δημοσιονομική πολιτική στην Ελλάδα και αλλού θα έπρεπε, θεωρητικά, να αναλάβει ενεργότερο ρόλο στην αντιμετώπιση της ύφεσης και των κινδύνων δυνητικής στασιμότητας. Σύμφωνα με αυτή τη σχολή οικονομικής σκέψης, η δημοσιονομική πολιτική οφείλει να είναι αντικυκλική. Και όμως, στην Ελλάδα, παραμένει προκυκλική καθώς αυξάνoνται οι φορολογικοί συντελεστές και συγκρατούνται οι δαπάνες του κράτους. Αυτό φυσικά οφείλεται μεν στην κληρονομιά του παρελθόντος (χρέη κλπ) αλλά και στους μη ρεαλιστικούς στόχους του Μνημονίου για συνεχή αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων ως το 2018 και μετά. Επομένως, τους επόμενους μήνες θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική «διευθέτηση» του χρέους. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτό και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ!

Μια ειδικότερη πτυχή σε σχέση με τις υφεσιακές επιπτώσεις του Προϋπολογισμού του 2017 είναι το «μείγμα οικονομικής πολιτικής» – η σχέση κρατικών δαπανών και φόρων.

Ο Προϋπολογισμός του 2017, όπως αποτυπώνεται στην Εισηγητική Έκθεση, χαρακτηρίζεται από φοροκεντρική λιτότητα που προβλέπεται να δημιουργήσει ένα πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ σύμφωνα με τη μεθοδολογία Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης. Συγκεκριμένα, προβλέπεται για το 2017 οριακή μείωση δαπανών κατά € 153,4 εκατ. και εκτεταμένη αύξηση εσόδων κατά € 2,447 δισ.. 

Όπως έχει επισημάνει το ΓΠΚΒ κατά το παρελθόν, η συντριπτική υπεροχή της στάθμισης των παρεμβάσεων στα έσοδα σε σχέση με τις συνολικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις, δημιουργεί ένα ασφυκτικό περιβάλλον στην υπό ανάκαμψη οικονομία, επιτείνοντας την ύφεση ή περιορίζοντας τις προοπτικές ανάκαμψής της.

Το σημαντικότερο είναι ότι οι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα (από την πλευρά της προσφοράς) και επομένως θολώνουν τις προοπτικές ανάκαμψης. Όμως, «αντισταθμιστικές ενέργειες», κυρίως της κυβέρνησης, είναι δυνατόν να περιορίσουν σημαντικά τις υφεσιακές επιπτώσεις της φοροκεντρικής πολιτικής προσαρμογής.

Οι «ενέργειες» αυτές, σε συνδυασμό μάλιστα με ένα φιλικό προς την ανάπτυξη (και κοινωνικά δίκαιο) σχέδιο περικοπής πρωτογενών δαπανών, μπορεί να οδηγήσουν σε «επεκτατική δημοσιονομική προσαρμογή» (expansionary fiscal consolidation). Αντισταθμιστικό αποτέλεσμα θα έχουν και οι προβλέψεις για πληρωμές ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων.
 

Ο Προϋπολογισμός του 2017 είναι φοροκεντρικός
 

Με βάση την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού του 2017 συνεχίζεται η προκυκλική οικονομική πολιτική (αυξήσεις φόρων και μειώσεις δαπανών σε περιβάλλον ύφεσης) που ακολουθήθηκε όλα τα χρόνια της κρίσης δυσχεραίνοντας έτσι τις προοπτικές επίτευξης θετικών ρυθμών ανάπτυξης. O Προϋπολογισμός του 2017 περιλαμβάνει νέες παρεμβάσεις για το 2017 τόσο στο σκέλος των δαπανών (μειώσεις) όσο και των εσόδων (αυξήσεις) συνολικού ύψους € 2,6 δισ. (€ 4,011 δισ. σωρευτικά στη διετία 2016-2017). Μόλις το 5,9% των νέων παρεμβάσεων για το 2017 αφορά εξοικονομήσεις δαπανών (€ 153,4 εκατ.) ενώ το 94,1% αφορά αυξήσεις εσόδων (€ 2,447 δισ.).Οι αναλογίες αυτές κάνουν εμφανή τον φοροκεντρικό χαρακτήρα του Προϋπολογισμού του 2017.

Βέβαια εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι από το 2009 μέχρι και το 2016 οι πρωτογενείς δαπάνες έχουν μειωθεί κατά € 32 δισ., καθιστώντας την ελληνική οικονομία πρωταθλήτρια με μεγάλη διαφορά στην Ε.Ε στη μείωση πρωτογενών δαπανών τόσο σε απόλυτο όσο και σε ποσοστιαίο ύψος, ενώ τα έσοδα έχουν παραμείνει περίπου σταθερά (από € 92,5 δισ. το 2009 σε € 85,9 δισ. το 2016), σύμφωνα με τα στοιχεία της AMECO. Πρόκειται για ένα αποτέλεσμα που δείχνει ότι η πορεία προσαρμογής εξαρτήθηκε κυρίως από τη μείωση των δαπανών, την “κλασική” συνταγή λιτότητας.

Οι θεσμικές μεταβολές που έχουν γίνει στην ελληνική οικονομία οδηγούν τις δαπάνες να κυμαίνονται γύρω από τα € 84 δισ. από το 2014, εξαιρουμένου του 2015 και των έκτακτων δαπανών αυτού του έτους, με πτωτικές τάσεις για το μέλλον. Πρόκειται για γεγονός το οποίο οδηγεί την ελληνική οικονομία, άμεσα με την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε σημαντική πτώση των πρωτογενών δαπανών ως προς το ΑΕΠ κάτω από το αντίστοιχο μέσο όρο της Ε.Ε και των κρατών-μελών της Ζώνης του Ευρώ, ήδη από το 2018 όπως εκτιμάται στην βάση δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (AMECO).

Αυτό είναι προφανώς αποτέλεσμα του νέου θεσμικού πλαισίου που έχει δημιουργηθεί και το οποίο μέσω της πρωτοφανούς μείωσης των δαπανών που έχει επιφέρει, θέτει σημαντικά ερωτήματα για τους μηχανισμούς αναπαραγωγής και ανάπτυξης της Ελληνικής κοινωνίας (Υγεία, Παιδεία, υποδομές).
 

Δείτε την πλήρη έκθεση του ΓΠΒ

ΣΒ