tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Ζητήματα σχετικά με την αναστολή και μετατροπή της ποινής φυλάκισης

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ζήτημα, που απασχολεί πολλούς πολίτες, που κατέστησαν κατηγορούμενοι, έστω και για διάπραξη πταισματικών παραβάσεων, αποτελεί η δυνατότητα που τους χορηγείται να ζητήσουν, είτε την μετατροπή σε χρήμα της επιβληθείσας ποινής κράτησης, ή φυλάκισης, είτε την αναστολή αυτής, καθώς και οι προϋποθέσεις, για την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα.
Με αμφότερα τα ζητήματα αυτά ασχολήθηκαν οι υπ. αριθμ. ΑΠ 59//2018 και ΑΠ 1544/2017 αποφάσεις του ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Αρείου πάγου), οι οποίες έκριναν επί αιτήσεων αναίρεσης απόφασης Πταισματοδικείου και Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, αντίστοιχα.    
Ειδικότερα:
Η υπ. αριθμ. ΑΠ 59/2019 απόφαση του Αρείου έκρινε επί αίτησης αναίρεση κατά απόφασης Πταισματοδικείου, με την οποία η κατηγορούμενη καταδικάστηκε σε ποινή κράτησης δέκα ημερών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική, χωρίς προηγουμένως να εξεταστεί η τυχόν συνδρομή των όρων για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής αυτής.
Σύμφωνα με τα όσα έκρινε το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, κατά την διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν.3904/2010, αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα, ή πλημμέλημα, σε ποινή περιοριστική της ελευθερίας, μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνο, ή με περισσότερες αποφάσεις, που οι ποινές τους δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικαστεί σε τέτοια ποινή, που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφαση του διατάσσει την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής, για ορισμένο χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτεροι από ένα έτος και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της στοιχεία ότι, η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82ΠΚ είναι απολύτως αναγκαία, για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.
Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, το Δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει την συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να αποφασίσει σχετικά και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος για το ζήτημα της αναστολής, αλλά και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν απορριπτική κρίση του, στην περίπτωση δε, που προχωρήσει στην μετατροπή της ποινής, χωρίς προηγουμένως να αποφασίσει για την αναστολή εκτέλεσης αυτής υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και υποπίπτει στην, ελεγχόμενη αναιρετικά, πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, από την οποία ιδρύεται ο προβλεπόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο της ουσίας (Πταισματοδικείο), αφού κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη και της επέβαλε ποινή κράτησης δέκα ημερών, για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 45 παρ. 4 εδ. β του Ν.2696/1999 (ΚΟΚ), μετέτρεψε αυτή σε χρηματική προς πέντε Ευρώ ημερησίως, χωρίς όμως προηγουμένως να εξετάσει την συνδρομή, ή μη, των προϋποθέσεων της αναστολής εκτέλεσης της εν λόγω ποινής .Έτσι όμως που έκρινε, δηλαδή με το να μην εξετάσει την συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, υπέπεσε στην ελεγχόμενη από την διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας και πρέπει κατά παραδοχή του σχετικού  λόγου της αίτησης αναίρεσης, αυτή να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση.
Με το όσα έκρινε η ως άνω απόφαση διευκρινίστηκε για ακόμα μία φορά αφενός μεν ότι, ο έλεγχος της συνδρομής των προϋποθέσεων για την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής γίνεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και χωρίς την ανάγκη για την υποβολή σχετικού αιτήματος από την πλευρά του κατηγορούμενου, αφετέρου δε ότι, η αναστολή εκτέλεσης χορηγείται και σε περιπτώσεις επιβολής ποινής κράτησης και όχι μόνο σε περιπτώσεις ποινής φυλάκισης, καθώς αμφότερες αυτές οι ποινές αποτελούν περιοριστικές της ελευθερίας ποινές, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 99 ΠΚ.  
Εξάλλου η υπ. αριθμ. 1544/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου αποσαφήνισε ζητήματα, σχετικά με την συγχώνευση και την μετατροπή ποινών στερητικών της ελευθερίας και ειδικότερα έκρινε τα εξής:
Με την διάταξη του άρθρου 551 παρ. 1 του ΚΠΔ ορίζεται ότι…..…αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ίδιου προσώπου, περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, για διαφορετικά εγκλήματα, που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του Ποινικού Κώδικα για την συρροή .Επίσης, με την διάταξη του άρθρου 551 παρ.3 εδ. α και β του ΚΠΔ ορίζεται ότι, για τον καθορισμό της συνολικής ποινής, λαμβάνεται  υπόψη η βαρύτερη από αυτές, σε περίπτωση δε ίσης διάρκειας αυτών λαμβάνεται υπόψη η νεότερη απόφαση. Αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αμετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή, για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση, η καθορισθείσα συνολική ποινή, εάν αυτή είναι βαρύτερη, από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις. ενώ τέλος με την διάταξη του άρθρου 551 παρ. 5 του ΚΠΔ ορίζεται ότι, το Δικαστήριο αποφαίνεται, αφού ακούσει τον καταδικασμένο, ή τον συνήγορο του, αν είναι παρόντες, καθώς και τον Εισαγγελέα, κατά δε της σχετικής απόφασης επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασμένο και  στον Εισαγγελέα.
Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του ΠΚ, κατά του υπαιτίου δύο ή περισσοτέρων εγκλημάτων, που πραγματώθηκαν με δύο, ή περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται μετά την επιμέτρηση τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από την βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές, επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μίας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές, δεν μπορεί να είναι κατώτερη από: α) τέσσερις  μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη, β) ένα έτος, αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη έως δέκα έτη, γ) δύο έτη, αν η ποινή είναι κάθειρξη ανώτερη από δέκα έτη. Οπωσδήποτε όμως, η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των άλλων συντρεχουσών ποινών, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι πέντε έτη, όταν πρόκειται για κάθειρξη, τα δέκα έτη, όταν πρόκειται για φυλάκιση και τους έξι μήνες, όταν πρόκειται για κράτηση. Τέλος, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 97ΠΚ ορίζεται ότι, οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1 ΠΚ και 97παρ. 1 ΠΚ εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί, ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή. 
Από τον συνδυασμό όλων αυτών των διατάξεων προκύπτουν τα εξής : 1) Ότι όταν πρόκειται να εκτελεστούν πολλές καταδικαστικές αποφάσεις κατά του ίδιου προσώπου, για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, επιβάλλεται υποχρεωτικά ο καθορισμός συνολικής ποινής, με προσμέτρηση των ποινών που συρρέουν, υπό την μορφή της νομικής και όχι της αθροιστικής σώρευσης, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 94 και 97 του ΠΚ, για την αποφυγή της υπέρμετρης εντάσεως της τιμωρίας του υπόπτου, με την άθροιση των ποινών που έχουν καταγνωσθεί για κάθε συρρέον έγκλημα και την τιμωρία του δράστη, με ποινή, που να ανταποκρίνεται σε όλα τα συρρέοντα εγκλήματα και στην εγκληματική διάθεση, που εκδήλωσε, 2) Ότι, οι ποινές που συρρέουν και προσμετρώνται στην συνολική κατά συγχώνευση ποινή, διατηρούν την αυτοτέλεια τους και μετά τον καθορισμό της συνολικής ποινής και δεν απορροφώνται από αυτήν, χωρίς όμως να είναι δεκτικές αυτοτελούς η κάθε μία εκτέλεσης, εκτελούμενες δια μέσου της συνολικής ποινής και με την εκτέλεση αυτής, 3) Ότι, οι συναντώμενες κατά την εκτέλεση στερητικές της ελευθερίας ποινές, κατά του αυτού προσώπου για διαφορετικά εγκλήματα, μέχρι να καθορισθεί για αυτές συνολική ποινή  εκτελούνται διαδοχικά και όχι δια συνεκτίσεως, η οποία δεν αναγνωρίζεται στην Ελληνική ποινική νομοθεσία, 4) Ότι, η αναίρεση της απόφασης, που καθορίζει κατά συγχώνευση συνολική ποινή μπορεί να γίνει για όλους τους προβλεπόμενους, στο άρθρο 510ΚΠΔ, λόγους.
Στην κρινόμενη υπόθεση το Μονομελές Πλημμελειοδικείο με την απόφαση του δέχτηκε τη σχετική αίτηση της καταδικασθείσας για τον καθορισμό συνολικής ποινής φυλάκισης από συρρέουσες ποινές φυλάκισης, που της είχαν επιβληθεί με τρεις καταδικαστικές αποφάσεις, για διαφορετικά εγκλήματα και προέβη στον καθορισμό συνολικής ποινής φυλάκισης τριάντα έξι μηνών.
Όμως, το δικάσαν Δικαστήριο, που επιλήφθηκε της αίτησης της καταδικασθείσας για τον καθορισμό συνολικής ποινής φυλάκισης εξάντλησε την δικαιοδοσία του, η οποία περιορίζονταν μόνο στον καθορισμό συνολικής ποινής και καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του προέβη επιπλέον και στην μετατροπή αυτής της συνολικής ποινής φυλάκισης και ακολούθως χορήγησε και προθεσμία καταβολής του προκύπτοντος από την εν λόγω μετατροπή ποσού, σε τριάντα έξι δόσεις (δοσοποίηση), αφού για την μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική και για την χορήγηση προθεσμίας καταβολής, του προκύπτοντος από την μετατροπή ποσού, σε δόσεις, είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφασίσει, μόνο το Δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση (άρθρο 82 παρ.1 ΠΚ, αλλά και το άρθρο 41 παρ. 3 του Ν. 4264/2014). Όμως, η πλημμέλεια αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία συνιστά και λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 511ΚΠΔ, δεν επιτρέπεται να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως και να αναιρέσει το παρόν Δικαστήριο την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που αυτή μετέτρεψε την συνολική ποινή, που καθόρισε και που χορήγησε τριετή προθεσμία καταβολής του προκύπτοντος από την εν λόγω μετατροπή, ποσού σε τριάντα έξι ισόποσες δόσεις, γιατί στην περίπτωση αυτή θα χειροτερεύσει η θέση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης.
Με την ως άνω απόφαση διευκρινίστηκε λοιπόν ότι, μόνο το εκδώσαν την καταδικαστική και στερητική της ελευθερίας απόφαση Δικαστήριο μπορεί να προβεί περαιτέρω, τόσο στην μετατροπή αυτής σε χρηματική, όσο και στην χορήγηση προθεσμίας καταβολής του προκύπτοντος από την μετατροπή ποσού, σε δόσεις (δοσοποίηση), ενώ αντίθετα, δεν μπορεί να το πράξει αυτό, το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται αίτησης του καταδικασθέντος, για τον καθορισμό συνολικής ποινής φυλάκισης (συγχώνευση ποινών), πλην αν αυτό είναι σε κάθε περίπτωση το ίδιο Δικαστήριο.