tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Αξιώσεις αφανούς εταίρου σε περίπτωση λύσης αφανούς εταιρείας

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


Από τα άρθρα 47-50 του ΕμπΝ προκύπτει ότι, συμμετοχική ή αφανής εταιρεία είναι εκείνη στην οποία ένας μόνο από τους συνεταίρους ενεργώντας κατ’ εξουσιοδότηση και των λοιπών, οι οποίοι παραμένουν έναντι των τρίτων αφανείς, ασκεί είτε εμπορία, είτε μία ή περισσότερες εμπορικές πράξεις στο όνομα του, χωρίς να εμφανίζεται προς τα έξω, ως διαχειριστής εταίρος και η οποία εταιρεία παραμένει επίσης έναντι των τρίτων αφανής .Η εταιρεία αυτή συνιστάται και ατύπως από μόνο το γεγονός της συμμετοχής, στερείται δε νομικής προσωπικότητας και αυτόνομης περιουσίας. Ο σχηματισμός της εταιρείας, η αναλογία κάθε εταίρου στα κέρδη και τις ζημίες και οι εν γένει συνθήκες της λειτουργίας της εξαρτώνται από τις συμφωνίες των εταίρων, ενώ σε περίπτωση ανυπαρξίας τέτοιων συμφωνιών, κατά το άρθρο 18 του ΕμπΝ έχουν ανάλογη εφαρμογή οι περί εταιρειών διατάξεις του ΑΚ (άρθρα 741 επ.), οι οποίες αφορούν εταιρείες, που όπως οι συμμετοχικές δεν έχουν νομική προσωπικότητα και με την προϋπόθεση βέβαια ότι, συμβιβάζονται με την φύση της αφανούς εταιρείας, η οποία όπως ήδη σημειώθηκε χαρακτηρίζεται κυρίως από την έναντι των τρίτων αφάνεια της ( βλεπ. ΑΠ 1324/2007 κ.α.).
Έτσι, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 758 παρ. 2 ΑΚ και 762ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361ΑΚ και 719ΑΚ, κάθε τι που αποκτά ο ¨διαχειριστής¨ εμφανής εταίρος από την λειτουργία της εταιρείας υποχρεούται να τα καταστήσει κοινό όλων των συνεταίρων, κατά το λόγο της εταιρικής τους μερίδας. Εκκαθάριση πάντως της εταιρείας αυτής, με τη έννοα που δίνει στον όρο το άρθρο 777ΑΚ δεν νοείται, σε όσες δε περιπτώσεις διενεργείται εκκαθάριση αποτελεί τρόπο διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των εταίρων, προκειμένου να   προπαρασκευαστεί η διανομή των κερδών. Ως κέρδος δε νοείται, κατά την έννοια του νόμου, το καθαρό προϊόν που απομένει μετά την αφαίρεση από τα ακαθάριστα έσοδα των εξόδων.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, μετά την λύση της εταιρείας δεν απαιτείται να επακολουθήσει στάδιο εκκαθάρισης, αφού δεν υπάρχει εταιρική περιουσία, εκτός αν συμφωνήθηκε το αντίθετο μεταξύ των συνεταίρων, ή αν το Δικαστήριο την κρίνει αναγκαία. Επομένως, εφόσον ο εμφανής εταίρος εμπορεύεται ατομικά έναντι των τρίτων είναι παραδεκτή η άσκηση αγωγής από την πλευρά του αφανούς εταίρου, προς απόδοση της ανήκουσας σε αυτόν μερίδας επί των εταιρικών κερδών, καθώς και της εισφοράς του. Σε περίπτωση που η εισφορά συνίσταται σε αντικαταστατά πράγματα, όπως είναι τα χρήματα, ο ¨διαχειριστής¨ εμφανής εταίρος  αποκτά μεν την κυριότητα αυτών, δεν καθίσταται όμως οφειλέτης του συνεταίρου, που εισέφερε τα χρήματα, όσο διαρκεί ο εταιρικός δεσμός. Αφότου όμως η εταιρεία λυθεί ο εταίρος που εισέφερε στην εταιρεία τα χρήματα έχει αντίστοιχη αξίωση κατά του ¨διαχειριστή¨ για την απόδοση αυτών, από το προϊόν της εκκαθάρισης των λογαριασμών που τυχόν θα απομείνει, με την προϋπόθεση ότι, αυτό παρέμεινε αναλλοίωτο στα χέρια του ¨διαχειριστή¨. Στην αντίθετη περίπτωση, αυτή δηλαδή που το χρηματικό ποσό της εισφοράς διατέθηκε για την αγορά περιουσιακών αντικειμένων, τα οποία τέθηκαν στην διαρκή χρήση της εταιρείας, τα περιουσιακά αυτά αντικείμενα αποτελούν πλέον στοιχεία προς διανομή του ενεργητικού της εταιρείας, κατά την λύση της. Τα στοιχεία αυτά, αν δεν υπάρχουν δαπάνες και χρέη με την έννοια του παθητικού και εφόσον δεν μεσολαβεί αναγκαίο στάδιο εκκαθάρισης, κατά την έννοια των άρθρων 777ΑΚ και 782ΑΚ, ως αντιστοιχούντα στην αξία της εταιρικής εισφοράς του συνεταίρου αποδίδονται σε αυτόν, είτε αυτούσια κατ’ αναλογία προς την εταιρική μερίδα συμμετοχής του, είτε με την καταβολή ανάλογου μέρους της αξίας τους, ή του τιμήματος που επιτεύχθηκε κατά περίπτωση, εφόσον υπάρχει αδυναμία αυτούσιας απόδοσης τους, διότι, είτε δεν σώζονται κατά την άσκηση της αγωγής, είτε εκποιήθηκαν και ρευστοποιήθηκε η αξία τους, είτε ο ¨διαχειριστής¨ εκδήλωσε  την πρόθεση να τα κρατήσει για λογαριασμό του.
Συνακόλουθα στην περίπτωση, που η χρηματική εισφορά διατέθηκε για την αγορά εξοπλισμού της εταιρείας και εφόσον δεν μεσολάβησε εκκαθάριση και δεν υπάρχει ούτε παθητικό, για την νομική θεμελίωση της αγωγής, με την οποία ζητείται η απόδοση της χρηματικής εισφοράς αυτούσιας, ή τη; αξίας των κινητών που αγοράστηκαν με αυτήν, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις και εκείνες των άρθρων 762ΑΚ -763ΑΚ, πρέπει να εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής ότι, είτε ο εξοπλισμός δεν σώζεται κατά την άσκηση της αγωγής, είτε ότι έχει ρευστοποιηθεί, είτε ότι ο εναγόμενος ¨διαχειριστής¨ εμφανής εταίρος έχει εκδηλώσει την πρόθεση να κρατήσει για λογαριασμό του τον εξοπλισμό (βλεπ. ΑΠ 362/2008, ΕφΠειρ 271/2011 κ.α.).
Όλα τα παραπάνω σημαντικά ζητήματα, απασχόλησαν την υπ. αριθμ. 15ΤΠ/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, η οποία έκρινε επί αγωγής αφανούς εταίρου, κατά του εμφανούς ¨διαχειριστή¨ εταίρου, αφανούς εταιρείας, μετά την λύση αυτής, με την οποία αυτός, αφού προγενέστερα είχε ασκήσει και άλλη αγωγή λογοδοσίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 473ΚΠολΔ κατά του εμφανούς εταίρου,  ζητούσε παράλληλα και την απόδοση της εταιρικής του εισφοράς.
Με βάση τα πραγματικά περιστατικά η ως άνω απόφαση απέρριψε την σχετική αγωγή, καθώς έκρινε αφενός ότι, κατά το μέρος, που η αγωγή στηρίζεται στην διάταξη του άρθρου 473ΚΠολΔ, για την καταβολή του καταλοίπου του λογαριασμού είναι μη νόμιμη, καθώς το σχετικό αίτημα θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο παρεπίμπτουσας αγωγής, είτε να έχει σωρευτεί εξ αρχής, με την ήδη ασκηθείσα αγωγή λογοδοσίας, καθώς από την γραμματική διατύπωση της ειδικής διάταξης του άρθρου 473ΚΠολΔ προκύπτει εξ αντιδιαστολής ότι, αποκλείεται η υποβολή του εν λόγω αιτήματος με κύρια αγωγή, ενόψει και του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν, ο οποίος συνίσταται στην αντιμετώπιση της αδυναμίας του ενάγοντος να προσδιορίσει εκ των προτέρων, δηλαδή πριν την λογοδοσία, την αξίωση του για το κατάλοιπο, αδυναμία η οποία προφανώς παύει να υφίσταται, όταν έχει ήδη κριθεί η αγωγή λογοδοσίας και ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της ως άνω εξαιρετικής ρύθμισης.
Αφετέρου δε, κρίθηκε ότι και το αγωγικό αίτημα περί απόδοσης της εισφοράς του ενάγοντος αφανούς εταίρου τυγχάνει απαράδεκτο λόγω αοριστίας, διότι δεν εκτίθεται στην αγωγή, κατά τα παραπάνω, είτε ότι ο εξοπλισμός, καθώς και το ακίνητο όπου στεγάζονταν η επιχείρηση και το οποίο είχε αγοραστεί με εισφορές των εταίρων, δεν σώζονται κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, είτε ότι έχουν εκποιηθεί, είτε ότι ο εναγόμενος εμφανής εταίρος εκδήλωσε την πρόθεση του να κρατήσει κάτι από τα ανωτέρω.
Κλείνοντας να σημειωθεί ότι, η αφανής εταιρεία αποτελεί μεν προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Εμπορικού Νόμου εταιρική μορφή, την οποία για πολλούς λόγους και δη φορολογικούς προτιμούν πολλοί συναλλασσόμενοι, πλην όμως, εγκυμονεί και αρκετούς κινδύνους λόγω του διφυούς χαρακτήρα της- αφανής προς τους τρίτους και εμφανής στις σχέσεις μεταξύ των συνεταίρων – και για τον λόγο αυτό πρέπει να αποτυπώνονται με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια και εγγράφως οι σχέσεις μεταξύ των συνεταίρων.