tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Αναδρομικά συνταξιούχων & ενδικοφανής προσφυγή

Του Οικονομικού Επόπτη του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, φοροτεχνικού, Παναγιώτη Παντελή


Η Α.Α.Δ.Ε δεν παύει να μας εκπλήσσει. Με κατεπείγουσα οδηγία της, λίγες μέρες πριν την αλλαγή του χρόνου, ζήτησε από τις Δ.Ο.Υ όλης της χώρας να ελέγξουν αν οι συνταξιούχοι έχουν δηλώσει για τη χρήση 2013 (Οικ. έτος 2014) τα αναδρομικά των συντάξεων που έλαβαν στο ζητούμενο έτος. Τα αναδρομικά αυτά, που αφορούν πολλές χιλιάδες συνταξιούχους, αναφέρονται στις χρήσεις 2012 και προγενέστερες. Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η οδηγία αυτή δόθηκε παραμονές Χριστουγέννων ενώ αφορούσε ποσά που είχαν καταβληθεί και 5 χρόνια πριν.

Οι κατά τόπους Δ.Ο.Υ επέβαλαν κύριους και πρόσθετους φόρους για τη χρήση του 2013, χωρίς να ελέγξουν αν στα ποσά αυτά που θεώρησαν εισόδημα του 2013 υπήρχαν και αναδρομικές συντάξεις που αφορούσαν τις χρήσεις 2012, 2011, 2010, … κτλ. Ο καταλογισμός του κύριου και του πρόσθετου φόρου βεβαιώθηκε «αυτεπάγγελτα» διότι, καθ’ όσον όπως αναφέρεται στην «αιτιολογία» των ως άνω καταλογιστικών πράξεων, «Σύμφωνα με τα αρχεία, που τηρούνται στην υπηρεσία μας, διαπιστώθηκε ότι το 2013 λάβατε αναδρομικά μισθών/συντάξεων με βάση τη βεβαίωση αποδοχών και συντάξεων που απέστειλε ηλεκτρονικά στην υπηρεσία μας ο αρμόδιος φορέας που τα κατέβαλε, τα οποία όμως δεν περιλήφθηκαν ούτε στη δήλωση του οικονομικού έτους 2014, ούτε σε κάποια τροποποιητική δήλωση».

Κατά των πράξεων αυτών, οι φορολογούμενοι (συνταξιούχοι) έχουν το δικαίωμα να προσφύγουν έναντι της Δ.Ε.Δ και να στηρίξουν την ενδικοφανή προσφυγή τους σε δύο λόγους:

Α. Οι ως άνω καταλογιστικές πράξεις προεχόντως και άνευ άλλου τινός είναι ακυρωτέες, λόγω παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει φόρο, για τις ένδικες χρήσεις (2012 και πριν), στις οποίες ανάγεται η εν λόγω καταβολή αναδρομικών συντάξεων. Σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμα για την είσπραξη (στην πλειοψηφία των περιπτώσεων) γεννήθηκε σε παραγραμμένες χρήσεις. Άλλωστε, σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν αναδρομικά της χρήσης 2013, αυτά αποτελούν ένα ελάχιστο ποσό από το σύνολο του κύριου φόρου που σήμερα ζητείται να πληρωθεί.

Όπως, όμως, προκύπτει από το νόμο και την πάγια νομολογία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του ΣτΕ, η ελεγκτική αρχή παρανόμως διενήργησε (το έτος 2019) τον καταλογισμό για εισοδήματα, που αφορούν τις χρήσεις των ετών 2012 και προγενέστερες, εξέδωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις (και, μάλιστα, όλως προσχηματικώς εξέδωσαν εκκαθαριστικά για τη χρήση 2013). Να υπενθυμίσουμε πως το δικαίωμα της φορολογικής αρχής για τις προαναφερόμενες χρήσεις έχει ήδη υποπέσει στην 5ετή παραγραφή του άρθρου 84 παρ. 1 Ν.2238/1994.

Σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 1 του Ν. 2238/1994, η κοινοποίηση φύλλου Ελέγχου δεν μπορεί να γίνει μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. Το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή του φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο της πενταετίας. Από την προαναφερόμενη διάταξη συνάγεται ότι η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την κοινοποίηση πράξεων επιβολής φόρων εισοδήματος ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 84 του Ν. 2238/1994 περί φορολογίας εισοδήματος, η οποία ορίζεται πενταετής και η ρύθμιση αυτή είναι πάγια.

Να αναφέρουμε ενδεικτικά ότι:

· Για τη χρήση του 2012 το δικαίωμα του δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλων ελέγχου του δημοσίου παρεγράφη 31/12/2018.

· Για τη χρήση του 2011 το δικαίωμα του δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλων ελέγχου του δημοσίου παρεγράφη 31/12/2017.

· Για τη χρήση του 2010 το δικαίωμα του δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλων ελέγχου του δημοσίου παρεγράφη 31/12/2016.

· Για τη χρήση του 2009 το δικαίωμα του δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλων ελέγχου του δημοσίου παρεγράφη 31/12/2015.

· Για τη χρήση του 2008 το δικαίωμα του δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλων ελέγχου του δημοσίου παρεγράφη 31/12/2014.

Β. Επιπλέον, οι καταλογιστικές πράξεις είναι μη νόμιμες κατά προφανή παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης. Σε κάθε περίπτωση, οι καταλογιστικές πράξεις τυγχάνουν να είναι άκυρες και ως εκ τούτου ακυρωτέες λόγω έκδοσής τους, κατά προφανή παράβαση ουσιώδους τύπου, καθώς και κατά προφανή παράβαση νόμου και συγκεκριμένα των άρθρ. 20 παρ. 2 Σ, 6 παρ. 1 και 2 ΚΔΔ/σίας και 6 και 13 Ε.Σ.Δ.Α., ήτοι αφενός κατά άμεση, ευθεία και εμφανή παράβαση του δικαιώματος περί προηγούμενης ακρόασης, όπως αυτό προβλέπεται από τους προαναφερθέντες κανόνες δικαίου και έχει ερμηνευθεί από πάγια νομολογία, και αφετέρου κατά άμεση, ευθεία και εμφανή παράβαση των ως άνω συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων της ελληνικής έννομης τάξης.

Πιο συγκεκριμένα, οι πράξεις εκδόθηκαν κατά παράβαση ουσιώδους τύπου, καθώς και κατά παράβαση του νόμου, αφού πριν την έκδοσή τους, ουδόλως τηρήθηκε το εκ του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 ΚΔΔ/σίας, αλλά και εκ του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος δικαίωμα προηγούμενης ακρόασής. Το ζήτημα δε αυτό, ήτοι της τήρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης έχει κριθεί από τα Δικαστήρια και έχει πλέον διαμορφωθεί πάγια άποψη της νομολογίας. Σημειωτέον δε ότι, αν η τήρηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης δεν προκύπτει με σαφήνεια από το ίδιο το σώμα της δυσμενούς διοικητικής πράξης, τότε τεκμαίρεται ότι το δικαίωμα δεν τηρήθηκε και έτσι η πράξη είναι ακυρωτέα. Συγκεκριμένα η ΔΕφΑθ 116/2012 αναφέρει τα εξής: «Επειδή, όπως έχει γίνει παγίως δεκτό με πλείστες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 2638-39/2006, 2983/2008 κ.α), η υποχρέωση της Διοίκησης να προσκαλέσει αυτόν να εκθέσει τις απόψεις του και να θέσει υπόψη της Διοίκησης τα στοιχεία που έχει στη διάθεση του, υφίσταται ευθέως εκ του Συντάγματος και εκ του άρθρου 6 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν.2690/1999 (Α 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Εν προκειμένω δε, δεδομένου ότι η αιτούσα δεν κλήθηκε νομίμως από τη Διοίκηση, όπως όφειλε κατά τα ανωτέρω νομολογηθέντα, να εκθέσει τις απόψεις της και να υποβάλει τα σχετικά στοιχεία προς απόδειξη των απόψεων αυτών, το Συμβούλιο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα, εφόσον δεν τηρήθηκε ο τύπος της προηγούμενης ακρόασης κατά τον βασίμως προβαλλόμενο λόγο της προσφυγής». Περαιτέρω και η ΔΕφΑθ 100/2010 (ΣΧΕΤΙΚΟ..) αναφέρει : «Για το λόγο αυτό που προβάλλεται με την προσφυγή το Συμβούλιο εκτιμά ότι αυτή είναι πρόδηλα βάσιμη, όπως ισχυρίζεται και το αιτούν γιατί κατά την έκδοση της απόφασης, της οποίας ζητείται η αναστολή, χώρησε παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας αυτού της προηγούμενης ακρόασης του αιτούντος σωματείου, και, συνεπώς, συντρέχει νόμιμος λόγος χορήγησης της αιτούμενης αναστολής».

Εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση, κανείς φορολογούμενος (συνταξιούχος) δεν κλήθηκε ποτέ πριν από την έκδοση της επίδικης πράξης, με κλήση που να αναγράφει τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 6 του ΚΔΔιαδ στοιχεία (ήτοι τον τόπο, την ημέρα και την ώρα της ακρόασης, την επαπειλούμενη πράξη κλπ) προκειμένου:

(α) να εκθέσουν τις απόψεις τους σχετικώς με το ένδικο ζήτημα,

(β) να εξηγήσουν στο αρμόδιο διοικητικό όργανο ότι τα ένδικα εισοδήματά τους αφορούν τις χρήσεις των ετών 2012 και προγενέστερες,

(γ) να λάβουν γνώση των τηρούμενων εγγράφων και κατ’ επέκταση να προβούν στην τυχόν απαιτούμενη ανταπόδειξη.

Και άλλωστε, πώς να το κάνουν αυτό όταν η Δ.Ο.Υ εν μέσω αργιών λίγες μέρες πριν από τη λήξη του έτους, με πληθώρα φορολογικών ελέγχων, επιβαρύνθηκαν και με χιλιάδες υποθέσεις συνταξιούχων. Από την άλλη, αν οι χιλιάδες των συνταξιούχων προσφύγουν στη Δ.Ε.Δ, θα είναι εφικτό η ως άνω υπηρεσία να μπορέσει να διαχειριστεί τον όγκο όλων αυτών των υποθέσεων; Με ποιο προσωπικό; Ίσως μια λύση θα ήταν μια πολιτική απόφαση που θα έλυνε το συγκεκριμένο πρόβλημα και δε θα έδινε περισσότερο βάρος στις υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε; Σε επικείμενη συνάντηση τις επόμενες μέρες του Ε.Ε.Α με τον Υπουργό Οικονομικών, θα είναι ένα από τα θέματα που θα θέσω.

Πηγή: www.e-forologia.gr