tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Ανάκληση καταστατικού διαχειριστή Ο.Ε.

Του Κωνσταντίνου Λάιου, Νομικού συνεργάτη του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών

Του Κωνσταντίνου Λάιου, Νομικού συνεργάτη του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών
 

Με αφορμή την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου με αριθμό ΑΠ 1333/2017.
Μετά τη γενόμενη, ανάκληση αναβιώνει η νόμιμη διαχείριση και εκπροσώπηση. Για να υπάρχει έλλειψη διοίκησης, κατ’ άρθρο 69 ΑΚ, πρέπει να κωλύονται όλοι οι ομόρρυθμοι εταίροι και το καταστατικό να μην προβλέπει αναπλήρωσή τους ή αν πρόκειται για σύγκρουση συμφερόντων, πρέπει να συγκρούονται τα συμφέροντα όλων των ομόρρυθμων εταίρων με τα συμφέροντα της εταιρίας.
Σε περίπτωση επείγοντος κάθε εταίρος διαχειριστής ή μη διαχειριστής μπορεί να λάβει τα δέοντα μέτρα. Η τέλεση της πράξης παρά την εναντίωση δεν επιδρά στο κύρος της (αναλογική εφαρμογή παρ. 3 εδ. 3 του άρθρου 257 Ν 4072/2012).
Σχόλιο:
Η σχολιαζόμενη απόφαση του Ακυρωτικού κομίζει νέα στοιχεία στο δίκαιο διαχείρισης και εκπροσώπησης της Ο. Ε. με αφορμή τα εξής ζητήματα:
α) τις έννομες συνέπειες που επιφέρει η ανάκληση κατά την ΑΚ 752 του μοναδικού καταστατικού διαχειριστή της Ο. Ε. (υπό 1),
β) τη δυνατότητα διορισμού προσωρινής διοίκησης στην Ο. Ε. κατά τα άρθρ. 69 ΑΚ και 786 ΚΠολΔ (υπό 2),
γ) τη δυνατότητα της εταιρίας να αντιτάξει στους τρίτους ότι ο διαχειριστής, όταν ισχύει σύστημα ατομικής διαχείρισης, ενήργησε παρά την άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης (άρθρ. 254 § 2 εδ. β’) (υπό 3),
δ) το δικαίωμα και των μη διαχειριστών εταίρων να λαμβάνουν επείγοντα μέτρα κατά την ΑΚ 751 (υπό 4).
Ειδικότερα:
1. Όσον αφορά τις έννομες συνέπειες που επιφέρει η ανάκληση (ΑΚ 752) του μοναδικού καταστατικού διαχειριστή της Ο. Ε., η απόφαση υιοθετεί την επικρατούσα στη θεωρία γνώμη ότι η ανάκληση του μοναδικού καταστατικού διαχειριστή συνεπάγεται αυτόματα την αναβίωση της νόμιμης ατομικής διαχείρισης κατά το άρθρ. 254 § 2 εδ. α’ με συνέπεια κάθε εταίρος (δηλαδή και ο ανακληθείς διαχειριστής) να μπορεί να ενεργεί μόνος, (νομολογία βλ. ΜΠρΘεσ 7631/2013, ΔΕΕ 2013, 960, ΜΠρΘεσ 37407/2006, ΕπισκΕΔ 2007, 244).
2. Η αυτόματη επάνοδος στο σύστημα της νόμιμης ατομικής διαχείρισης έχει αμφισβητηθεί με σοβαρά επιχειρήματα. Προβάλλεται ότι πρέπει κάθε φορά να διαπιστώνεται με συμπληρωτική ερμηνεία της εταιρικής σύμβασης (ΑΚ 200) αν η σχετική καταστατική ρήτρα υποδηλώνει έλλειψη εμπιστοσύνης στο σύστημα της ατομικής διαχείρισης και την ανεξέλεγκτη διαχειριστική εξουσία κάθε εταίρου. Υπό τέτοιες συνθήκες στην υποθετική κανονιστική βούληση των εταίρων εγγύτερα ευρίσκεται το σύστημα της συλλογικής διαχείρισης με τη συμμετοχή όλων των εταίρων πλην του ανακληθέντος. Η γνώμη αυτή αποδίδει βαρύτητα στη βούληση των εταίρων και συμπλέει με τη βασική αρχή ότι οι διατάξεις που διέπουν την οργάνωση της Ο. Ε., τουλάχιστον όσον αφορά την προς τα έσω διαχείριση, αποτελούν ενδοτικό δίκαιο.
Αντίθετα, η επικρατούσα γνώμη, την οποία ενστερνίσθηκε και το Ακυρωτικό, φαίνεται ότι παραχωρεί προβάδισμα στην εξασφάλιση της ικανότητας δράσης της εταιρίας και συμμετοχής στη συναλλακτική ζωή. Υπό συνθήκες όμως αγεφύρωτων διαφωνιών μεταξύ των εταίρων, όπως φαίνεται ότι συντρέχουν στην προκείμενη υπόθεση, το σύστημα της νόμιμης ατομικής διαχείρισης δεν αποτρέπει με ασφάλεια την ακυβερνησία της εταιρίας. Και τούτο διότι στο σύστημα της ατομικής διαχείρισης ναι μεν δεν απαιτείται η θετική σύμπραξη κάθε εταίρου στην ενέργεια διαχειριστικών πράξεων, πλην όμως κάθε εταίρος έχει δικαίωμα εναντίωσης στην ενέργεια διαχειριστικών πράξεων από άλλο εταίρο (άρθρ. 254 § 2 εδ. β’). Η άσκηση του δικαιώματος συνεπάγεται την υποχρέωση του διαχειριστή να παραλείπει την ενέργεια της πράξης. Ασκώντας το εν λόγω δικαίωμα αρνησικυρίας επηρεάζει, έστω και αρνητικά, την άσκηση της διαχειριστικής εξουσίας από τους άλλους διαχειριστές. Προσήκουσα διέξοδος σε καταστάσεις παντελούς έλλειψης συνεννόησης μεταξύ των εταίρων εμφανίζεται η λύση της εταιρίας με δικαστική απόφαση για σπουδαίο λόγο (άρθρ. 259 § 1 περ. δ’).