tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

ΑΠ 11/2018 – Κανονική άδεια μισθωτού – Συνέπειες μη χορήγησής της και υπόχρεος εργοδότης σε περίπτωση δανεισμού μισθωτού

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α. 


Η ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου ασχολήθηκε με τα ενδιαφέροντα ζητήματα της υποχρέωσης του εργοδότη για την χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας στον μισθωτό και τις έννομες συνέπειες της μη χορήγησης της, καθώς και με το ζήτημα ποιον βαρύνουν οι σχετικές υποχρεώσεις στην περίπτωση του νόμιμου δανεισμού του μισθωτού σε άλλον εργοδότη.

Ειδικότερα, η απόφαση έκρινε επί υπόθεσης αίτησης αναίρεσης εργαζόμενης στην ΔΕΗ ΑΕ, σε βάρος της άνω επιχείρησης, κατά απόφασης του Εφετείου, με την οποία επιδικάστηκε μεν σε βάρος της ΔΕΗ ΑΕ, η προβλεπόμενη από το νόμο χρηματική αποζημίωση για την περίπτωση της μη χορήγησης της ετήσιας κανονικής άδειας, πλην όμως, απορρίφθηκε το αίτημα της εργαζόμενης για την καταβολή προσαύξησης ποσοστού 100% επί των αποδοχών της άδειας, την οποία ο νόμος προβλέπει, μόνο σε περίπτωση πταίσματος του εργοδότη για την μη χορήγησης της άδειας, κονδύλι το οποίο είχε επιδικαστεί σε βάρος της εργοδότριας εταιρείας με την πρωτόδικη απόφαση.

Επισημαίνεται ότι, η εργαζόμενη μετά την πρόσληψη της από την ΔΕΗ ΑΕ είχε στην συνέχεια αποσπαστεί, υπό την μορφή δανεισμού, σε υπηρεσία Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, κατά την διάρκεια δε της εκεί απασχόλησης της δεν έλαβε ποτέ την προβλεπόμενη εκ του νόμου ετήσια κανονική άδεια της;

Ειδικότερα και σύμφωνα με το όσα έκρινε η ως άνω απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής:

Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 3 του ΝΔ 3755/1957 και το οποίο εφαρμόζεται και στο προσωπικό των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, όπως τυγχάνει και η ΔΕΗ ΑΕ, ο εργοδότης που αρνήθηκε να χορηγήσει στο μισθωτό του τη νόμιμη κατ’ έτος άδεια του, υποχρεούται μόλις λήξει το έτος, κατά το οποίο ο μισθωτός δικαιούται την άδεια, να καταβάλλει σε αυτόν: α) τις αποδοχές που αντιστοιχούν στις ημέρες της άδειας του, και β) προσαύξηση  των αποδοχών αυτών κατά 100% .Η προσαύξηση αυτή θεωρείται αστική κύρωση της υπερημερίας του εργοδότη και προϋποθέτει υπαιτιότητα αυτού, έστω και στο βαθμό της ελαφράς αμέλειας, κατά την έννοια του άρθρου 300 ΑΚ.

Περαιτέρω από την ίδια διάταξη, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 4 παρ. 1 του ίδιου νόμου, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του Ν 4504/1966, η οποία ορίζει ότι, …..ο εργοδότης υποχρεούται προ της  λήξεως του ημερολογιακού έτους να παράσχει την άδεια, έστω και αν δεν ζητήθηκε αυτή από τον εργαζόμενο….., συνάγεται ότι, η προβλεπόμενη από τον ΑΝ 539/1945 ετήσια (κανονική) άδεια, πρέπει να χορηγείται στο μισθωτό, οπωσδήποτε μέσα στο έτος που αφορά και δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του τελευταίου και του εργοδότη, η μεταφορά αυτής εν όλω, ή εν μέρει στο επόμενο, ή στα μεθεπόμενα έτη. Εξ άλλου, από την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΠΔ 88/1999, με το οποίο κατέστη εσωτερικό δίκαιο, η 93/104/ΕΚ και η οποία ορίζει ότι, η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικατασταθεί από χρηματική ικανοποίηση, μόνο σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης, σαφώς συνάγεται ότι, η απαγόρευση της αντικατάστασης της ετήσιας άδειας, με χρηματική αποζημίωση, που θεσπίζει η διάταξη αυτή, αναφέρεται στο ημερολογιακό έτος, εντός του οποίου υποχρεούται ο εργοδότης σε χορήγηση της άδειας και έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει στο μισθωτό την ανάπαυση και την ανανέωση των δυνάμεων του, κάθε έτος, για το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα, ουδόλως δε συνάγεται από αυτήν ότι, σε περίπτωση που δεν χορηγηθεί η άδεια μέχρι τη λήξη του έτους, ο μισθωτός αντί να ζητήσει την προβλεπόμενη, από τις ως άνω διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, αποζημίωση, έχει υποχρέωση να δεχτεί την αυτούσια χορήγηση της σε επόμενο έτος, σωρευτικώς με την άδεια του έτους εκείνου.

Περαιτέρω, είναι έγκυρη η συμφωνία, με την οποία ο εργοδότης παραχωρεί σε άλλον εργοδότη την υπηρεσία του συνδεομένου με αυτόν με σύμβαση εργασίας, εργαζομένου του, κατόπιν συναινέσεως του τελευταίου. Υπόχρεος στην καταβολή του μισθού και τη χορήγηση της  κανονικής άδειας αναψυχής είναι ο παραχωρήσας εργοδότης, εκτός διαφορετικής συμφωνίας . Πρόκειται για μορφή δανεισμού μισθωτού που ισχύει και στην περίπτωση απόσπασης υπαλλήλου σε άλλη υπηρεσία.

Στην προκειμένη περίπτωση, η εργαζόμενη που είχε προσληφθεί από την ΔΕΗ ΑΕ αποσπάστηκε με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού σε υπηρεσία πολιτικής προστασίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και για  χρονικό διάστημα πέντε ετών δεν έλαβε την κανονική της άδεια, λόγω της ιδιαιτερότητας των καθηκόντων που της είχαν ανατεθεί και αφορούσαν στην αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών, η οποία δεν επιδέχονταν καμία επιβράδυνση. Η ΔΕΗ ΑΕ επικαλέστηκε το γεγονός ότι, με έγγραφο της που κοινοποιούσε στην αρμόδια υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, στην οποία είχε αποσπαστεί η εργαζόμενη της, την ενημέρωνε ότι οι μισθωτοί της ΔΕΗ, που είναι αποσπασμένο9 σε θέσεις αρμοδιότητας της, πρέπει να προγραμματίσουν έγκαιρα και να πραγματοποιήσουν μέχρι την 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους, τη δικαιούμενη κανονική τους άδεια, επισημαίνοντας συγχρόνως ότι, η Επιχείρηση σε καμία περίπτωση δεν προτίθεται να καταβάλλει χρηματική αποζημίωση για μη ληφθείσα κανονική άδεια από μισθωτούς της, κατά το χρόνο της απόσπασης τους εκτός της ΔΕΗ, πλην όμως, η υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ουδέποτε απάντησε στα έγγραφα αυτά.

Όμως τόσο το Εφετείο, όσο και ο Άρειος Πάγος έκριναν ότι από το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού δεν συνάγεται ότι καταρτίστηκε ειδική συμφωνία μεταξύ της εκκαλούσας ΔΕΗ ΑΕ και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ότι σε περίπτωση  μη λήψης της κανονικής άδειας από μέρος της εργαζόμενης, υπεύθυνος για την καταβολή της αποζημίωσης αδείας θα ήταν η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και συνεπώς η ΔΕΗ ΑΕ εξακολούθησε να παραμένει υπόχρεη για την καταβολή της αποζημίωσης αδείας.

Όπως έκρινε στην συνέχεια ο Άρειος Πάγος, ορθά το Εφετείο δέχτηκε ότι δεν συνέτρεχε παράλληλα και η οποιαδήποτε υπαιτιότητα της εργοδότριας εταιρείας ΔΕΗ ΑΕ για την μη χορήγηση και λήψη της άδειας στην εργαζόμενη της και για το λόγο αυτό επιδίκασε στην εργαζόμενη και σε βάρος της ΔΕΗ, μόνο τα ποσά που αφορούσαν στην αποζημίωση για τις ημέρες της μη ληφθείσας άδειας της για το χρονικό διάστημα των πέντε ετών, και όχι και την επιπλέον προσαύξηση του ποσοστού 100% επ’ αυτής ως ειδική αποζημίωση για την υπερημερία της εργοδότριας εταιρείας ΔΕΗ ΑΕ.

Μετά από αυτά ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι, το Εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικές διατάξεις, αλλά αντίθετα προέβη σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε αυτές, ενώ παράλληλα διέλαβε και πλήρη, επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην απόφαση του και για τον λόγο αυτό απέρριψε την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης της εργαζομένης.