tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

ΑΠ 729/2018 – Καταγγελία σύμβασης εργασίας – Αναιτιώδης χαρακτήρας αυτής και έλεγχος καταχρηστικότητας

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α. 


Εύλογα ερωτήματα γεννώνται στις περιπτώσεις καταγγελίας συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη, άνευ σπουδαίου λόγου, τις οποίες οι εργαζόμενοι επιχειρούν να αναγνωρίσουν ως άκυρες, λόγω καταχρηστικής άσκησης του σχετικού εργοδοτικού δικαιώματος.

Μία τέτοια περίπτωση απασχόλησε και την υπ. αριθμ. 729/2018 απόφαση του  ΣΤ Τμήματος του Αρείου Πάγου, ο οποίος δίκασε αίτηση αναίρεσης της εργοδότριας εταιρείας, κατά απόφασης του Μονομελούς Εφετείου, το οποίο είχε δεχτεί ως καταχρηστικώς ασκηθείσα την καταγγελία της σύμβασης εργασίας υπαλλήλου της εργοδότριας εταιρείας, απορρίπτοντας σχετικό ισχυρισμό της ότι, η απόλυση του εργαζομένου της υπαγορεύτηκε από καθαρά οικονομικοτεχνικούς λόγους.

Ειδικότερα η ως άνω απόφαση έκρινε τα εξής:

Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 του Ν.2112/1920 και 1,5 του Ν. 3198/1955 συνάγεται ότι, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου συνιστά δικαίωμα του εργοδότη ή του εργαζομένου και είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία. Ως εκ τούτου, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη, ή της ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία γίνεται. Η άσκηση της όμως δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφει η καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του σχετικού δικαιώματος ( 281ΑΚ).

Οπότε σε περίπτωση τέτοιας υπέρβασης, η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη, ως καταχρηστική και κατά συνέπεια άκυρη (174 και 180ΑΚ). Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς τον σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα.

Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις  κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη συμπεριφορά του εργαζομένου. Δεν θεωρείται όμως καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει για αυτήν κάποια εμφανή, ή αληθή αιτία. Διότι λόγω του αναιτιώδους  χαρακτήρα της καταγγελίας δεν είναι ο εργοδότης εκείνος  που θα πρέπει να την δικαιολογήσει.

Ο εργαζόμενος επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, συνεπεία των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη  υπερβαίνει προφανώς, τα όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281ΑΚ και εκ του λόγου αυτού καθίσταται απαγορευμένη.

Και αντιστρόφως δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως αληθινό κίνητρο την οικονομική δυσπραγία της επιχείρησης, την οποία ως περιστατικό αρνητικό του περί καταχρήσεως ισχυρισμού του εργαζομένου, μπορεί να προβάλλει ο εργοδότης. Αλλά και όταν ακόμα, αυτό δεν συμβαίνει, η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται για σοβαρούς λόγους, συνδεόμενους με το συμφέρον της επιχείρησης του εργοδότη, δεν είναι άνευ ετέρου καταχρηστική. Διότι, αν ετίθετο τέτοια προϋπόθεση, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας  αόρίστου χρόνου, από αναιτιώδης δικαιοπραξία θα μετατρέπονταν σε αιτιώδη (ΑΠ 769/2016).

Στην κρινόμενη υπόθεση το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας εργοδότριας εταιρείας, κρίνοντας ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου του εργαζομένου αναιρεσίβλητου υπήρξε άκυρη, ως γενόμενη κατά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος της, καθώς απέρριψε τον ισχυρισμό της εργοδότριας εταιρείας, ότι, η καταγγελία οφείλονταν σε οικονομικοτεχνικούς λόγους και συγκεκριμένα ότι, η εταιρεία από το έτος 2010 παρουσίασε σημαντικές ζημίες  και για τον λόγο αυτό αποφάσισε την περικοπή του προσωπικού της, στην οποία περιλήφθηκε και ο αναιρσίβλητος – ενάγων.

Το Εφετείο αντίθετα δέχτηκε τον προβληθέντα ισχυρισμό του εργαζομένου ότι, η απόλυση του οφείλεται στο γεγονός της έντονης αντιπαράθεσης του με τον μεγαλομέτοχο της εταιρείας και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής και μετά την κήρυξη, ως άκυρης, της σχετικής καταγγελίας έκρινε ότι, η εργοδότρια εταιρεία περιήλθε σε κατάσταση υπερημερίας εργοδότη και όφειλε να καταβάλλει στον εργαζόμενο της τις νόμιμες αποδοχές του.

Όμως ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι, το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες, ως προς την κατάφαση του ισχυρισμού του εργαζομένου και ήδη αναιρεσίβλητου, περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της εργοδότριας εταιρείας να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας, διότι, ενώ δέχτηκε ότι, η ενέργεια της υπαγορεύτηκε από διάθεση εκδίκησης του Διευθύνοντα Συμβούλου της προς τον εργαζόμενο δεν διευκρίνισε, πώς διαμορφώθηκε η διάθεση αυτή  εν όψει του ότι το αναφερόμενο περιστατικό θεωρείται επουσιώδες, για να την δημιουργήσει από μόνο του) και πώς επηρέασε τη βούληση του νομίμου εκπροσώπου της εργοδότριας εταιρείας, ώστε αυτός να καταγγείλει αμέσως την σύμβαση εργασίας.

Και αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι,  το Μονομελές Εφετείο για να αποκλείσει την αλήθεια του ισχυρισμού της εργοδότριας εταιρείας, περί  του ότι, η καταγγελία οφείλεται αποκλειστικά και μόνο σε οικονομικούς λόγους, παρέθεσε στοιχεία από τον ισολογισμό της εργοδότριας εταιρείας  χωρίς όμως να αναλύσει τη σημασία των σχετικών μεγεθών. Εξάλλου, κρίθηκε ότι, η περί εκδικητικότητας παραδοχή της εκκαλουμένης απόφασης δεν βρίσκει επαρκές έρεισμα στις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης και για τον λόγο αυτό δημιουργούνται ισχυρές αμφιβολίες, ως προς το αν αυτές λήφθηκαν υπόψη από το Μονομελές Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος.

Έτι περαιτέρω,, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι, ενώ το Εφετείο ανέφερε ότι, μεταξύ άλλων η κρίση του στηρίχτηκε και σε στοιχεία του ισολογισμού της εργοδότριας εταιρείας, σύμφωνα με τα οποία η οικονομική της δυσπραγία δεν επιβεβαιώθηκε, παρ’ όλα αυτά, η κρίση αυτή υπήρξε εσφαλμένη, καθώς δεν υπήρξε ορθή εκτίμηση και ανάγνωση των οικονομικών μεγεθών του ισολογισμού  της εργοδότριας εταιρείας.

Κατόπιν αυτών ο Άρειος Πάγος έκανε δεκτή την σχετική αίτηση αναίρεσης και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα εκδίκαση ενώπιον του Εφετείου, εμμένοντας στα όσα ανωτέρω αναφέρονται περί του πλήρως αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.