tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Άρθρο: Βία και οικονομία

Το ζήτημα είναι να βρίσκονται τα αίτια της βίας και με κατάλληλες πολιτικές να μειώνονται οι συνέπειές τους

Η όξυνση των κοινωνικών και πολιτικών εντάσεων που έφερε η κρίση, έβγαλε στην επιφάνεια, για μια ακόμη φορά, την ατέρμονη συζήτηση για τη βία στην κοινωνία και τις συνέπειές της στην οικονομία.

 

Η βία γενικά ενυπάρχει στη ζωή και στην ιστορία των κρατών και των κοινωνιών αλλά, με την συνεχή εξέλιξη της ανθρωπότητας έχει τεθεί, κατά μεγάλο μέρος, κάτω από κοινωνικό και διοικητικό έλεγχο για να μειωθούν οι συνέπειές της. Ως βία εδώ νοείται η εξωθεσμική πίεση για τη μεταβολή των ασκούμενων πολιτικών και την ανατροπή των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών δυνάμεων μεταξύ αντιπαρατιθεμένων κοινωνικών ομάδων ή μεταξύ κράτους και κοινωνικών ομάδων και όχι η βία με την ποινική έννοια.

 

Σήμερα, η έξαρση των πολιτικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων επανέφερε τη συζήτηση για τη βία στην κοινωνία αλλά έχουν χαθεί από τους επιφανειακούς  προβληματισμούς οι επιπτώσεις της στην οικονομία σαν να είναι δύο ανεξάρτητα φαινόμενα. Κι όμως η οικονομία είναι πάντα ο πλέον ευαίσθητος δείκτης της όξυνσης των πολιτικών και ταξικών συγκρούσεων, οι οποίες αποσταθεροποιούν την οικονομική λειτουργία και θέτουν σε δοκιμασία την κοινωνική συνοχή.

 

Κακό πρόσφατο παράδειγμα με ανυπολόγιστες συνέπειες που μπορεί να πάρει και διεθνείς διαστάσεις, είναι οι βίαιες πολιτικές συγκρούσεις που εκτυλίσσονται επί μήνες στην Ουκρανία οι οποίες τελικά δεν έθιξαν απλώς το πολιτικό επίπεδο διακυβέρνησης αλλά επεκτάθηκαν στην οικονομία και στην ίδια την ύπαρξή της χώρας ως κρατική και κοινωνική οντότητα. Η χώρα αυτή χάνει κυριολεκτικά από μέρα σε μέρα την οικονομική της υπόσταση και καταχρεώνεται στους ξένους ενώ είναι μια πολύ πλούσια χώρα.

Ο ρόλος των επιμελητηρίων και των κοινωνικών εταίρων

 

Χωρίς να θέλομε να μεταφέρουμε εδώ τον φόβο, θα λέγαμε ότι σε καμία χώρα δεν είναι διασφαλισμένη η κοινωνική συνοχή, όταν οι βίαιες συγκρούσεις είναι εκτός ελέγχου και εκτυλίσσονται πέρα από το ανεκτό όριο για κάθε κοινωνία. Είναι συνεπώς πολύ σοβαρή υπόθεση η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε στη χώρα μας.

 

Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι οι παρεμβάσεις του ΕΕΑ σε τέτοια ζητήματα έχουν πάντα ως κοινή συνισταμένη την προβολή των προβλημάτων, την επισήμανση των αντιθέσεων σε μέτρα και πολιτικές που θίγουν τους επαγγελματίες, μέσα στο πλαίσιο διαφύλαξης και ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής.

 

Ζητήματα όπως των μισθών, των φόρων, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της ανεργίας, της κοινωνικής πρόνοιας κλπ, αποτελούν ζητήματα παρέμβασης για την μείωσης των κοινωνικών εντάσεων και κυρίως για την διασφάλιση των δεσμών μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων ώστε να μην οδηγηθούν σε τυφλές συγκρούσεις.

 

Η κάθε κυβέρνηση θα πρέπει να λαμβάνει αυτές τις παρεμβάσεις όχι ως εχθρικές προς τις σκληρές και πολλές φορές ανάλγητες πολιτικές που επιβάλλονται από τα μνημόνια αλλά ως παρεμβάσεις διαφύλαξης της ελάχιστης ασφάλειας και της κοινωνικής συνοχής.

 

Έχει λοιπόν μεγάλο συμφέρον η κάθε κυβέρνηση, να ακούει πολύ περισσότερο τα επιμελητήρια και τους κοινωνικούς εταίρους στην άσκηση της πολιτικής πρακτικής παρά να πορεύεται εν αγνοία τους και μετά να προσπαθεί να διορθώσει τα αδιόρθωτα ευτελίζοντας την αξιοπιστία του κράτους, όπως έγινε τελευταία με τα ανεφάρμοστα εξοντωτικά φορολογικά μέτρα και τα πρόστιμα.

Τα μέτρα, οι απεργίες, οι διαδηλώσεις και οι επιπτώσεις στην οικονομία

 

Η διατάραξη των κοινωνικών λειτουργιών και της κοινωνικής συνοχής, ανεξάρτητα από την αιτία, επιδρά άμεσα στην συμπεριφορά των παραγωγών και στην ψυχολογία τους. Τόσο ένας νόμος που επιβάλει βαριά φορολογία στην επιχείρηση όσο και ένας νόμος που περικόπτει δικαιώματα και αμοιβές των εργαζομένων μεταφέρει  άμεσα στοιχεία σύγκρουσης και αποσταθεροποίησης στο εσωτερικό των επιχειρήσεων. Σε συνέχεια, οι αντιδράσεις που προκαλούν και η σύγκρουση με το κράτος, αποτελούν ήδη ένα πρόπλασμα βίας η οποία όμως ταυτόχρονα υπονομεύει την ομαλή οικονομική λειτουργία.

 

Οι κινητοποιήσεις (απεργίες, διαδηλώσεις κλπ) εργαζομένων και μεσαίων στρωμάτων, για διεκδίκηση αιτημάτων τους, εξ ορισμού αποτελούν άσκηση ιδιόμορφης «βίας» η οποία όμως είναι νομοθετημένη και οριοθετημένη. Το πέρασμά τους και σε μη νόμιμες (συμβατικές και όχι προβοκατόρικες) ενέργειες κατά την άσκησή τους διαφέρει μεν νομοθετικά αλλά δεν σημαίνει και πολύ διαφορετική επίπτωση στις επιχειρήσεις και στην αγορά. Ωστόσο είναι μεγάλο θέμα κατά πόσο αυτή προκαλείται από ενέργειες του κράτους, όπως η νομοθετική κατάργηση ασφαλιστικών και εργασιακών δικαιωμάτων  ή η άμεση κατασταλτική δράση αστυνομικών οργάνων. Το να ανοίξει μια συζήτηση που μοιάζει με τη συζήτηση για την κότα και το αυγό δεν μειώνει σε τίποτα τις πραγματικές επιπτώσεις στην οικονομία.

 

Ο μικρομεσαίος δεν μπορεί να ασχοληθεί, σε πρώτο βαθμό τουλάχιστον, ούτε με τα αίτια της βίας κάθε φορά, ούτε με την ανάλυσή τους. Εκείνο που μετράει γι αυτόν είναι μόνο οι επιπτώσεις. Και οι επιπτώσεις μπορεί να κυμαίνονται από τη πτώση των πωλήσεων, όσων βρίσκονται στο «μάτι του κυκλώνα»,  μέχρι την ακύρωση παραγγελιών για επιχειρήσεις εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.

 

Αυτό που ο μικρομεσαίος ζητάει τόσο από το κράτος όσο και από κάθε κοινωνική ομάδα, είναι να μειώνεται στο ελάχιστο δυνατό σημείο η σύγκρουση, η βία και η μεταφορά τους στη λειτουργία της οικονομίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, παρά το ότι, το στενό συντεχνιακό συμφέρον του μικρομεσαίου, είναι η κατάργηση σειράς εργασιακών δικαιωμάτων καθώς και η μείωση των μισθών, τόσο πολιτικά όσο και συναισθηματικά, στέκεται ενάντια σε τέτοιες πολιτικές, αντιλαμβανόμενος τις γενικότερες αρνητικές συνέπειες στην οικονομία. Κάτι που φαίνεται ότι δεν απασχολεί και τόσο την τρόικα και τις κυβερνήσεις.

 

Δεν είναι δυνατόν βέβαια, σε ένα μικρό σημείωμα να εξαντληθεί μια τεράστια συζήτηση που αφορά τη βία γενικά. Εκείνο που μπορούμε να υποσημειώσουμε σήμερα είναι να επισημάνουμε ορισμένα βασικά ζητήματα που εφόσον δεν προσεχθούν τα αποτελέσματα θα είναι πολύ αρνητικά.

 

Η διατάραξη της ομαλής λειτουργίας της οικονομίας λόγω βίαιων κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων, τόσο στην παραγωγή όσο και στη διανομή (εμπόριο), μειώνουν σημαντικά την παραγωγικότητα της εργασίας, την ανταγωνιστικότητα της χώρας και όχι λίγες φορές οδηγεί σε καταστροφή παραχθέντος πλούτου.

 

Η γενική «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται» ενώ αποτελεί γενική αλήθεια, πρακτικά δεν επιλύει τα προβλήματα της βίας ούτε των επιπτώσεών της γιατί δεν υπεισέρχεται στις αιτίες της βίας. Επί πλέον προκαλεί κοινωνικές αμφισβητήσεις από πλευράς αδικημένων κοινωνικών στρωμάτων κυρίως με την επίκληση της ιστορίας κατά την οποία έχει ηρωοποιηθεί η βία ως μέσο αποκατάστασης κοινωνικών και εθνικών Δικαίων. Συγκρούεται ακόμη και με τη λογική ότι η «βία είναι μαμή της ιστορίας», ότι δηλαδή χωρίς αυτή, οι άνθρωποι θα ήταν ακόμη στην εποχή της δουλείας.

 

Η στενή αντίληψη της βίας μόνο ως παράβαση της νομιμότητας, την οποία οριοθετεί το κράτος, επίσης δημιουργεί προβλήματα μεταξύ νόμιμης και παράνομης βίας κάτι που δεν βοηθάει σε τίποτα την οικονομία δεδομένου ότι το πρόβλημα είναι πολιτικό και κοινωνικό και όχι νομικό.

 

Το θέμα για εμάς είναι να μην υπάρχει κοινωνική βία και όχι ποια είναι νόμιμη και ποια όχι.

Συμπεράσματα.

  • Η βία αποδιοργανώνει την οικονομία η οποία με της σειρά της αποσταθεροποιεί την κοινωνική συνοχή και την κοινωνική ζωή, χειροτερεύοντας την κατάσταση στη χώρα.
  • Το ζήτημα είναι να βρίσκονται τα αίτια της βίας και με κατάλληλες πολιτικές να μειώνονται οι συνέπειές τους και όχι η κάθε πλευρά να δρα ανεξάρτητα ή κατασταλτικά και πυροσβεστικά αφού αυτή έχει φουντώσει.
  • Σε εποχές κρίσης οι κοινωνικοί εταίροι και τα επιμελητήρια αποτελούν τα κοινωνικά αμορτισέρ των κοινωνικών εντάσεων και η Πολιτεία οφείλει να τα αξιοποιήσει.

 

 

Σ.Β.