tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Χαρακτηρισμός σύμβασης εργασίας σαν σύμβασης εξηρτημένης εργασίας – Απόφαση ΑΠ 710/2019

Του Κωνσταντίνου Λάιου, Νομικού Συνεργάτη Ε.Ε.Α.


Με την με αριθμό 710 / 2019 απόφασή του ο Άρειος Πάγος (Τμήμα Β2) αναφέρεται στους παράγοντες που εξετάζονται για τον χαρακτηρισμό μια σύμβασης εργασίας σαν σύμβασης εξηρτημένης εργασίας, σύμφωνα με το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο.

Όπως αναφέρεται στην απόφαση, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης σαν σύμβασης εξηρτημένης εργασίας ή σαν σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών εναπόκειται στο δικαστήριο, το οποίο μετ’ αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύονται προσδίδει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, χωρίς να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό, τον οποίον έδωσαν οι συμβαλλόμενοι στην σύμβαση που κατάρτισαν μεταξύ τους.

Ο αναγκαίος για την ύπαρξη σχέσης εξηρτημένης εργασίας βαθμός προσωπικής εξάρτησης προκύπτει από την συνολική εκτίμηση όλων των συνθηκών της κάθε φορά εξεταζόμενης περίπτωσης και φυσικά εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες της εξεταζόμενης συγκεκριμένης δραστηριότητας. Το δικαστήριο συνεκτιμά το περιεχόμενο της σύμβασης αλλά και τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες παρέχεται η συγκεκριμένη εργασία, οι οποίες συνθήκες είναι δυνατόν να αποκλίνουν λίγο ή πολύ από τους συμφωνημένους συμβατικά όρους.

Επίσης το δικαστήριο συνεκτιμά σαν σχετικές ενδείξεις για την κρίση του  και κάποια άλλα στοιχεία κάθε φορά, όπως ο τρόπος της αμοιβής, η ασφάλιση σε ασφαλιστικό οργανισμό, η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η δυνατότητα του εργαζόμενου να παρέχει τις υπηρεσίες του και σε άλλον εργοδότη κλπ.

Απόφαση 710 / 2019    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 710/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: …………………. , Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, και ………………………………………………………………… , Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις ………………… , με την παρουσία και της Γραμματέως ………………………………. , για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “…” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………………………….. , με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Π. Π. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ………………………………. , που κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από …………………..  αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ……………. /2012 του ίδιου Δικαστηρίου και ………….. /2014 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από ……………… αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης ……………. ανέγνωσε την από …………….. έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, με την υπό κρίση από …………..  αίτηση διώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθμόν …….. /2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Αρχικώς ο αναιρεσίβλητος άσκησε κατά της αναιρεσειούσης την από …………………. 2011 αγωγή, αφορώσα εργατική διαφορά, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’ αριθμόν …… /2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Κατά της εν λόγω αποφάσεως ο αναιρεσίβλητος και η αναιρεσείουσα άσκησαν τις από …… 2012 και ………….. 2012 εφέσεις αντιστοίχως, μετά συνεκδίκαση των οποίων εξεδόθη αντιμωλία των διαδίκων η προαναφερομένη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγιναν δεκτές οι εφέσεις και μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, εν συνεχεία δε η αναιρεσείουσα άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Η εν λόγω αίτηση έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 552, 553, 556, 558, 564 και 566 ΚΠολΔ και πρέπει κατά την διάταξη του άρθρου 577 παρ. 3 ιδίου Κώδικος να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 648 παρ. 1 ΑΚ και 6 Ν. 765/1943, ο οποίος έχει κυρωθεί με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρηθεί εν ισχύι συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 38 ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες αντιστοίχως, “Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό” και “Δια του όρου “μισθωτός” νοούνται τα φυσικά πρόσωπα άτινα παρέχουσι εις έτερον φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον οιασδήποτε φύσεως εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής. Ως αμοιβή θεωρείται πάσα παροχή χορηγουμένη εις τον μισθωτόν (αμοιβή εις χρήμα ή εις είδος, φιλοδωρήματα κλπ) ανεξαρτήτως του τρόπου καθορισμού ταύτης (αμοιβή καθοριζομένη βάσει του αποτελέσματος της εργασίας ανεξαρτήτως χρόνου εργασίας – αμοιβή κατ’ αποκοπήν)”, συνάγεται ότι σύμβαση εξηρτημένης εργασίας υφίσταται, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, ο οποίος δικαιούται να δίδει δεσμευτικές εντολές και οδηγίες προς τον εργαζόμενο και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας, ενώ, εάν ελλείπει το στοιχείο της εξαρτήσεως, υφίσταται σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Οι ειδικοί κανόνες του εργατικού δικαίου, όπως οι περί αποζημιώσεως απολύσεως, χορηγήσεως αδείας, επιδομάτων εορτών κλπ, ως έχοντες θεσπισθεί εν όψει της ανάγκης μείζονος προστασίας, την οποία έχουν κατά τεκμήριο οι παρέχοντες εξηρτημένη εργασία, έχουν εφαρμογή μόνον επί συμβάσεων εξηρτημένης εργασίας ή άλλων συμβάσεων υποκρυπτουσών σχέση εξηρτημένης εργασίας, και όχι και επί συμβάσεων ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξηρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών εναπόκειται στο δικαστήριο, το οποίο μετ’ αξιολόγηση των αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών προσδίδει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, χωρίς να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό, τον οποίον έδωσαν οι συμβαλλόμενοι στην σύμβαση. Ο αναγκαίος δε προς ύπαρξη σχέσεως εξηρτημένης εργασίας βαθμός προσωπικής εξαρτήσεως προκύπτει από την συνολική εκτίμηση όλων των συνθηκών της εξεταζομένης περιπτώσεως και εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης δραστηριότητος. Συνεκτιμάται το περιεχόμενο της συμβάσεως, αλλά αποφασιστική σημασία έχουν οι συνθήκες, υπό τις οποίες παρέχεται η εργασία, οι οποίες δυνατόν να αποκλίνουν από τους συνωμολογημένους όρους. Επίσης συνεκτιμώνται ως σχετικές ενδείξεις και άλλα κατά περίπτωση στοιχεία, όπως ο τρόπος της αμοιβής, η ασφάλιση σε ασφαλιστικό οργανισμό, η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η δυνατότης του εργαζομένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και σε άλλον εργοδότη κλπ.

Αφ’ ετέρου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπ’ όψιν πράγματα προταθέντα και έχοντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως θεωρούνται οι ισχυρισμοί, οι οποίοι έχοντες αυτοτελή υπόσταση τείνουν στην θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ασκηθέντος ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος και στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως, αντενστάσεως ή λόγου εφέσεως. Εάν το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν τους εν λόγω ισχυρισμούς και απέρριψε αυτούς ρητώς ή σιωπηρώς, εκ του πράγματος, δεχόμενο ως αποδειχθέντα αντίθετα περιστατικά, ή οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί δεν ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, ενώ είναι απαράδεκτος, εάν προβάλλονται, έστω και υπό την μορφή λόγου εφέσεως, ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν αποτελούν πράγματα, όπως ισχυρισμοί συνεχόμενοι προς την ιστορική βάση της αγωγής ή της ενστάσεως συνιστώντες άρνηση αυτής, ή νομικά επιχειρήματα ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου συναγόμενα από την εκτίμηση των αποδείξεων.

Εν προκειμένω, από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο εδέχθη τα εξής: “Στις 13-3-2005, η εναγομένη ανώνυμη εταιρία…που εδρεύει στην Αθήνα και εκδίδει εκεί την ημερήσια αθλητική εφημερίδα με τον τίτλο “…” καθώς και “… της “, προσέλαβε τον ενάγοντα, ο οποίος είναι επαγγελματίας δημοσιογράφος – αθλητικογράφος…, προκειμένου να απασχοληθεί σ’ αυτήν ως δημοσιογράφος – αθλητικογράφος στο ανταποκριτικό γραφείο που η εναγομένη διατηρεί στη ….. Κατά το χρόνο της πρόσληψης δεν καταρτίσθηκε κανένα έγγραφο, αλλά αυτό έγινε μεταγενέστερα, στις 2-10-2006, οπότε καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων η με την παραπάνω ημερομηνία “Σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών αορίστου χρόνου (ν. 2639/98), όπως τιτλοφορήθηκε από τους εκπροσώπους της εναγομένης (που τη συνέταξαν), ισχύουσα, κατά ρητή πρόβλεψή της, αναδρομικά από την 1-9-2005. Στη σύμβαση αυτή ορίσθηκε μικτή μηνιαία αμοιβή 750 ευρώ και αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η εναγομένη μισθώνει (“ανεξάρτητες”) υπηρεσίες του ενάγοντος ως δημοσιογράφου για αόριστο χρόνο, ότι ο ενάγων είναι ανεξάρτητο όργανο και υπάγεται απευθείας στον εκάστοτε Διευθυντή Σύνταξης ή σε άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την εναγομένη, μη υποκείμενος σε καμία άλλη δέσμευση, υποχρεούμενος μόνο στην επίτευξη και υλοποίηση του ανατεθέντος σ’ αυτόν έργου, ότι οι (“ανεξάρτητες”) υπηρεσίες του ενάγοντος παρέχονται κατά τρόπο τακτικό και με όρους εργασίας και αμοιβής που η εταιρία ορίζει, ότι ο τόπος ο χρόνος και ο τρόπος παροχής υπηρεσιών του καθορίζονται από τον Διευθυντή Σύνταξης και προσαρμόζονται ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες, ότι ο ενάγων θα παρέχει αποκλειστικά στην εναγομένη τις υπηρεσίες του, απαγορευομένης κάθε παρεμφερούς απασχόλησής του σε άλλο έντυπο χωρίς την έγκριση της εναγομένης και ότι υποχρεούται, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του, να τηρεί τους κανόνες δεοντολογίας και να συμμορφώνεται με τις οδηγίες και εντολές της εναγομένης. Παρά τις ρητές αναφορές της παραπάνω – από 2-10-2006 – σύμβασης σε ανεξάρτητες υπηρεσίες του ενάγοντος και σε υποχρέωσή του για την επίτευξη και υλοποίηση του ανατεθέντος σ’ αυτόν έργου, και τους λοιπούς όρους της, που από μόνοι τους δεν αποκλείουν, ενόψει και της ενυπάρχουσας στο επάγγελμα του δημοσιογράφου ανεξαρτησίας, ούτε τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αλλά ούτε και τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση είχε, όπως προκύπτει από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, δηλαδή και του παραπάνω εγγράφου με τις καταθέσεις των μαρτύρων (στο ακροατήριο και ενόρκως βεβαιούντων), το χαρακτήρα της τελευταίας, της σύμβασης δηλαδή εξαρτημένης εργασίας και μάλιστα πλήρους απασχόλησης και αορίστου χρόνου, ήδη από την αρχική πρόσληψη του ενάγοντος που έγινε στις 13-3-2005. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου στηρίζεται στα εξής αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά:

Μετά την κατάρτιση του παραπάνω εγγράφου, ο ενάγων, που αμειβόταν από την εναγομένη με αποδείξεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών από θεωρημένο μπλοκ, επεδίωξε την υπαγωγή του σε καθεστώς εξαρτημένης εργασίας, την οποία θεωρούσε ότι παρείχε από την αρχική του πρόσληψη (παρόλο που, για προφανείς λόγους διατήρησης της εργασίας του υπέγραψε την παραπάνω σύμβαση “ανεξαρτήτων” υπηρεσιών), και, επίσης επεδίωξε την ένταξή του στο μισθολόγιο της εναγομένης, κατάφερε δε, μετά την πίεση που άσκησαν στην εναγομένη συνδικαλιστές του χώρου του (της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης), την υπαγωγή του στο καθεστώς αυτό και έτσι η εναγομένη από τις 5-1-2007 τον ενέταξε στο μισθολόγιό της, καταρτίζοντας μαζί του από τότε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Οι όροι όμως και οι συνθήκες παροχής της εργασίας του ενάγοντος ήταν, όπως αποδείχθηκε, ίδιοι κατά το ουσιώδες μέρος τους, σε όλη τη διάρκεια της σχέσης του με την εναγομένη, δηλαδή τόσο από τις 13-3-2005, οπότε προσελήφθη μέχρι τις 2-10-2006, οπότε καταρτίσθηκε η παραπάνω σύμβαση “ανεξαρτήτων” υπηρεσιών, αλλά και μεταγενέστερα, μέχρι και την απόλυσή του στις 31-3-2011. Πιο συγκεκριμένα, ο ενάγων εργαζόταν στο ανταποκριτικό γραφείο της εναγομένης στη Θεσσαλονίκη, αλλά και εκτός αυτού, με ειδικότερα καθήκοντα, αρχικά τη σύνταξη και την επιμέλεια των σελίδων ειδησεογραφίας της ποδοσφαιρικής ομάδας του … καθώς και του πρωταθλήματος της Γ’ Εθνικής, με ωράριο καθημερινά (ορισμένες φορές και τις Κυριακές, λαμβάνοντας πάντως μία άλλη ημέρα ανάπαυσης) από τις 13.00” έως τις 20.00” περίπου. Στη δε συνέχεια, από τον Αύγουστο του 2010, με ειδικότερα καθήκοντα τη σύνταξη και την επιμέλεια των σελίδων ειδησεογραφίας του ερασιτεχνικού πρωταθλήματος της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Σωματείων Μακεδονίας και του Αγροτικού Αστέρα, επί 5 ημέρες την εβδομάδα (ορισμένες φορές και το Σάββατο και την Κυριακή , λαμβάνοντας πάντως δύο άλλες ημέρες ανάπαυσης), ενώ παράλληλα βοηθούσε (όποτε υπήρχε ανάγκη) άλλους συναδέλφους του που ήταν επιφορτισμένοι με το ρεπορτάζ των ποδοσφαιρικών ομάδων της … και συνέτασσε και κείμενο με ελεύθερο θέμα γενικού ενδιαφέροντος για τα ένθετα “….” και “…” της εφημερίδας της εναγομένης. Βασικό δηλαδή αντικείμενο της εργασίας του ενάγοντος από την πρόσληψη μέχρι και την απόλυσή του ήταν η κάλυψη της αθλητικής δραστηριότητας των ομάδων και διοργανώσεων που κάθε φορά προσδιόριζαν οι διευθυντές της εναγομένης και πιο συγκεκριμένα ο Διευθυντής του ανταποκριτικού της γραφείου Γ. Ζ., αλλά και οι διευθυντές της στην …. καθώς και (σε μικρότερο βαθμό) η συγγραφή διάφορων άρθρων που αφορούσαν την επικαιρότητα. Πιο συγκεκριμένα, ο ενάγων παρακολουθούσε ως ρεπόρτερ στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό τους φιλικούς αγώνες των παραπάνω ομάδων (και ιδίως του …), αλλά και των ομάδων που συμμετείχαν στις παραπάνω διοργανώσεις, τόσο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας τους όσο και κατά τη διάρκεια της επίσημης περιόδου, όπως και τους επίσημους αγώνες τους. Ακόμη, ακολούθησε μερικές φορές την ποδοσφαιρική ομάδα της Εθνικής Νέων σε αγώνες της στο εξωτερικό ενημερώνοντας σχετικά με την αγωνιστική της δραστηριότητα το αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας. Όταν παρακολουθούσε ο ίδιος (στο γήπεδο) τους παραπάνω αγώνες, έπαιρνε και συνεντεύξεις τύπου από ποδοσφαιριστές, προπονητές και ποδοσφαιρικούς παράγοντες. Επειδή βέβαια ο αριθμός των ομάδων με τις οποίες ήταν επιφορτισμένος ήταν πολύ μεγάλος, δεν μπορούσε να παρακολουθήσει όλους τους αγώνες και τότε τους παρακολουθούσε με τηλεφωνική επικοινωνία, που πραγματοποιούσε από τα τηλέφωνα του γραφείου της εναγομένης, με συναδέλφους του, αλλά και με διάφορους παράγοντες, αθλητές και προπονητές, από τους οποίους συνέλεγε της απαραίτητες πληροφορίες, καθώς και, κάποιες φορές, μέσω διαδικτύου, από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή που η εναγομένη του είχε παραχωρήσει στο γραφείο της. Σε όλες πάντως τις περιπτώσεις συνέτασσε κείμενα, με σχολιασμό, αλλά και κριτική, των αγώνων και της απόδοσης των ομάδων και των παικτών και στη συνέχεια τα παρέδιδε προς δημοσίευση στους υπεύθυνους της εναγομένης, δηλαδή αρχικά στον υπεύθυνο του γραφείου της ….(Γ. Ζ.), που στη συνέχεια τα προωθούσε στα κεντρικά γραφεία της εναγομένης στην …. όπου οι διευθυντές της εναγομένης τα έλεγχαν και έκαναν την τελική επιλογή τους, καθώς και την ένταξή τους στην ύλη της εφημερίδας μετά την αναγκαία προεργασία (σελιδοποίηση κλπ). Η παρακολούθηση των αγώνων με τους παραπάνω τρόπους από τον ενάγοντα γινόταν τις ημέρες του Σαββάτου, της Κυριακής, της Δευτέρας και της Τετάρτης, Δευτέρες, Σάββατα και Κυριακές, που διεξάγονται οι ποδοσφαιρικοί αγώνες. Τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας ο ενάγων έπαιρνε συνεντεύξεις από αθλητές, προπονητές και παράγοντες και ενημερωνόταν (κυρίως μέσω του διαδικτύου από τον υπολογιστή του στα γραφεία της εναγομένης) για την κίνηση των μεταγραφικών περιόδων και τις προσλήψεις τεχνικών, καθώς και τις ειδήσεις από τον αθλητικό δικαστή, συντάσσοντας σχετικά κείμενα, που όπως και εκείνα που αφορούσαν περιγραφή αγώνων, ελέγχονταν από τους υπευθύνους της εναγόμενης πριν τη δημοσίευσή τους. Κατά την εκτέλεση της παραπάνω εργασίας του ο ενάγων υπέκειτο σε νομική και προσωπική εξάρτηση από την εναγομένη, μέσω του υπευθύνου της στη …., Διευθυντή του ανταποκριτικού της γραφείου Γ. Ζ. και των διευθυντών της στην …. Οι παραπάνω έδιναν στον ενάγοντα δεσμευτικές εντολές και οδηγίες ως προς το χρόνο και τον τόπο παροχής της εργασίας του (καθορίζοντας το ωράριό του – ώρες και ημέρες – και τις ομάδες που θα κάλυπτε), αλλά και ως προς τον τρόπο παροχής της, καθορίζοντας το γενικό περιεχόμενο των ειδήσεων και άρθρων που αυτός υπέγραφε (με την παρατήρηση βέβαια ότι ο ενάγων διατηρούσε την προσιδιάζουσα στη φύση του επαγγέλματος του δημοσιογράφου ανεξαρτησία και ανελάμβανε περιορισμένες πρωτοβουλίες) και τον έλεγχαν για να διαπιστώσουν αν συμμορφωνόταν προς τις οδηγίες αυτές. Με τη μεταξύ τους σύμβαση ο ενάγων και η εναγομένη απέβλεπαν στην παροχή της εργασίας του πρώτου προς τη δεύτερη, χωρίς μάλιστα να έχει ο ενάγων τη δυνατότητα να απασχοληθεί σε άλλη επιχείρηση και χωρίς πράγματι να απασχολείται σε τέτοια, καθώς και στον μισθό του ενάγοντος, που καταβαλλόταν με αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, πλην όμως τακτικά ανά μήνα. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, συνάγεται περαιτέρω ότι στη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση υπήρχε εξαρχής το…ποιοτικό στοιχείο, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως του ενάγοντος από την εναγομένη, που προσδίδει στη σύμβαση αυτή, και μάλιστα εξαρχής, το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απορριπτομένων, κατά το σχετικό τους σκέλος, των περιεχομένων στους λόγους της δεύτερης έφεσης αντιθέτων ισχυρισμών της εκκαλούσας…Περαιτέρω, με δεδομένα: την παραπάνω ιδιότητα του ενάγοντος ως εξωτερικού συντάκτη, το ότι αυτός ήταν έγγαμος, από το έτος 1996, στοιχείο που, όπως αποδείχθηκε, γνώριζε εξαρχής η εναγόμενη, και το ότι εργαζόταν στην εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, από την αρχική του πρόσληψη, δηλαδή από τις 13-3-2005, προϋπηρεσία που ήταν σε γνώση της εναγομένης (αφού είχε διανυθεί στην ίδια), ο νόμιμος μισθός του ενάγοντος, σύμφωνα με τις ΣΣΕ του ένδικου χρονικού διαστήματος…ανερχόταν στα ποσά που αναφέρονται στην οικεία στήλη του παρακάτω πίνακα. Όμως, η εναγομένη, μη αναγνωρίζοντας την προϋπηρεσία του ενάγοντος, του κατέβαλλε μικρότερο μισθό από το νόμιμο και συγκεκριμένα του κατέβαλλε ανά περίοδο τα ποσά που αναφέρονται στην οικεία στήλη του ίδιου πίνακα και του οφείλει τις αντίστοιχες διαφορές…

Πρέπει, επομένως, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, για διαφορές μηνιαίων μισθών, το παραπάνω αναφερόμενο συνολικό ποσό των 7949 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους…Εξάλλου, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα σε ορισμένες περιπτώσεις μικρότερα ποσά από εκείνα που εδικαιούτο για επιδόματα (δώρα) εορτών και αδείας, υπολογιζόμενα με βάση τον εκάστοτε νόμιμο μισθό του, προσαυξημένο, ως προς τα επιδόματα εορτών, με το συντελεστή 0,04166, όπως αναλυτικά αναφέρεται στον παρακάτω πίνακα, και του οφείλει τις αντίστοιχες διαφορές…

Πρέπει, επομένως, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, για διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας, το παραπάνω αναφερόμενο συνολικό ποσό των 918,11 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους…Τα λοιπά αιτούμενα με την αγωγή κονδύλια πρέπει να απορριφθούν σαν ουσιαστικά αβάσιμα, καθώς δεν αποδείχθηκαν. Ειδικότερα, τα κονδύλια για αμοιβή για εκτός έδρας εργασία του ενάγοντος, για παράνομη υπερωριακή του απασχόληση, για αποζημίωση για την εργασία του κατά τις Κυριακές και για αναπλήρωση της άδειας συναδέλφων του, πρέπει να απορριφθούν σαν ουσιαστικά αβάσιμα, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε συγκεκριμένες ημέρες εκτός έδρας και Κυριακές, συγκεκριμένες ώρες πέρα από το νόμιμο ωράριό του και ότι αναπλήρωσε σε συγκεκριμένες ημέρες συναδέλφους του που είχαν λάβει άδεια χωρίς να λάβει τις νόμιμες αμοιβές, αποζημιώσεις και προσαυξήσεις για όλες τις παραπάνω αιτίες.

Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει το Δικαστήριο έχοντας ως δεδομένο ότι ο ίδιος ο ενάγων, πέραν του ότι δεν διεκδίκησε ποτέ οποιοδήποτε ποσό για τις παραπάνω αιτίες κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης απασχόλησής του στην εναγομένη, δήλωσε με την από 31-3-2011 υπεύθυνη δήλωσή του προς αυτήν, ότι έλαβε όλες τις αποδοχές του, δώρα, άδειες, επιδόματα, ρεπό, καθώς και άδεια – επίδομα αδείας 2011 (και εκκρεμούσε μόνον η αναλογία δώρου Πάσχα 2011) και ότι δεν έχει άλλη απαίτηση ή αξίωση από την εργασιακή του σχέση με την εναγομένη. Και αντίθετα με τις παραπάνω αναφερόμενες διαφορές των μισθών και των επιδομάτων, που είναι βέβαιο ότι δεν καλύπτονται από την παραπάνω δήλωσή του (αφού από αυτήν σαφώς καλύπτονται μόνον οι υποδεέστεροι μισθοί και επιδόματα που (εσφαλμένα) του κατέβαλε η εναγομένη), ο ενάγων (όπως και οι μάρτυρές του) δεν δίνει καμία απολύτως πειστική εξήγηση γιατί δήλωσε, κατά την ημέρα μάλιστα της απόλυσής του, ότι δεν έχει καμία άλλη αξίωση από την εναγομένη, αν και θα έπρεπε να γνωρίζει πολύ καλά αν είχε πραγματοποιήσει απλήρωτη εργασία εκτός έδρας και κατά τις Κυριακές, απλήρωτη υπερωριακή απασχόληση και επίσης απλήρωτη αναπλήρωση της άδειας συναδέλφων του. Ακόμη, ως προς τα κονδύλια για αμοιβή της εκτός έδρας εργασίας του ενάγοντος και για παράνομη υπερωριακή του απασχόληση, πρέπει να αναφερθεί το ότι οι μάρτυρες του ενάγοντος καταθέτουν αόριστα και μη πειστικά ότι ο ενάγων έκανε μία βάρδια την εβδομάδα, καθώς και το ότι οι εργαζόμενοι στο γραφείο της εναγομένης στη …. ήταν, όπως αποδείχθηκε, περισσότεροι από 7, ειδικά τα έτη 2007, 2008 και 2009, αλλά και το ότι οι ποδοσφαιρικοί αγώνες δεν διεξάγονται καθημερινά και μάλιστα (οι αγώνες των κατηγοριών που κάλυπτε ο ενάγων) μετά τις 21.00”, ώστε να παρίσταται ανάγκη ο ενάγων να εργάζεται και μετά την ώρα αυτή πραγματοποιώντας ώρες υπερωρίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα αποζημίωση απόλυσης ύψους 5.322,66 Ευρώ, ενώ βάσει των ετών υπηρεσίας του στην εναγομένη (που υπερέβαιναν τα 6) και του παραπάνω μισθού του κατά τον τελευταίο μήνα πριν την απόλυση, έπρεπε να του καταβληθεί το ποσό των…6445,6 ευρώ. Για το λόγο αυτό η παραπάνω καταγγελία είναι άκυρη και ο ενάγων δικαιούται αποδοχές υπερημερίας από την καταγγελία μέχρι την 31-12-2011. Πιο συγκεκριμένα δικαιούται για μισθούς υπερημερίας του παραπάνω διαστήματος συνολικό ποσό…12430,80 ευρώ, και για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2011 ποσό…1438,74 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους…”.

Εν συνεχεία, το Μονομελές Εφετείο, αφού εδέχθη κατ’ ουσίαν τις εφέσεις και εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση, εδέχθη εν μέρει την αγωγή, ανεγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του αναιρεσιβλήτου και επιδίκασε υπέρ αυτού μισθούς υπερημερίας και διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών συνολικού ποσού 22736,35 ευρώ νομιμοτόκως κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται η πλημμέλεια ότι το Μονομελές Εφετείο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπ’ όψιν τους ισχυρισμούς της αναιρεσειούσης ότι ο αναιρεσίβλητος υπέγραψε την από 2ας Οκτωβρίου 2006 σύμβαση ανεξαρτήτων δημοσιογραφικών υπηρεσιών χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, διαμαρτυρία ή εναντίωση, ότι επίσης κατά το διάστημα από 1ης Μαρτίου 2005 μέχρι 4ης Ιανουαρίου 2007 είχε προβεί σε έναρξη επιτηδεύματος στην αρμοδία Δ.Ο.Υ. ως ελεύθερος επαγγελματίας και είχε θεωρήσει φορολογικά στοιχεία με αντικείμενο την παροχή δημοσιογραφικών υπηρεσιών, εξέδιδε δε αποδείξεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών με σφραγίδα “…”, βάσει των οποίων και εισέπραττε την αμοιβή του, ότι υπέγραψε την από 5ης Ιανουαρίου 2007 σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς οιαδήποτε εναντίωση, αμφισβήτηση ή διαμαρτυρία ως προς την αναγνώριση ως προϋπηρεσίας του διαστήματος από 1ης Μαρτίου 2005 μέχρι 4ης Ιανουαρίου 2007, μέχρι δε της εγέρσεως της αγωγής δεν αμφισβήτησε το περιεχόμενο της ως άνω από 2ας Οκτωβρίου 2006 συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων δημοσιογραφικών υπηρεσιών, ούτε προέβαλε διαμαρτυρία σχετικώς με την καταβολή μειωμένων αποδοχών ή επιδομάτων λόγω μη αναγνωρίσεως της προϋπηρεσίας του, ότι επίσης συνυπέγραψε την από 12ης Ιανουαρίου 2007 έγγραφη αναγγελία της προσλήψεως αυτού στον Ο.Α.Ε.Δ. χωρίς οποιαδήποτε εναντίωση, επιφύλαξη ή διαμαρτυρία και ότι με την από 31ης Μαρτίου 2011 υπεύθυνη δήλωση προς την αναιρεσείουσα εδήλωσε ότι δεν έχει οποιαδήποτε αξίωση από την εργασιακή του σχέση. Ο ως άνω λόγος, εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι συμφώνως προς τα ανωτέρω απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, αφού οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν αποτελούν, εν σχέσει προς το ζήτημα του χαρακτηρισμού της συμβάσεως του αναιρεσιβλήτου ως εξηρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, πράγματα κατά την προεκτεθείσα έννοια, καθ’ όσον συνέχονται προς την ιστορική βάση της αγωγής και συνιστούν άρνηση αυτής. Πάντως, όπως σαφώς προκύπτει από την προπαρατεθείσα αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία γίνεται αναφορά τόσον στην από 2ας Οκτωβρίου 2006 σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών και στο περιεχόμενο αυτής και τον τρόπο αμοιβής του αναιρεσιβλήτου βάσει αποδείξεων παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών όσον και στην από 31ης Μαρτίου 2011 δήλωσή του προς την αναιρεσείουσα και το περιεχόμενο αυτής, το Μονομελές Εφετείο έλαβε υπ’ όψιν και συναξιολόγησε κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος και τους εν λόγω ισχυρισμούς. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται εάν η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως και ιδίως εάν στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες επί ζητήματος ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τούτο συμβαίνει όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται παντελώς πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, τα οποία απαιτούνται προς εφαρμογή της εφαρμοσθείσης διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους.

Εν προκειμένω, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι το Μονομελές Εφετείο αφ’ ενός δεν αιτιολόγησε την κρίση του εν αναφορά προς τους αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς της αναιρεσειούσης περί της πληρωμής του αναιρεσιβλήτου βάσει αποδείξεων παροχής υπηρεσιών και της ελλείψεως οιασδήποτε εναντιώσεως ή επιφυλάξεως εκ μέρους αυτού κατά την υπογραφή των συμβάσεών του ή διαμαρτυρίας του λόγω καταβολής μειωμένων αποδοχών, αφ’ ετέρου, ενώ απέρριψε τα αιτήματα της αγωγής περί επιδικάσεως αμοιβών εργασίας εκτός έδρας και κατά Κυριακές ως και υπερωριακής εργασίας με την αιτιολογία ότι “ο ίδιος ο ενάγων, πέραν του ότι δεν διεκδίκησε ποτέ οποιοδήποτε ποσό για τις παραπάνω αιτίες κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης απασχόλησής του στην εναγομένη, δήλωσε με την από 31-3-2011 υπεύθυνη δήλωσή του προς αυτήν, ότι έλαβε όλες τις αποδοχές του, δώρα, άδειες, επιδόματα, ρεπό, καθώς και άδεια – επίδομα αδείας 2011 (και εκκρεμούσε μόνον η αναλογία δώρου Πάσχα 2011) και ότι δεν έχει άλλη απαίτηση ή αξίωση από την εργασιακή του σχέση με την εναγομένη…ο ενάγων (όπως και οι μάρτυρές του) δεν δίνει καμία απολύτως πειστική εξήγηση γιατί δήλωσε, κατά την ημέρα μάλιστα της απόλυσής του, ότι δεν έχει καμία άλλη αξίωση από την εναγομένη, αν και θα έπρεπε να γνωρίζει πολύ καλά αν είχε πραγματοποιήσει απλήρωτη εργασία εκτός έδρας και κατά τις Κυριακές, απλήρωτη υπερωριακή απασχόληση και επίσης απλήρωτη αναπλήρωση της άδειας συναδέλφων του”, εν τούτοις, το Μονομελές Εφετείο εδέχθη κατ’ ουσίαν το αίτημα της αγωγής περί επιδικάσεως διαφοράς μηνιαίων αποδοχών και επιδομάτων εορτών και αδείας ως και μισθών υπερημερίας, παρ’ ότι συνέτρεχε ο αυτός αποδεικτικός λόγος, καθ’ όσον η δήλωση του αναιρεσιβλήτου κατελάμβανε όλες τις αξιώσεις αυτού από την εργασιακή σχέση και ο αναιρεσίβλητος θα έπρεπε ομοίως να γνωρίζει εάν παρείχε εξηρτημένη εργασία κατά το διάστημα από της προσλήψεώς του μέχρι της 4ης Ιανουαρίου 2007. Όμως, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Μονομελές Εφετείο διέλαβε επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες καθιστώσες εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 648 παρ. 1 ΑΚ και 6 Ν. 765/1943, όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό της διαμφισβητουμένης συμβάσεως, αφού από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι η αναιρεσείουσα δια των διευθυντών της εφημερίδος καθώριζε το ωράριο, τον τόπο και τον τρόπο παροχής της εργασίας του αναιρεσιβλήτου και ήλεγχε την ποιότητα αυτής, προσδιορίζονται επαρκώς τα βασικά κριτήρια του χαρακτηρισμού της εν λόγω συμβάσεως ως εξηρτημένης εργασίας. Επίσης δεν συνιστά αντιφατική αιτιολογία η κρίση του Μονομελούς Εφετείου ότι από την από 31ης Μαρτίου 2011 υπεύθυνη δήλωση του αναιρεσιβλήτου προς την αναιρεσείουσα, με την οποία εδήλωσε ότι δεν διατηρεί καμία άλλη απαίτηση από την μεταξύ αυτών εργασιακή σχέση, προέκυπτε ότι διάφορα επί μέρους ένδικα κονδύλια ήσαν αβάσιμα, ενώ αντιθέτως έγινε δεκτή η βασιμότης άλλων ενδίκων αξιώσεων αυτού, αφού η δικανική κρίση του Μονομελούς Εφετείου διεμορφώθη όχι μόνον από την εν λόγω υπεύθυνη δήλωση, αλλά, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εν συνδυασμώ και προς άλλα επί μέρους στοιχεία. Συγκεκριμένως, από την κατά τα ανωτέρω περαιτέρω περικοπή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως “ως προς τα κονδύλια για αμοιβή της εκτός έδρας εργασίας του ενάγοντος και για παράνομη υπερωριακή του απασχόληση, πρέπει να αναφερθεί το ότι οι μάρτυρες του ενάγοντος καταθέτουν αόριστα και μη πειστικά ότι ο ενάγων έκανε μία βάρδια την εβδομάδα, καθώς και το ότι οι εργαζόμενοι στο γραφείο της εναγομένης στη … ήταν, όπως αποδείχθηκε, περισσότεροι από 7, ειδικά τα έτη 2007, 2008 και 2009, αλλά και το ότι οι ποδοσφαιρικοί αγώνες δεν διεξάγονται καθημερινά και μάλιστα (οι αγώνες των κατηγοριών που κάλυπτε ο ενάγων) μετά τις 21.00′, ώστε να παρίσταται ανάγκη ο ενάγων να εργάζεται και μετά την ώρα αυτή πραγματοποιώντας ώρες υπερωρίας” προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο δεν ήχθη σε αρνητικό αποδεικτικό πόρισμα ως προς τα αιτήματα της αγωγής περί επιδικάσεως αμοιβών εργασίας εκτός έδρας και κατά Κυριακές ως και υπερωριακής εργασίας από μόνη την προαναφερομένη υπεύθυνη δήλωση, ώστε να συντρέχει η αυτή αιτιολογική βάση και ως προς τα λοιπά αιτήματα της αγωγής και η διαφορετική ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, θετική ως προς ωρισμένα αγωγικά αιτήματα και αρνητική ως προς άλλα, να παρίσταται αδικαιολόγητη και να ελέγχεται ως αντιφατική, αλλά διαμόρφωσε την εν λόγω αρνητική κρίση του, αφού συνεξετίμησε και τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως, ως προς τους οποίους κατά τα ανωτέρω διέλαβε ότι ως προς την εκτός έδρας και την υπερωριακή εργασία του αναιρεσιβλήτου καταθέτουν κατά τρόπο αόριστο και μη πειστικό, αλλά και τα δεδομένα του επαρκούς αριθμού των απασχολουμένων δημοσιογράφων και του μη απαιτούντος υπερωριακή απασχόληση του αναιρεσιβλήτου χρόνου τελέσεως των ποδοσφαιρικών αγώνων, ενώ αντιθέτως οι εν λόγω αρνητικές παράμετροι δεν συνέτρεχαν και ως προς την αναγνώριση της προϋπηρεσίας του αναιρεσιβλήτου και τις λοιπές αξιώσεις αυτού, αφού την προαναφερομένη αρνητική αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως εστίασε το Μονομελές Εφετείο μόνον εν σχέσει προς τα αιτήματα της επιδικάσεως υπέρ του αναιρεσιβλήτου αμοιβής εργασίας εκτός έδρας και κατά Κυριακές ως και υπερωριακής εργασίας, όχι δε και προς τα λοιπά αιτήματα της αγωγής.

Συνεπώς, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως, εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 17 ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται εάν η ιδία απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Η αντίφαση πρέπει να υφίσταται στο διατακτικό της αποφάσεως μεταξύ των διατάξεων αυτής, ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση της αποφάσεως ή να εμφανίζεται αβεβαιότης ως προς την γενομένη διάπλαση ή διάγνωση, ενώ είναι απαράδεκτος ο εν λόγω λόγος, εάν η αντίφαση υφίσταται στο αιτιολογικό της αποφάσεως ή μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού, εκτός εάν το αιτιολογικό επέχει θέση διατακτικού, οπότε η αντίφαση δύναται να εντοπίζεται και στο αιτιολογικό.

Εν προκειμένω, με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του προσάπτεται η πλημμέλεια ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις, διότι, ενώ λαμβάνονται η από 30ής Μαρτίου 2011 υπεύθυνη δήλωση του αναιρεσιβλήτου προς την αναιρεσείουσα και η μη διεκδίκηση παρ’ αυτού οιασδήποτε αξιώσεως μέχρι της εγέρσεως της αγωγής ως αιτιολογική βάση της απορρίψεως ως αβασίμων επί μέρους ενδίκων κονδυλίων, δεν αξιοποιούνται οι εν λόγω συνιστώσες, ώστε να απορριφθούν ως αβάσιμα και τα λοιπά αιτήματα της αγωγής. Ο ως άνω λόγος κατά το πρώτο σκέλος του, εκ του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι συμφώνως προς τα ανωτέρω απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, αφού αφορά αντιφατικότητα του αιτιολογικού και όχι του διατακτικού της αποφάσεως. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται εάν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου δεχόμενο πραγματικά γεγονότα προφανώς διάφορα των αναφερομένων στο εν λόγω έγγραφο. Προϋποθέσεις της ιδρύσεως του προαναφερομένου αναιρετικού λόγου είναι να πρόκειται αποδεικτικό έγγραφο κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ και αφ’ ενός η παραμόρφωση να εντοπίζεται σε προφανές διαγνωστικό σφάλμα του δικαστηρίου, το οποίο να προκύπτει από την σύγκριση του φερομένου ως περιεχομένου του εγγράφου και του αληθούς κατά λέξη περιεχομένου αυτού, αφ’ ετέρου δε το επίδικο έγγραφο να προσέκτησε πρωτεύοντα λόγο κατά τον σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως, ούτως ώστε να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του σφάλματος αναγνώσεως του δικαστηρίου και του επιζημίου ως προς τον αναιρεσείοντα αποδεικτικού πορίσματος. Επομένως, εάν το δικαστήριο της ουσίας απλώς συνεξετίμησε το έγγραφο με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξάρει το περιεχόμενο αυτού εν σχέσει με το αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε, ο εν λόγω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, ενώ, εάν το δικαστήριο εξετίμησε απλώς το περιεχόμενο του εγγράφου μετά από ορθή ανάγνωση αυτού και κατέληξε σε πόρισμα διάφορο εκείνου, το οποίο επικαλείται ο αναιρεσείων, ο εν λόγω λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, αφού προσβάλλεται η μη ελεγκτή αναιρετικώς συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ εκτίμηση των πραγμάτων από το δικαστήριο της ουσίας.

Εν προκειμένω, με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως κατά το έτερο σκέλος του προσάπτεται η πλημμέλεια ότι το Μονομελές Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των εξής εγγράφων: της από 2ας Οκτωβρίου 2006 συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών μεταξύ των διαδίκων, της από 12ης Ιανουαρίου 2007 αναγγελίας προς τον Ο.Α.Ε.Δ., των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών του αναιρεσιβλήτου και εν μέρει της από 31ης Μαρτίου 2011 υπευθύνου δηλώσεως αυτού προς την αναιρεσείουσα, τα οποία, εάν είχε αναγνώσει ορθώς, θα κατέληγε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι ο αναιρεσίβλητος από της προσλήψεώς του μέχρι της 4ης Ιανουαρίου 2007 είχε απασχοληθεί υπό σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Όμως, από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο ορθώς ανέγνωσε τα προαναφερόμενα έγγραφα, αλλά απλώς κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα διάφορο του προτεινομένου από την αναιρεσείουσα.

Συνεπώς, συμφώνως προς τα ανωτέρω ο εν λόγω λόγος κατά το έτερο σκέλος του, εκ του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί.

Επειδή, από την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολΔ, κατά την οποία, αναίρεση επιτρέπεται, εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο εδέχθη πράγματα έχοντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ως αληθή χωρίς απόδειξη, συνάγεται ότι ο προβλεπόμενος από την εν λόγω διάταξη λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, εάν το δικαστήριο εδέχθη ως αληθείς ισχυρισμούς των διαδίκων, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ασκουμένου με την αγωγή ή την ανταγωγή ή με ένσταση ή αντένσταση δικαιώματος, χωρίς να έχει προσκομισθεί οιαδήποτε απόδειξη προς τούτο ή χωρίς να εκτίθενται παντελώς στην προσβαλλομένη απόφαση τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ωδήγησαν στην εν λόγω απόδειξη. Εάν όμως οι ισχυρισμοί δεν ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ως μη δυνάμενοι να επιδράσουν στο διατακτικό της αποφάσεως, ο εν λόγω λόγος είναι απαράδεκτος.

Εν προκειμένω, με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται η πλημμέλεια ότι το Μονομελές Εφετείο παρά τον νόμο εδέχθη ως αληθή χωρίς απόδειξη ότι ο αναιρεσίβλητος ενετάχθη στο μισθολόγιο της αναιρεσειούσης κατόπιν πιέσεως της οικείας συνδικαλιστικής οργανώσεως ως και ότι ο αναιρεσίβλητος από της προσλήψεώς του μέχρι της 4ης Ιανουαρίου 2007 παρείχε εξηρτημένη εργασία. Ο εν λόγω λόγος, εκ του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος, καθ’ ο μέρος αφορά την ένταξη του αναιρεσιβλήτου στο μισθολόγιο της αναιρεσειούσης κατόπιν πιέσεως της συνδικαλιστικής οργανώσεως, συμφώνως προς τα ανωτέρω ως απαράδεκτος, αφού η εν λόγω παραδοχή ουδεμία ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης, καθ’ ο μέρος δε αφορά τον χαρακτήρα της παρεχομένης κατά το προαναφερόμενο διάστημα εργασίας του αναιρεσιβλήτου, ως αβάσιμος, αφού από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο μνημονεύει συγκεκριμένως τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπ’ όψιν προς σχηματισμό της κρίσεώς του (καταθέσεις μαρτύρων κλπ) είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια. Κατ’ ακολουθίαν, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Eπειδή, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα ως ηττωμένη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος αυτού, ως ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από ……………  αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ’ αριθμόν ….. /2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου ποσού χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις ………….. 2019.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις ………. 2019.