tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Covid19: Κλειστά σχολεία για εκατομμύρια παιδιά στον πλανήτη

Όσο τα σχολεία παραμένουν κλειστά στο μεγαλύτερο πια μέρος του πλανήτη, όπως φαίνεται και στη χώρα μας αναδεικνύεται όλο και περισσότερο η ανισότιμη πρόσβαση των μαθητών στη γνώση, η οποία, στις συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγεται η τηλεκπαίδευση, μεγαλώνει εκρηκτικά.

Πριν από λίγες μέρες η «Γιούνισεφ» επισήμανε ότι οι οικογένειες 1,3 δισεκατομμυρίων παιδιών ηλικίας 3 με 17 ετών σε όλο τον πλανήτη δεν διαθέτουν κανένα είδος σύνδεσης στο διαδίκτυο. Στις ηλικίες 15 – 24 ετών, το ποσοστό αυτών που δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο από το σπίτι τους είναι 63%. Υπολογίζεται ότι τα 2/3 των παιδιών σχολικής ηλικίας παγκοσμίως δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο, αν και η πανδημία έχει καταστήσει την τηλεκπαίδευση σχεδόν τον μόνο τρόπο συμμετοχής στην Εκπαίδευση.

Αν όμως κάποιος θεωρεί ότι αυτά τα προβλήματα είναι υπόθεση μόνο των παιδιών από τις «υποανάπτυκτες χώρες», κάνει λάθος.

Σε πλήθος χωρών εντείνονται οι προβληματισμοί για τις επιπτώσεις που έχει στους μαθητές το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων, το ότι δεν διασφαλίζεται η λειτουργία τους με υγειονομικά πρωτόκολλα που θα υπηρετούν πραγματικά την όσο το δυνατόν μικρότερη διατάραξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αφού η διά ζώσης εκπαίδευση είναι αναντικατάστατη, όπως από την πρώτη στιγμή έχουν τονίσει οι εκπαιδευτικοί, ως οι πλέον αρμόδιοι.

Μεγαλώνουν τα κενά σε στοιχειώδεις γνώσεις

Τον περασμένο Σεπτέμβρη, στη Γαλλία, οι ετήσιες εξετάσεις αξιολόγησης που γίνονται για να καταγραφεί το επίπεδο των γνώσεων σε βασικά μαθήματα, όπως η Γλώσσα και τα Μαθηματικά, κατέγραψαν σοβαρές αδυναμίες στους μαθητές Δημοτικού. Οι εκπαιδευτικοί τα συνδέουν με το 6μηνο που μεσολάβησε, καθώς την άνοιξη τα σχολεία ήταν κλειστά και ακολούθησε το καλοκαίρι. Από τότε άλλωστε ήταν συνεχείς οι καταγγελίες εκπαιδευτικών για το πρόγραμμα «Εκπαίδευση από Απόσταση» που λάνσαρε το γαλλικό υπουργείο Παιδείας, αν και υπήρχαν σχολεία όπου το 40% των μαθητών δεν είχαν καν ηλεκτρονικό υπολογιστή στο σπίτι. Στη Νορμανδία το ποσοστό αυτό σε κάποιες περιοχές έφτανε μέχρι και το 75%.

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων, ακόμα και οι επικεφαλής της DGESCO (Direction Generale de l’Enseignement Scolaire – Γενική Διεύθυνση Σχολικής Εκπαίδευσης, υπάγεται στο υπουργείο Παιδείας) αναγνώριζαν ότι «δεν μπορούμε να αντικαταστήσουμε το σχολείο διά ζώσης, ειδικά όσον αφορά την απόκτηση βασικών γνώσεων».

Δάσκαλοι διαφόρων δημόσιων σχολείων δήλωναν ότι «επειδή τώρα ξεκινάει η εκπαιδευτική χρονιά, είναι λίγο νωρίς για να διαμορφώσουμε ακριβή εικόνα ως προς το φαινόμενο εγκατάλειψης του σχολείου από ορισμένους μαθητές, αλλά διαπιστώνουμε ότι πολλοί έχουν χάσει τα “αντανακλαστικά εργασίας” (συμμετοχή τους στο μάθημα, επιμέλεια και συνέπεια στις εργασίες κ.λπ.)». Καθηγητές λυκείων, παρατηρώντας τη συμπεριφορά των μαθητών τους μετά την επιστροφή, συμπέραιναν ότι «έχουν γίνει λίγο νευρικοί ως προς τις γνώσεις τους, δεν τολμούν να πουν ότι δεν γνωρίζουν κάτι (…) Βλέπουμε καθαρά ότι υπήρχε πολύς καιρός για να χάσουν τους ρυθμούς τους». Τέλος, εκπαιδευτικοί από επαγγελματικά λύκεια (στα οποία φοιτούν πολύ περισσότερα παιδιά εργατικών – λαϊκών οικογενειών) εντόπιζαν ότι «δυστυχώς, όσοι είχαν την τάση να εγκαταλείψουν το σχολείο πριν και στη διάρκεια της πρώτης καραντίνας, τώρα έχουν την τάση να έχουν απανωτές απουσίες».

«Εκτοξεύεται η ανομοιογένεια»

Οσο τα σχολεία παραμένουν κλειστά σε δεκάδες χώρες της Ευρώπης, πληθαίνουν και οι δημόσιες τοποθετήσεις διαφόρων επιστημόνων για τις συνέπειες που η κατάσταση αυτή θα έχει στο γνωστικό επίπεδο χιλιάδων παιδιών, με βάση και τους όρους που διεξάγεται η τηλεκπαίδευση.

Στα τέλη του Νοέμβρη, αναπτυξιακοί ψυχολόγοι από το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης χαρακτήρισαν «θεαματικές» τις συνέπειες που έχει το κλείσιμο των σχολείων ειδικά στους μαθητές Δημοτικού, δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων που έχουν αυτές οι ηλικίες και του ότι πολλές φορές οι γονείς αναλαμβάνουν «αναγκαστικά» και ρόλο «δασκάλου», με ό,τι πρόσθετες δυσκολίες αυτό προκαλεί ειδικά στους εργαζόμενους γονείς, που αυτήν την περίοδο μάλιστα μπορεί να δουλεύουν στο διπλανό (ή και στο ίδιο) δωμάτιο από εκείνο όπου το παιδί τους «κάνει μάθημα». Κι αυτό ενώ η οικονομική κατάσταση κάθε οικογένειας επηρεάζει καθοριστικά τους όρους που ένα παιδί συμμετέχει στην τηλεκπαίδευση, από το αν υπάρχει χώρος να «απομονωθεί» την ώρα του μαθήματος μέχρι το αν υπάρχει αξιοπρεπής σύνδεση και συσκευή, για να μη διακόπτεται συνεχώς η επαφή με την υπόλοιπη τάξη.

Μελέτη που έγινε με δεδομένα από σχολεία σε τέσσερα γερμανόφωνα καντόνια της Ελβετίας (και συγκρίνοντας αποδόσεις των μαθητών ένα δίμηνο πριν την καραντίνα και ένα δίμηνο στη διάρκεια της καραντίνας) κατέληξε ότι «όσο πιο μικρό είναι ένα παιδί, τόσο περισσότερο η διαδικασία της μάθησης επηρεάζεται και από την οικογένειά του, όμως οι καταστάσεις που βιώνει η οικογένεια κάθε παιδιού είναι πολύ διαφορετικές… Για τον γονιό που έχει ένα υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, είναι πιο εύκολο να βοηθήσει το παιδί του, να του προσφέρει ένα πιο κατάλληλο μέρος για να μελετήσει ή ακόμα και σωστά εργαλεία», π.χ. υπολογιστή. Συμπληρώνουν οι ψυχολόγοι ότι «τα πιο μικρά παιδιά είναι πιο ευάλωτα στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το οικογενειακό περιβάλλον τους εξαιτίας της πανδημίας, ειδικά τις οικονομικές» και παραπέμπουν σε έρευνες που έγιναν μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, σχολιάζοντας: «Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου, που σημαδεύτηκε από μεγάλη αύξηση της ανεργίας και τεράστια αβεβαιότητα (…) τα πιο μικρά παιδιά υπέφεραν πολύ από το άγχος των γονιών τους, τα οικονομικά τους προβλήματα και έγιναν πολύ περισσότερο θύματα βίας». Αναφερόμενοι δε στην πρόσφατη μελέτη, υπογραμμίζουν ότι μετά το κλείσιμο των σχολείων «εκτοξεύτηκε η ετερογένεια» των μαθητών, «κάποια παιδιά ξέχασαν αυτά που είχαν μάθει, άλλα έμειναν στάσιμα» και καταλήγουν: «Οταν το σχολείο δεν λειτουργεί, οι αιτίες για την αυξημένη ετερογένεια των μαθητών πρέπει να αναζητηθούν και στο ίδιο το παιδί και την οικογένειά του», αφού «παίζει ρόλο η κοινωνικοοικονομική κατάστασή τους».

Στις αρχές της βδομάδας μία υπόθεση ήρθε να αναδείξει και την πραγματικότητα που βιώνουν τα παιδιά στις ΗΠΑ. Γονείς μαθητών Δημοτικού από σχολεία της Καλιφόρνιας δημοσιοποίησαν τη διαμαρτυρία τους για την κατάσταση που αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους, τα οποία ουσιαστικά δεν μπορούν να συμμετέχουν σωστά στην τηλεκπαίδευση. Σημειωτέον, η Καλιφόρνια είναι η πολυπληθέστερη Πολιτεία και περιλαμβάνει ορισμένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα των ΗΠΑ, όπως το Λος Αντζελες.

«Η αλλαγή στην παροχή της εκπαίδευσης κατέστησε ουσιαστικά αδύνατο για πολλούς ήδη μη προνομιούχους μαθητές να παρακολουθήσουν μαθήματα. Η πολιτειακή κυβέρνηση εξακολουθεί να αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες της και να τηρήσει τη συνταγματική της υποχρέωση να διασφαλίσει την ισότητα στην εκπαίδευση», αναφερόταν μεταξύ άλλων σε προσφυγή που κατέθεσαν οι γονείς.

Αξίζει πάντως να παραθέσουμε αποσπάσματα της προσφυγής των γονιών, που είναι ενδεικτική για το «δικαίωμα στη μόρφωση» που προσφέρεται και στις ΗΠΑ.

Ένα δωμάτιο – χώρος διδασκαλίας και εργασίας

Στο κείμενο των γονιών αναφέρεται:

«Το Μάρτη του 2020, καθώς τα σχολεία σε όλη την Καλιφόρνια πέρασαν στο σύστημα της διδασκαλίας εξ αποστάσεως εξαιτίας της πανδημίας, φυσικός χώρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας δεν είναι πια τα σχολικά συγκροτήματα αλλά τα σπίτια των μαθητών. Για πολλές οικογένειες, ένα μόνο δωμάτιο έχει μετατραπεί πλέον σε αίθουσα διδασκαλίας διαφόρων τάξεων, αλλά και χώρος εργασίας για τα ενήλικα μέλη της. Για τα άστεγα παιδιά, σχολείο τώρα είναι οπουδήποτε κατορθώσουν να βρουν μια σύνδεση στο ίντερνετ. Η αλλαγή στην εκπαιδευτική διαδικασία κατέστησε πολλούς μαθητές που ήδη επιτηρούνταν αδύναμα εντελώς ανίκανους να παρακολουθήσουν μάθημα…

Μαύροι και λατινόφωνοι μαθητές από οικογένειες με χαμηλό εισόδημα στερούνται το στοιχειώδες τους δικαίωμα σε ελεύθερη και ίση εκπαίδευση. Δεν έχουν πρόσβαση σε συσκευές, σύνδεση, προσαρμοστικές τεχνολογίες και άλλα ψηφιακά εργαλεία απαραίτητα για την εκπαίδευση εξ αποστάσεως. Δεν μπορούν να διαβάσουν και να γράψουν σωστά, να κάνουν βασικές μαθηματικές πράξεις ή να κατανοήσουν τη διδακτέα ύλη. Υπάρχουν επίσης σοβαρά εμπόρια σε πραγματική εξ αποστάσεως διδασκαλία, παρά τις καλύτερες προσπάθειες αφοσιωμένων δασκάλων (…) Αυτές οι συνθήκες δεν θα γίνονταν αποδεκτές σε κοινότητες με περισσότερους λευκούς και πλούσιους (…)

Το κράτος επίσης δεν έδωσε στους δασκάλους τη στήριξη που χρειάζονται για να βοηθήσουν τα παιδιά να μάθουν κάτω από πρωτόγνωρες και δύσκολες συνθήκες. Αλλωστε οι δάσκαλοι δεν είναι απρόσβλητοι από το “ψηφιακό χάσμα”. Αντιμετωπίζουν και εκείνοι προβλήματα σύνδεσης, με ακατάλληλες συσκευές, κάμερες κ.λπ., ανεπαρκείς συνδέσεις ίντερνετ και έλλειψη επιμόρφωσης ως προς τη λειτουργία τάξης στο διαδίκτυο (…)

Εξαιτίας της ακατάλληλης απάντησης που δίνει σε αυτά τα ζητήματα το κράτος, γονείς και παππούδες χρειάστηκε να γίνουν δάσκαλοι, σύμβουλοι, συνοδοί παιδιών και τεχνικοί υπολογιστών και να βρουν τρόπο να πληρώσουν για όλα όσα τώρα αποτελούν βασικές προμήθειες για το σχολείο – laptops και tablets, χαρτί, εκτυπώσεις και πρόσβαση στο διαδίκτυο».

Οι γονείς αναφέρουν ότι «τα δημόσια σχολεία της Αμερικής εκλαμβάνονταν ως “ατμομηχανή της δημοκρατίας”, ο μεγάλος ισοσταθμιστής που δίνει σε όλα τα παιδιά την ευκαιρία να καθορίσουν το πεπρωμένο τους, να εξελιχθούν και να βελτιώσουν τους όρους ζωής τους», αλλά μετά, παραθέτοντας τα αρχικά των παιδιών τους, τονίζουν ότι «το σύστημα εκπαίδευσης της Πολιτείας τα καταδικάζει σε αποτυχία (…) Στο εκπαιδευτικό σύστημα της Καλιφόρνιας, τα παιδιά των “εχόντων” έχουν πρόσβαση σε βασική εκπαίδευση ενώ τα παιδιά των “μη εχόντων” στερούνται πρόσβαση, μετατρέποντας τη δημόσια Παιδεία τελικά στον μεγαλύτερο αντι-ισοσταθμιστή. Αυτό αποτελεί μεγάλη αλήθεια σήμερα, περισσότερο από ό,τι πριν την πανδημία…».

Σύμφωνα με πληροφορίες του Ριζοσπάστη

 

Β