tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

ΔΕΕ- Δεν επιτρέπεται γενική απαγόρευση πωλήσεων με ζημιά

αντιβαίνουν στη οδηγία 2005/29 ρυθμίσεις των κρατών μελών οι οποίες επιβάλλουν γενική απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών

Ο Γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαικού Δικαστηρίου προτείνει προς το δικαστήριο να δεχθεί ότι αντιβαίνουν στη οδηγία 2005/29 ρυθμίσεις των κρατών μελών οι οποίες επιβάλλουν γενική απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, όπως των πωλήσεων επί ζημία, τούτο δε ακόμη και αν οι εν λόγω ρυθμίσεις προβλέπουν εξαιρέσεις, στον βαθμό που οι ρυθμίσεις αυτές δεν είναι σύμφωνες με τις προϋποθέσεις απαγορεύσεως που καθορίζονται στην ως άνω οδηγία.

Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

Η Europamur Alimentación SA (στο εξής: Europamur) είναι εταιρία χονδρικής η οποία πωλεί προϊόντα οικιακής χρήσεως και τρόφιμα σε υπεραγορές και σε μικρότερα συνοικιακά καταστήματα. Καθώς συνεργάζεται με κεντρικό πρακτορείο προμηθειών, η Europamur μπορεί να προσφέρει στους πελάτες της (μικρά εμπορικά καταστήματα) προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τα εμπορικά κέντρα και τις μεγάλες αλυσίδες λιανικού εμπορίου.

Με απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2015, η Dirección General de Comercio y Protección del Consumidor de la Comunidad Autónoma de la Región de Murcia (Γενική Διεύθυνση Εμπορίου και Καταναλωτών της Αυτόνομης Κοινότητας της Περιφέρειας της Murcia, Ισπανία), πρώην Dirección General de Consumo, Comercio y Artesanía de la Comunidad Autónoma de la Región de Murcia (Γενική Διεύθυνση Καταναλωτών, Εμπορίου και Βιοτεχνίας της Αυτόνομης Κοινότητας της Περιφέρειας της Murcia, στο εξής: περιφερειακή διοικητική αρχή), επέβαλε στην Europamur πρόστιμο ύψους 3 001 ευρώ λόγω παραβάσεως της απαγορεύσεως που επιβάλλεται με το άρθρο 14 του LOCM, επειδή πώλησε επί ζημία ορισμένα προϊόντα που εμπορεύεται.

Η Europamur άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων λόγων, ότι είναι αναγκαίο να μπορούν τα μικρά εμπορικά καταστήματα να ευθυγραμμίζουν τις τιμές τους με εκείνες των ανταγωνιστών τους, ότι έπρεπε να τηρηθεί σε σχέση με αυτήν το σύστημα αποδείξεως που απορρέει από το άρθρο 17 του LCD και ότι η συμπεριφορά για την οποία επιβλήθηκε η κύρωση δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε ζημία των καταναλωτών. Η Europamur υποστήριξε επίσης ότι η επιβληθείσα κύρωση αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, καθόσον η οδηγία 2005/29 μεταφέρθηκε ελλιπώς στην εθνική έννομη τάξη με τον νόμο 29/2009, ο οποίος δεν τροποποίησε το γράμμα του άρθρου 14 του LOCM.

Στο πλαίσιο αυτό, με απόφαση της 27ης Απριλίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Μαΐου 2016, το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 4 de Murcia (επαρχιακό διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 4 της Murcia) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει η οδηγία [2005/29] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 14 του [LOCM], η οποία έχει αυστηρότερο χαρακτήρα από την εν λόγω οδηγία καθόσον απαγορεύει εκ προοιμίου την πώληση επί ζημία –μεταξύ άλλων από τους χονδρεμπόρους–, θεωρώντας την εν λόγω πρακτική ως διοικητική παράβαση για την οποία συνεπώς επιβάλλονται κυρώσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι σκοπός του ισπανικού νόμου είναι, επιπλέον της ρυθμίσεως της αγοράς, η προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών;

2)      Έχει η οδηγία [2005/29] την έννοια ότι αντιτίθεται στο προμνησθέν άρθρο 14 του [LOCM], ακόμη και αν η εθνική διάταξη προβλέπει εξαίρεση από τη γενική απαγόρευση της πωλήσεως επί ζημία στις περιπτώσεις στις οποίες i) ο παραβάτης αποδεικνύει ότι σκοπός της πωλήσεως επί ζημία είναι η προσέγγιση των τιμών ενός ή περισσότερων ανταγωνιστών οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν σημαντικά τις πωλήσεις του ή ii) πρόκειται για ευπαθή είδη των οποίων πλησιάζει η ημερομηνία λήξεως;»

Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματά του, τα οποία πρέπει κατά την άποψή μου να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν αντιβαίνει στην οδηγία 2005/29 εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει γενική απαγόρευση των πωλήσεων επί ζημία, ακόμη και στις συναλλαγές μεταξύ χονδρεμπόρων και λιανεμπόρων, με εξαίρεση την περίπτωση στην οποία ο παραβάτης αποδεικνύει ότι σκοπός της πωλήσεως επί ζημία είναι η προσέγγιση των τιμών ενός ή περισσοτέρων ανταγωνιστών με δυνατότητα σημαντικού επηρεασμού των πωλήσεών του ή ότι πρόκειται για ευπαθή είδη των οποίων πλησιάζει η ημερομηνία λήξεως.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι η οδηγία 2005/29 έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτήν κάθε εθνική διάταξη η οποία επιβάλλει γενική απαγόρευση προσφοράς προς πώληση ή πωλήσεως αγαθών με ζημιά, χωρίς να είναι αναγκαίο να καθορισθεί –με γνώμονα το πραγματικό πλαίσιο κάθε περιπτώσεως– εάν η επίμαχη εμπορική πράξη έχει «αθέμιτο» χαρακτήρα υπό το πρίσμα των κριτηρίων που τίθενται στα άρθρα 5 έως 9 της εν λόγω οδηγίας και χωρίς να αναγνωρίζεται στα αρμόδια δικαστήρια περιθώριο εκτιμήσεως ως προς το ζήτημα αυτό, εφόσον η διάταξη αυτή έχει σκοπούς που ανάγονται στην προστασία των καταναλωτών.

Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είναι ασυμβίβαστη προς το σύστημα της οδηγίας 2005/29 εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η εξέταση του τυχόν αθέμιτου χαρακτήρα εμπορικής πρακτικής γίνεται μόνον κατόπιν της απαγορεύσεως που προβλέπεται για τη μη τήρηση της υποχρεώσεως να ληφθεί σχετική έγκριση, με την αιτιολογία ότι αυτό έχει ως αποτέλεσμα η επίμαχη πρακτική να στερείται, υπό το πρίσμα της φύσεώς της και, ιδίως, του εγγενούς σε αυτή χρονικού παράγοντος, οποιουδήποτε νοήματος από οικονομικής απόψεως για τον εμπορευόμενο (52). Επομένως, είναι επιβεβλημένο να προηγείται της επιβολής τυχόν κυρώσεως η in concreto εξέταση του αθέμιτου χαρακτήρα πρακτικής, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που προβλέπονται ρητώς στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας.
Ως εκ τούτου, κατά την άποψή μου, η οδηγία 2005/29 έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτήν εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

Πρόταση

Η οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»), έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει γενική απαγόρευση προσφοράς προς πώληση ή πραγματοποιήσεως πωλήσεων επί ζημία και προβλέπει λόγους παρεκκλίσεως από τη συγκεκριμένη αρχή θεμελιωμένους σε μη προβλεπόμενα στην εν λόγω οδηγία κριτήρια.

Πηγή: Taxheaven

 

ΣΒ