tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

ΔΕΕ: Τόκοι υπερημερίας στις καθυστερήσεις επιστροφής ΦΠΑ

Δεν μπορεί να μετατεθεί η ημερομηνία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ μέχρι την παράδοση της εκθέσεως ελέγχου για τον σκοπό αυτό

Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης: Δεν μπορεί να μετατεθεί η ημερομηνία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ μέχρι την παράδοση της εκθέσεως ελέγχου για τον σκοπό αυτό.

 

Η απόφαση αυτή του ΔΕΕ  αφορά την ερμηνεία του άρθρου 183 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Η Glencore είναι επιχείρηση υποκείμενη στον ΦΠΑ, δραστηριοποιούμενη στο εμπόριο των σιτηρών. Υπέβαλε αίτηση προς τη φορολογική αρχή ζητώντας την επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ύψους 4 485 975 000 ουγγρικών φιορινιών (HUF) (περίπου 12,4 εκατομμύρια ευρώ) για τον Σεπτέμβριο του 2011, λόγω του ΦΠΑ που κατέβαλε επί των εισροών.

Κατόπιν της αιτήσεως αυτής και πριν από τη ζητηθείσα επιστροφή, η φορολογική αρχή κίνησε διαδικασία ελέγχου του νομότυπου χαρακτήρα της εν λόγω αιτήσεως. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η φορολογική αρχή απηύθυνε στην Glencore πολλές αιτήσεις γνωστοποιήσεως στοιχείων και της επέβαλε τρία πρόστιμα διότι η Glencore καθυστέρησε να απαντήσει σε ορισμένες από τις αιτήσεις αυτές, και οι εν λόγω διαπιστωθείσες καθυστερήσεις εμπόδισαν, κατά την άποψη της αρχής αυτής, τη διεξαγωγή της εν λόγω διαδικασίας.

Στις 13 Νοεμβρίου 2013, η φορολογική αρχή κατέβαλε στην Glencore το ποσό των 1 858 301 000 HUF (περίπου 5,9 εκατομμύρια ευρώ) ως μερική επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ. Η επιχείρηση ζήτησε από τη φορολογική αρχή να της καταβάλει το ποσό των 411 910 990 HUF (περίπου 1,3 εκατομμύρια ευρώ) για τόκους υπερημερίας της περιόδου από τις 4 Δεκεμβρίου 2011, ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με την Glencore, έληξε η προθεσμία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ, μέχρι τις 13 Νοεμβρίου 2013.

Η φορολογική αρχή απέρριψε την αίτηση αυτή με το αιτιολογικό ότι είχε επιβληθεί πρόστιμο στην Glencore διότι παρεμπόδισε τον έλεγχο του νομότυπου χαρακτήρα της αιτήσεως επιστροφής και διότι, ως εκ τούτου, σύμφωνα με την ισχύουσα ουγγρική ρύθμιση, η ημερομηνία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ και οι ενδεχόμενοι τόκοι υπερημερίας έπρεπε να υπολογισθούν από την ημερομηνία παραδόσεως της εκθέσεως στην οποία περιλαμβάνονταν οι διαπιστώσεις του ελέγχου. Επομένως, κατά τη φορολογική αρχή, δεν διαπιστώθηκε καμία καθυστέρηση στην επιστροφή και, εφόσον η παρεμπόδιση της διεξαγωγής του ελέγχου και της επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ οφειλόταν στη μη διαβίβαση των απαιτούμενων στοιχείων, η Glencore δεν δικαιούνταν τόκους υπερημερίας.

Στις 5 Νοεμβρίου 2015, η Glencore άσκησε, ενώπιον του Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου διοικητικών και εργατικών διαφορών της Βουδαπέστης, Ουγγαρία), προσφυγή κατά της αποφάσεως της φορολογικής αρχής με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της.

Η Glencore υποστήριξε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού ότι η ουγγρική νομοθεσία, κατά την οποία οι τόκοι υπερημερίας καταβάλλονται από την παράδοση της εκθέσεως που περατώνει τη διαδικασία ελέγχου σχετικά με την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ, αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα στις αρχές της αναλογικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της φορολογικής ουδετερότητας. Η επίμαχη στην κύρια δίκη διαδικασία ελέγχου διήρκεσε περισσότερο από δύο έτη για λόγους που δεν αφορούν την καθυστερημένη παράδοση των εγγράφων που ζητήθηκαν, αλλά κυρίως τις πράξεις της φορολογικής αρχής. Περαιτέρω, η εν λόγω αρχή επέβαλε στην Glencore να της διαβιβάσει πλήθος στοιχείων κατά τις δύο τελευταίες εβδομάδες της διαδικασίας ελέγχου, τάσσοντας σε κάθε αίτημα προθεσμία τριών μόνο εργάσιμων ημερών για τη γνωστοποίηση των στοιχείων αυτών. Κατά την Glencore, η φορολογική αρχή έπρεπε να έχει προβεί στην επιστροφή του ΦΠΑ εντός της προθεσμίας των 45 ημερών που θέτει το άρθρο 37 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας για τις αιτήσεις που υπερβαίνουν τα 500 000 HUF (περίπου 1 600 ευρώ). Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης επιστροφής, η φορολογική αρχή όφειλε να της καταβάλει τόκους υπερημερίας. Η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας επιτάσσει να μπορεί ο υποκείμενος στον φόρο να λάβει την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ εντός εύλογης προθεσμίας και ο χρόνος της επιστροφής αυτής δεν μπορεί να επηρεάζεται από διαδικαστικές πράξεις των φορολογικών αρχών.

 Η φορολογική αρχή ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής της Glencore, προβάλλοντας ότι τα πρόστιμα για καθυστερημένη υποβολή των απαραίτητων για τον φορολογικό έλεγχο στοιχείων επιβλήθηκαν ως συνέπεια της υπαίτιας συμπεριφοράς της Glencore και ότι λόγω ακριβώς της αμέλειάς της αυτής παρατάθηκε η προθεσμία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ.

 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας απαγορεύει στα κράτη μέλη να εξαρτούν την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ από προϋποθέσεις που επιβάλλουν πρόσθετο βάρος στους υποκείμενους στον φόρο επηρεάζοντας την οικονομική τους κατάσταση, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι η επιστροφή αυτή θα γίνεται εντός εύλογης προθεσμίας και ότι η διαδικασία επιστροφής δεν συνεπάγεται οικονομικό κίνδυνο για τον υποκείμενο στον φόρο. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι οι υποκείμενοι στον φόρο προς τους οποίους επεστράφη το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ εντός προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί εύλογη δικαιούνται τόκους υπερημερίας και ότι στην έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους εναπόκειται να ορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να καταβληθούν οι τόκοι αυτοί, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η νομολογία του Δικαστηρίου δεν περιλαμβάνει επαρκώς σαφείς υποδείξεις, ιδίως ως προς τις συνέπειες των προστίμων που επιβάλλει η φορολογική αρχή, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη. Θεωρεί ότι η επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ στην Glencore εντός προθεσμίας δύο ετών περίπου, αντί της συνήθους προθεσμίας των 45 ημερών, συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και ότι, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της επιχειρήσεως αυτής για την καταβολή τόκων υπερημερίας. Το εν λόγω δικαστήριο θεωρεί επίσης ως αντίθετο προς την αρχή αυτή το γεγονός ότι η φορολογική αρχή, κάνοντας κατάχρηση της γραμματικής ερμηνείας της συγκεκριμένης εθνικής ρυθμίσεως, μπορεί, επιβάλλοντας πρόστιμο στον υποκείμενο στον φόρο για μη εκπλήρωση της υποχρεώσεως διαβιβάσεως στοιχείων, να συνεχίζει για απεριόριστο διάστημα τους φορολογικούς ελέγχους χωρίς να υποχρεούται σε καταβολή τόκων υπερημερίας.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (πρωτοβάθμιο δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών της Βουδαπέστης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 183 της [οδηγίας ΦΠΑ] την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτό εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι η προθεσμία για την επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου του ΦΠΑ παρατείνεται μέχρι την ημερομηνία παραδόσεως της εκθέσεως που καταρτίσθηκε κατόπιν ελέγχου, στην περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο της διαδικασίας φορολογικού ελέγχου που κινήθηκε εντός 30 ημερών από την παραλαβή της αιτήσεως επιστροφής, επιβάλλεται στον υποκείμενο στον φόρο πρόστιμο λόγω μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του;

2)      Αντιβαίνει προς το άρθρο 183 της οδηγίας ΦΠΑ, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της φορολογικής ουδετερότητας και της αναλογικότητας, εθνική ρύθμιση η οποία, σε περίπτωση καταβολής ποσού με καθυστέρηση, αποκλείει την πληρωμή τόκων υπερημερίας εάν, στο πλαίσιο του ελέγχου σχετικά με τη καταβολή του ποσού αυτού, η αρχή επέβαλε πρόστιμο στον υποκείμενο στον φόρο λόγω μη τηρήσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας, παρά το γεγονός ότι ο έλεγχος, ο οποίος διήρκεσε επί πλείονα έτη, παρατάθηκε για λόγους που δεν οφείλονται κυρίως στον υποκείμενο στον φόρο;

3)      Έχουν το άρθρο 183 της [οδηγίας ΦΠΑ] και η αρχή της αποτελεσματικότητας την έννοια ότι το αίτημα καταβολής τόκων σχετικά με φόρους που παρακρατήθηκαν και δεν επιστράφηκαν, κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, είναι δικαίωμα το οποίο απορρέει άμεσα από το ίδιο το δίκαιο της Ένωσης, ούτως ώστε η διαπίστωση ότι συντρέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης και ότι ο φόρος δεν επιστράφηκε αρκεί για να προβληθεί δικαίωμα εισπράξεως τόκων ενώπιον των δικαστηρίων και των λοιπών αρχών των κρατών μελών;

4)      Στην περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα, καταλήξει, στη διαφορά της κύριας δίκης, στο συμπέρασμα ότι η εθνική ρύθμιση του κράτους μέλους είναι αντίθετη προς το άρθρο 183 της οδηγίας ΦΠΑ, θα κρίνει κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης εάν θεωρήσει ότι η άρνηση καταβολής τόκων υπερημερίας που εμπεριέχεται στις αποφάσεις των αρχών των κρατών μελών αντιβαίνει προς το άρθρο 183 της οδηγίας ΦΠΑ;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Με τα ερωτήματά του,τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία, στην περίπτωση που η φορολογική αρχή κινεί διαδικασία φορολογικού ελέγχου και επιβάλλει πρόστιμο σε υποκείμενο στον φόρο για άρνηση συνεργασίας, η ημερομηνία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ μπορεί να μετατεθεί μέχρι την παράδοση στον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο της εκθέσεως του ελέγχου αυτού και είναι δυνατόν να μην καταβληθούν τόκοι υπερημερίας, ακόμα και όταν η διάρκεια της διαδικασίας του φορολογικού ελέγχου είναι υπερβολική και δεν μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στη συμπεριφορά του υποκειμένου στον φόρο. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά ποιες υποχρεώσεις υπέχει, βάσει του δικαίου της Ένωσης, για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

Πρέπει να υπομνησθεί, εισαγωγικά, ότι, μολονότι το άρθρο 183 της οδηγίας ΦΠΑ δεν προβλέπει ούτε υποχρέωση καταβολής τόκων επί του επιστρεπτέου πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ούτε την ημερομηνία από την οποία οφείλονται τέτοιοι τόκοι, εντούτοις το στοιχείο αυτό δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το εν λόγω άρθρο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διαδικασία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ που προβλέπουν τα κράτη μέλη απαλλάσσεται από κάθε έλεγχο υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2011, Enel Maritsa Iztok 3, C‑107/10, EU:C:2011:298, σκέψεις 27 και 28, καθώς και της 24ης Οκτωβρίου 2013, Rafinăria Steaua Română, C‑431/12, EU:C:2013:686, σκέψη 19).

 Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ορισμένοι ειδικοί κανόνες τους οποίους πρέπει να τηρούν τα κράτη μέλη όταν ασκείται το δικαίωμα επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ απορρέουν από το άρθρο 183 της οδηγίας περί ΦΠΑ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και των γενικών αρχών που διέπουν τον τομέα του ΦΠΑ (βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, Rafinăria Steaua Română, C‑431/12, EU:C:2013:686, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Έτσι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διαδικασία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ την οποία προβλέπουν τα κράτη μέλη δεν πρέπει να θίγει την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, υποχρεώνοντας τον υποκείμενο στον φόρο να επωμισθεί, εν όλω ή εν μέρει, τον φόρο αυτόν. Ειδικότερα, η διαδικασία επιστροφής πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα στον υποκείμενο στον φόρο να εισπράξει, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, ολόκληρη την απαίτηση που προκύπτει από το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ, πράγμα που σημαίνει ότι η επιστροφή πρέπει να γίνεται εντός εύλογης προθεσμίας και ότι, εν πάση περιπτώσει, η θεσπιζόμενη διαδικασία επιστροφής δεν πρέπει να συνεπάγεται κανένα χρηματοοικονομικό κίνδυνο για τον υποκείμενο στον φόρο (αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2011, Enel Maritsa Iztok 3, C‑107/10, EU:C:2011:298, σκέψη 33, και της 28ης Ιουλίου 2011, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑274/10, EU:C:2011:530, σκέψη 45, καθώς και διάταξη της 17ης Ιουλίου 2014, Delphi Hungary Autóalkatrész Gyártó, C‑654/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2127, σκέψη 31).

Η προθεσμία αυτή μπορεί καταρχήν να παρατείνεται, προκειμένου να πραγματοποιηθεί φορολογικός έλεγχος, η δε παραταθείσα αυτή προθεσμία πρέπει να θεωρείται εύλογη, εφόσον η παράταση δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας ελέγχου (απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Enel Maritsa Iztok 3, C‑107/10, EU:C:2011:298, σκέψη 53).

Όταν το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ δεν επιστρέφεται στον υποκείμενο στον φόρο εντός εύλογης προθεσμίας, η αρχή της ουδετερότητας του φορολογικού συστήματος ΦΠΑ επιτάσσει την αντιστάθμιση της χρηματικής ζημίας που υπέστη ο υποκείμενος στον φόρο λόγω του γεγονότος ότι δεν είχε στη διάθεσή του το επίμαχο χρηματικό ποσό μέσω της καταβολής τόκων υπερημερίας (απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, Rafinăria Steaua Română, C‑431/12, EU:C:2013:686, σκέψη 23).

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι ο υπολογισμός των οφειλόμενων από το Δημόσιο τόκων ο οποίος δεν λαμβάνει ως αφετηρία την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε κανονικά να είχε επιστραφεί το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ, σύμφωνα με την οδηγία ΦΠΑ, είναι καταρχήν αντίθετος προς τις επιταγές του άρθρου 183 της οδηγίας αυτής (αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2011, Enel Maritsa Iztok 3, C‑107/10, EU:C:2011:298, σκέψη 51, και της 24ης Οκτωβρίου 2013, Rafinăria Steaua Română, C‑431/12, EU:C:2013:686, σκέψη 24).

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, μολονότι η προθεσμία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ μπορεί να παραταθεί μέχρι την ημερομηνία παραδόσεως της εκθέσεως η οποία περατώνει τη διαδικασία φορολογικού ελέγχου που διεξήχθη κατ’ αυτής, τούτο τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η διαδικασία αυτή δεν έχει ως συνέπεια την παράταση της προθεσμίας πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας. Στην περίπτωση που η διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας είναι υπερβολική, ο υποκείμενος στον φόρο δεν μπορεί να απολέσει τους τόκους υπερημερίας.

Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, συναφώς, ως προς την επίπτωση της συμπεριφοράς του υποκείμενου στον φόρο στον οποίο επιβλήθηκαν πρόστιμα λόγω ελλείψεως επιμέλειας κατά τη διαδικασία του φορολογικού ελέγχου, πρέπει να τονιστεί ότι, βεβαίως, όπως προβάλλει και η Ουγγρική Κυβέρνηση, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υποκείμενος στον φόρο ο οποίος, αρνούμενος να συνεργαστεί με τη φορολογική αρχή και εμποδίζοντας έτσι τη διεξαγωγή της διαδικασίας ελέγχου, προκάλεσε την καθυστέρηση της επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ μπορεί να ζητήσει καταβολή τόκων για την καθυστέρηση αυτή.

Ωστόσο, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συμβατές με τις επιταγές που απορρέουν από την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας εθνικές ρυθμίσεις ή πρακτικές δυνάμει των οποίων το γεγονός και μόνον ότι επιβλήθηκε πρόστιμο στον υποκείμενο στον φόρο ως κύρωση για την έλλειψη επιμέλειας κατά τον φορολογικό έλεγχο που διενεργήθηκε σε βάρος του παρέχει τη δυνατότητα στη φορολογική αρχή να παρατείνει τον έλεγχο αυτόν για χρονικό διάστημα που δεν δικαιολογείται από την εν λόγω έλλειψη επιμέλειας, χωρίς η εν λόγω αρχή να υπέχει υποχρέωση να του καταβάλει τόκους υπερημερίας.

Στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία, στην περίπτωση που η φορολογική αρχή κινεί διαδικασία φορολογικού ελέγχου και επιβάλλει πρόστιμο σε υποκείμενο στον φόρο για άρνηση συνεργασίας, η ημερομηνία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ μπορεί να μετατεθεί μέχρι την παράδοση στον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο της εκθέσεως του ελέγχου αυτού και είναι δυνατόν να μην καταβληθούν τόκοι υπερημερίας, ακόμα και όταν η διάρκεια της διαδικασίας του φορολογικού ελέγχου είναι υπερβολική και δεν μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στη συμπεριφορά του υποκειμένου στον φόρο.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία, στην περίπτωση που η φορολογική αρχή κινεί διαδικασία φορολογικού ελέγχου και επιβάλλει πρόστιμο σε υποκείμενο στον φόρο για άρνηση συνεργασίας, η ημερομηνία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου του φόρου προστιθέμενης αξίας μπορεί να μετατεθεί μέχρι την παράδοση στον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο της εκθέσεως του ελέγχου αυτού και είναι δυνατόν να μην καταβληθούν τόκοι υπερημερίας, ακόμα και όταν η διάρκεια της διαδικασίας του φορολογικού ελέγχου είναι υπερβολική και δεν μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στη συμπεριφορά του υποκειμένου στον φόρο.

Δείτε ολόκληρη την απόφαση του ΔΕΕ στο φορολογικό αρχείο του κόμβου

 

Πηγή: Taxheaven

 

 

 

ΣΒ