tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Διάκριση μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου σε καταγγελία σύμβασης

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


Ιδιαίτερα πρακτικά ζητήματα γεννά η παροχή μισθωτής εργασίας ενός προσώπου, όταν απαιτείται να γίνει η διάκριση της ιδιότητας του μισθωτού, ως εργάτη ή υπαλλήλου, καθώς ισχύουν διαφορετικές νομικές διατάξεις για την κάθε κατηγορία μισθωτών και ειδικότερα σε θέματα καταγγελίας της εργασιακής τους σχέσης και της καταβολής της αναλογούσας αποζημίωσης.
Εξ αρχής πρέπει να επισημανθεί ότι, η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται αποκλειστικά από το είδος της παρεχόμενης εργασίας του και όχι από τον περιεχόμενο στην σύμβαση εργασίας χαρακτηρισμό αυτού, ή τον τρόπο καταβολής της αμοιβής του (ημερομίσθιο ή μηνιαίος μισθός ).
Το ενδιαφέρον αυτό ζήτημα απασχόλησε το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο δικάζοντας ως Εφετείο (σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας ) έκρινε επί ασκηθείσας έφεσης της εργοδότριας εταιρείας, κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο με την υπ. αριθμ. 2185/2015 απόφαση του έκανε δεκτή την αγωγή που άσκησε ο απολυθείς μισθωτός και απασχολούμενος ως συνοδός χρηματαποστολών στην εναγόμενη και εκκαλούσα εργοδότρια εταιρεία, υποχρεώνοντας την εργοδότρια εταιρεία να καταβάλλει στον απολυθέντα μισθωτό αποζημίωση που αναλογούσε σε ιδιωτικό υπάλληλο και όχι σε εργατοτεχνίτη, όπως ισχυρίζονταν η εργοδότρια εταιρεία. 
Το δικάσαν ως Εφετείο, Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης απέρριψε, ως ουσία αβάσιμη, την έφεση της εργοδότριας εταιρείας, επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση και υποχρέωσε την εργοδότρια εταιρεία να καταβάλλει στον απολυθέντα μισθωτό την αποζημίωση που αναλογούσε σε υπάλληλο, καθώς έκρινε ότι, το είδος της εργασίας που παρείχε ο ως άνω μισθωτός αντιστοιχούσε σε εργασία υπαλλήλου και όχι σε αυτή ενός εργάτη .  
Ειδικότερα, με την υπ. αριθμ. 4281/2018 απόφαση του το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δέχτηκε σχετικά με το εξεταζόμενο θέμα τα εξής:
Κατά την διάταξη του άρθρου 10 του Ν.3514/1928, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το από 8/13.12.1928 Π.Δ. όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του Ν.4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 2655/1953, ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοια του παρόντος νόμου θεωρείται παν πρόσωπο, που κατά κύριο επάγγελμα απασχολείται επ’ αντιμισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, σε υπηρεσία ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου, ή εν γένει επιχειρήσεως, ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον εργασία αποκλειστικά, ή κατά κύριο χαρακτήρα, μη σωματική. Δεν θωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι οι υπηρέτες κάθε κατηγορίας, καθώς και παν εν γένει πρόσωπο, το οποίο χρησιμοποιείται στην παραγωγή αμέσως, ως βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός εργάτης, ή ως βοηθός ή μαθητευόμενος των εν λόγω κατηγοριών, ή παρέχει υπηρετικώς εν γένει υπηρεσίες.    
Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διάκριση του μισθωτού, ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στην σύμβαση χαρακτηρισμό αυτού, ή τον τρόπο της αμοιβής του. Εργασία δε εργάτη θεωρείται εκείνη, που προέρχεται αποκλειστικά, ή κατά κύριο λόγο, από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής καταβολής, τότε και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία, που απαιτείται για αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων. Έτσι για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου απαιτείται και εξειδικευμένη εμπειρία και ιδίως η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και η ανάληψη ευθύνης, κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία, κατά την εκτέλεση της εργασίας το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού (ΑΠ 1405/2014).      
Στην κρινόμενη περίπτωση, ο ενάγων, απολυθείς μισθωτός, προσελήφθη από την εργοδότρια εταιρεία παροχής υπηρεσιών φύλαξης και ασφάλειας με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως συνοδός χρηματαποστολών. Ειδικότερα δε, η εργασία του περιελάμβανε την μεταφορά χρηματικών ποσών πελατών της εργοδότριας εταιρείας, όπως τραπεζών, ΔΟΥ, καταστημάτων κ.λ.π. που πραγματοποιούσε με την χρήση οχήματος μαζί με άλλον εργαζόμενο της εργοδότριας εταιρείας, χωρίς να καταμετρά τα χρηματικά ποσά, τα οποία στην συνέχεια τοποθετούσε σε ειδική βαλίτσα με το κράτημα σκανδάλης χρωματισμού των χαρτονομισμάτων, για την περίπτωση κλοπής και ως εκ τούτου, ως συνοδός χρηματαποστολής ήταν εκτεθειμένος, λόγω της φύσης της εργασίας του σε συνεχή κίνδυνο διάπραξης σε βάρος της ζωής του και της ομαλής παροχής της εργασίας του, εγκληματικών πράξεων, οπότε και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του έπρεπε να βρίσκεται σε διαρκή επαγρύπνηση, επιδεικνύοντας ιδιαίτερα αυξημένη προσοχή, ψυχραιμία και αυτοέλεγχο και να είναι σε θέση εκτιμώντας του πιθανούς κινδύνους, που τυχόν είχε να αντιμετωπίσει, να προσαρμοσθεί κάθε φορά στις κατά τα άνω απρόβλεπτες και ιδιαίτερα επικίνδυνες για την ζωή του συνθήκες και δυσάρεστες καταστάσεις. Μάλιστα, όπως έκρινε η σχετική απόφαση ο εργαζόμενος για την προαναφερθείσα διαδικασία μεταφοράς χρημάτων ακολουθούσε τις οδηγίες των αρμοδίων οργάνων της εργοδότριας, για τις οποίες είχε ενημερωθεί, κατά την παρακολούθηση, τόσο κατά τον χρόνο της πρόσληψης του, όσο και κατά την διάρκεια του χρόνου της σύμβασης εργασίας του, σχετικών εκπαιδευτικών σεμιναρίων, στα οποία μάλιστα υπήρξε κατά την διάρκεια της εργασιακής του σχέσης και εκπαιδευτής νέων εργαζομένων συνοδών χρηματαποστολής.
Με βάση λοιπόν τα προεκτιθέμενα, για το είδος και την φύση της εργασίας, που προσέφερε ο εργαζόμενος αυτός στην επιχείρηση της εργοδότριας εταιρείας, η απόφαση έκρινε ότι, αποδείχθηκε πως αυτός διέθετε ιδιάζουσα εμπειρία και αναλάμβανε εν γένει πρωτοβουλία και ευθύνη, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και συνεπώς στην παροχή της εργασίας του υπερείχε το πνευματικό σε σύγκριση με το σωματικό στοιχείο, προσδίδοντας σε αυτόν την επαγγελματική ιδιότητα του ιδιωτικού υπαλλήλου, χωρίς να είναι αναγκαία προϋπόθεση, για τον χαρακτηρισμό αυτό η θεωρητική μόρφωση του .Συνεπώς, η εργασία που παρείχε ο εργαζόμενος στην εργοδότρια εταιρεία ήταν κατά κύριο λόγο εργασία πνευματικού μόχθου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 10 του Ν. 3514/1928 και επομένως ήταν υπάλληλος αυτής και όχι εργατοτεχνίτης, όπως ισχυρίζονταν η εργοδότρια εταιρεία, καθ’ όσον διέθετε κατάρτιση, την οποία απέκτησε μέσω της συμμετοχής του σε διαρκή σεμινάρια εκπαίδευσης και τεστ αξιολόγησης της ίδιας της εργοδότριας εταιρείας, ενώ επιπρόσθετα, διέθετε εμπειρία, την οποία απέκτησε με την πολυετή απασχόληση του στην συγκεκριμένη εργασία και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που η εργοδότρια εταιρεία του ανέθεσε καθήκοντα εκπαιδευτή των νεοπροσλαμβανομένων συνοδών χρηματαποστολής, αναλάμβανε πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και επιδείκνυε υπευθυνότητα, αφού έπρεπε να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση με τεταμένη προσοχή, ψυχραιμία και αυτοέλεγχο, για να είναι σε θέση, ενόψει των πιθανών κινδύνων να προσαρμοσθεί σε επικίνδυνες για την ζωή του και την ζωή των συναδέλφων του καταστάσεις.
Κατά συνέπεια, στην παροχή της εργασίας του ως άνω εργαζομένου υπερείχε το πνευματικό σε σύγκριση με το σωματικό στοιχείο, προσδίδοντας του έτσι την ιδιότητα του ιδιωτικού υπαλλήλου, χωρίς να απαιτείται, ως πρόσθετη προϋπόθεση, για τον χαρακτηρισμό του, ως υπαλλήλου η θεωρητική του μόρφωση και για τον λόγο αυτό η απόφαση απέρριψε την έφεση της εργοδότριας εταιρείας και υποχρέωσε αυτήν στην συμπλήρωση της καταβληθείσας αποζημίωσης, λόγω καταγγελίας της εργασιακής σχέσης, ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στις αποδοχές του   μισθωτού, ως ιδιωτικού υπαλλήλου και όχι ως εργατοτεχνίτη.
Τέλος πρέπει παρεπιμπτόντως να σημειωθεί ότι, η ως άνω απόφαση απέρριψε και την σχετική ένσταση κατά τόπο αναρμοδιότητας, που προέβαλε η εργοδότρια εταιρεία, εκ του λόγου ότι, στην σύμβαση εργασίας υπήρχε ρήτρα παρέκτασης της κατά τόπο αρμοδιότητας, που καθιστούσε αρμόδια τα Δικαστήρια της Αθήνας, καθώς έκρινε ότι, η συνομολόγηση της παρέκτασης δεν πρέπει να αποτελεί προϊόν της εκμετάλλευσης της ανάγκης, ή της απειρίας του αντισυμβαλλομένου, διότι στην περίπτωση αυτή, η συμφωνία προσκρούει στην διάταξη του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα, που απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, καθώς οδηγεί σε παρέλκυση της δίκης, αφού η εργοδότρια εταιρεία διατηρούσε υποκατάστημα και στην Θεσσαλονίκη και μπορούσε ευχερώς να εκπροσωπηθεί δικαστικά στην πόλη της Θεσσαλονίκης, σε αντίθεση  με τον εργαζόμενο, που αποτελεί το ασθενές μέρος της σύμβασης, ο οποίος κατοικούσε και παρείχε την εργασία του στην πόλη της Θεσσαλονίκης και συνεπώς θα αντιμετώπιζε δυσκολία στην δικαστική εκπροσώπηση του στην Αθήνα.