tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Δικαστική απόφαση σχετικά με δάνεια σε ελβετικό φράγκο

Του Κωνσταντίνου Λάιου, Νομικού Συνεργάτη του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών.

Του Κωνσταντίνου Λάιου, Νομικού Συνεργάτη του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών.

 


ΘΕΜΑ Δικαστική απόφαση διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων σχετικά με δάνεια με ρήτρα αξίας συναλλάγματος – δάνεια σε ελβετικό φράγκο

 

ΜΠρ (ΑσφΜ) Αθ 2536/2018

 

Δάνειο με ρήτρα αξίας συναλλάγματος – δάνειο σε ελβετικό φράγκο.. Παραβίαση από την Τράπεζα της παρ. Β’, αριθμός 2, περίπτωση x και xi της ΠΔΤΕ 2501/2002.

 

Αποδείχθηκε ότι η καθής τράπεζα δεν προέβη κατά το στάδιο των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων σε έρευνα περί του αν συνέτρεχε στο πρόσωπο των δανειοληπτών περίπτωση φυσικής αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, δηλαδή εάν ελάμβαναν εισοδήματα σε αυτούσιο νόμισμα ελβετικού φράγκου. Επί πλέον δεν προέβη κατά το στάδιο των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων σε προκαταρκτική έρευνα στη χορήγηση του δανείου με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου, προκειμένου να επιτευχθεί προσαρμοσμένη στους ανακόπτοντες πληροφόρηση αναφορικά με την αγορά συναλλάγματος, λαμβάνοντας υπόψη της την αντιληπτική τους ικανότητα, τη μόρφωση, το επίπεδο γνώσης, την ηλικία, το επάγγελμα, την οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση τους.

Εξάλλου οι ανακόπτοντες από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε πως διέθεταν ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος, απορριπτόμενου του ισχυρισμού της καθής ότι μπορούσαν να αντιληφθούν τους κινδύνους, που αναλαμβάνουν, δεδομένου ότι τα δάνεια, που χορηγήθηκαν σε Ελβετικό φράγκο, δεν είναι απλά δάνεια, αλλά στην ουσία είναι προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου συνδεμένα ευθέως με την αγορά συναλλάγματος. Η αγορά συναλλάγματος  είναι η αγορά όπου καθορίζονται οι συναλλαγματικές ισοτιμίες. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων τα διάφορα νομίσματα συσχετίζονται μεταξύ τους στην παγκόσμια αγορά, παρέχοντας την τιμή του ενός ως προς το άλλο. Το σημαντικότερο επομένως που ο δανειολήπτης έπρεπε να σταθμίσει, ήταν ο μεγάλος κίνδυνος, που αναλάμβανε έναντι μιας μελλοντικής σοβαρής μεταβολής της ισοτιμίας και ο τρόπος που αυτό θα μπορούσε να επιδράσει στην αποπληρωμή του δανείου. Αυτό θα ήταν δυνατό να γίνει μόνο με τη βοήθεια ειδικού συμβούλου της τράπεζας, εξειδικευμένου στην παροχή επενδυτικών συμβουλών σε ξένο νόμισμα. Η πληροφόρηση αυτή έπρεπε να είναι επαρκής και εξειδικευμένη, προκειμένου οι δανειολήπτες να είναι σε θέση να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες και συνετές αποφάσεις, έπρεπε δε να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις και το κεφάλαιο του δανείου, μια σοβαρή υποτίμηση του ευρώ και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του Ελβετικού φράγκου. Αναστέλλει την εκτέλεση μέχρι εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης επί της ανακοπής.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως 2536/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή ……………………………………………………………………..

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις …………………… για να δικάσει χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα την υπόθεση μεταξύ:

 

Των αιτούντων: 1. .. 2. ..κατοίκου ομοίως, οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Γεώργιου Καλτσά

 

Της καθ’ ης η αίτηση:  Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία: «ΤΡΑΠΕΖΑ …… Α.Ε.», που εδρεύει στην ……………………………. , νόμιμα εκπροσωπούμενης,, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του.

 

Στρεφόμενη κατά: της υπ’ αριθμό   ………………… διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Οι αιτούντες ζητούν  να γίνει δεκτή η από ……………./2018 αίτηση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης ……………./2018, προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο έκθεμα.

 

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά και όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματα τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι αιτούντες ζητούν με την υπό κρίση αίτηση τους να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ’ αριθμό : … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ανακοπής, την οποία έχουν ασκήσει νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά της διαταγής αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 632 ΚΠολΔ. Η αίτηση αυτή παραδεκτά και αρμοδίως εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ.

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 « Περί προστασίας των Καταναλωτών », οι Γενικοί Όροι των Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο η τελευταία, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου Γενικού Όρου, κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται ( ΑΠ 904/2011 Αρμ. 2012.1708 ). Ο περιέχων τη διάταξη αυτή Ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13 ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993            « Σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές ».

Συγκεκριμένα, στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω οδηγίας ορίζεται ότι « ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση ».

Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 αποτελεί ειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία.

Επομένως, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου Γ.Ο.Σ. είναι η με αυτόν                   « ουσιώδης ή σημαντική » διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 6/2006, ΕλλΔνη 2006.419), μνείας γενομένης ότι η παρ. 2 του άρθρου 6 του ως άνω νόμου έχει ήδη αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 3587/20707, όπου ορίζεται ότι οι Γ.Ο.Σ. που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι.

Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική  ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ. που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθρου 2 του  Ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα ένα (31) περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se – περ σε) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα.

Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται και η υπό στοιχείο ια’ σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στην σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13 ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 ελέγχεται εάν οι σχετικοί όροι είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει δηλαδή παραβιαστεί ή αρχή της διαφάνειας (ΟλΛΠ15/2007, ΔΕΕ 2007.975). Η απαίτηση περί διαφάνειας των ΓΟΣ δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό χαρακτήρα τους από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν (ΔΕΚ, απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, κατά σκέψεις 71 – 75). Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, δηλαδή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ειδικά, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες οι επιβαρύνσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ευκρινείς, δηλαδή να μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η διαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής και υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994. Και οι ΓΟΣ, υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010,943, ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005.802).

Εξάλλου, σύμφωνα με την υπ’ αριθμό 2501/31-10-2002 (ΦΕΚ Α’ 277/18-11-2002) Πράξη του Διοικητή, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ. 5 του Ν. 2076/1992 (όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργηση του με το άρθρο 92 παρ. 1 του Ν. 3601/2007), και άρα έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις, που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους.

Σύμφωνα με τις γενικές αρχές, που θεσπίζονται στην παράγραφο Α της εν λόγω ΠΔΤΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να ενημερώνουν:

α) σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε περίπτωση δανείων από συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος (παρ. Β’, αριθμός 2, περίπτωση Χ, της παραπάνω Πράξης του Διοικητή της) και

β) για τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων (παρ. Β’, αριθμός 2, περίπτωση xi, της παραπάνω Πράξης του Διοικητή της…), δηλαδή η ενημέρωση του δανειολήπτη, σε σχέση με τα δάνεια σε συνάλλαγμα και αναφορικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να γίνεται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, που να διαθέτει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 3606/2007 πιστοποιητικό καταλληλότητας.

Ειδικότερα, για την περίπτωση της συνομολογηθείσας σύμβασης σε ξένο νόμισμα (σε Ελβετικό φράγκο) και σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 30-4-2014 (υπόθεση C-26/13, … κατά … (σκέψεις 71- 75) για τη θεμελίωση της απαιτούμενης διαφάνειας των σχετικών συμβάσεων πρέπει να παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων και ειδικότερα να διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχωρίου νομίσματος σε ξένο, η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και τυχόν άλλων, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσε να έχει για τον ίδιο ο παραπάνω όρος, δηλαδή να διαγνώσει εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων που καλείται να καταβάλει για την αποπληρωμή του δανείου του, όσο και για το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ξένου νομίσματος (Ελβετικού φράγκου) διαφοροποιείται σε βάρος του πρώτου.

 

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα των αιτούντων και τα δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Οι αιτούντες με την ιδιότητα των συνοφειλετών στις … συνήψαν με την εναγόμενη στο κατάστημα …, την υπ’ αριθμό … σύμβαση στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου ποσού …, ελβετικών φράγκων (άλλως …. ευρώ (ισοτιμία εκταμίευσης 1 ευρώ = 1.625 ελβετικά φράγκα), διάρκειας 300 μηνών, επί σκοπώ όπως αποπληρώσουν παλαιότερο ληφθέν στεγαστικό δάνειο σε ευρώ από την καθ’ ης, επιπλέον δε όπως προβούν σε επισκευή και αποπεράτωση ακινήτου, όπως άλλωστε ρητά μνημονευόταν  στον υπ’ αριθμό 1 της εν λόγω σύμβασης.

 

Περαιτέρω δυνάμει της υπ’ αριθμό … Πρόσθετης Πράξης μετέτρεψαν το επιτόκιο από κυμαινόμενο σε σταθερό, ενώ με τις υπ’ αριθμούς … Πρόσθετες Πράξεις της αρχικής Σύμβασης, αναπροσαρμόστηκε ο τρόπος εξόφλησης του δανείου. Σύμφωνα δε με τον όρο υπ’ αριθμό 4.1 παρ. 3 της υπ’ αριθμό  … σύμβασης στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου « Η εξόφληση του δανείου από τον οφειλέτη θα γίνει είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα, είτε με το σε ευρώ ισάξιο (αντίτιμο) του συναλλάγματος ελβετικών φράγκων, υπολογιζόμενο την ημερομηνία πληρωμής της δόσης με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος όπως αυτή θα προκύψει από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος. Η τιμή αυτή θα είναι υψηλότερη από την τρέχουσα τιμή που η Τράπεζα πωλεί το Ελβετικό Φράγκο και η οποία εμφανίζεται στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος της Τράπεζας ».

Ακολούθως, σύμφωνα με τον όρο υπ’ αριθμό 6.1: « Ό οφειλέτης δικαιούται να καταβάλει σε ολική ή μερική εξόφληση του κεφαλαίου του δανείου, οποιοδήποτε ποσό, κατά τα ειδικότερα (περί καταβολής αυτού σε αυτούσιο συνάλλαγμα ή του ισάξιου αυτού σε ευρώ) οριζόμενα στον όρο 4.1 της παρούσας και εφόσον υπάρχει καθυστερημένη οφειλή με την προϋπόθεση ότι θα εξοφλήσει την οφειλή αυτή ».

Περαιτέρω βάσει του άρθρου 8.1 παρ. 3: «…Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης δανείου, πέρα από τις συνέπειες που μνημονεύονται κατά τα λοιπά στην παρούσα, η Τράπεζα δικαιούται επίσης (αλλά δεν υποχρεούται) να μετατρέπει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης από την Τράπεζα του Ελβετικού Φράγκου, όπως αυτή η τιμή προκύπτει από το ημερήσιο δελτίο τιμών συναλλάγματος της Τράπεζας, την ημερομηνία μετατροπής του συνόλου της οφειλής σε ευρώ και να χρεώνει αυτό με τόκο υπερημερίας, που θα υπολογίζεται με το ισχύον Βασικό Επιτόκιο της Τράπεζας για στεγαστικά δάνεια, πλέον περιθωρίου και της εισφοράς του ν. 128/1975, προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες…».

Τέλος, σύμφωνα με τον αριθμό 10: «Ο οφειλέτης και ο Εγγυητής δηλώνουν ότι πριν την υπογραφή της παρούσας σύμβασης ενημερώθηκαν πλήρως από τους υπαλλήλους της Τράπεζας σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη σύμβαση αυτή και ότι τους επεξηγήθηκαν όλοι οι όροι αυτής και ιδίως οι κίνδυνοι που μπορεί να προκύψουν από ενδεχόμενη αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ, αναφορικά με την σε ευρώ αποτίμηση του κεφαλαίου του δανείου, των ασφαλίστρων της καταβαλλόμενης δόσης και την εν γένει αποπληρωμή του δανείου ».

Με την ως άνω σύμβαση έγινε ο προσδιορισμός του αντικειμένου αυτής τόσο ως προς την υποχρέωση επιστροφής του άληκτου κεφαλαίου που εκταμιεύτηκε όσο και ως προς την υποχρέωση καταβολής της εκάστοτε μηνιαίας δόσης να διαμορφώνεται σε ξένο νόμισμα. Ενόψει δε του ότι εκ των πραγμάτων αποκλειόταν κάθε καταβολή από τους αιτούντες σε αυτούσιο συνάλλαγμα ελλείψει εισοδήματος σε ελβετικό φράνκο, αφού οι αιτούντες διαμένουν και δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στην Ελλάδα, η οφειλή τους αφορούσε την σε ευρώ αξία ελβετικών φράνκων που είχε υπολογιστεί το κεφάλαιο του δανείου, ανάλογα με την ισοτιμία που οριζόταν μονομερώς από την καθ’ ης κατά τα προβλεπόμενα στην σύμβαση και με βάση την εκάστοτε συναλλαγματική ισοτιμία.

Επειδή οι αιτούντες από τον Απρίλιο του 2015 δεν κατέβαλαν τις δόσεις του δανείου, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί με τους ως άνω όρους, η καθ’ ης Τράπεζα προέβη στην καταγγελία της δανειακής σύμβασης. Όλοι οι παραπάνω όροι, που ήταν προδιατυπωμένοι από την καθ’ ής και περιλαμβανόταν στους Γ.Ο.Σ., χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, κατά το μέρος που ρυθμίζουν την ισοτιμία, με βάση την οποία θα μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι τυχόν καταβολές σε ευρώ, που πραγματοποιούν οι πιστούχοι – ανακόπτοντες καθ’ όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου τους, αλλά και στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης είναι αόριστοι και ασαφείς και ως εκ τούτου καταχρηστικοί και άκυροι. Συγκεκριμένα, με τους επίμαχους όρους παραβιάζεται από την καθ’ ής η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των Γ.Ο.Σ, η οποία επιτάσσει όλοι οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτων την μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως δε όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΕφΠειρ 711/2011 ΔΕΕ 2012.356).

Συγκεκριμένα, με τις ως άνω ρήτρες δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων στη σύμβαση διαδίκων, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν ετέρες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε ο καταναλωτής και εν προκειμένω, οι ανακόπτοντες, να μπορούν να εκτιμήσουν τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσαν να έχουν για τους ίδιους οι παραπάνω όροι, και, συγκεκριμένα, να διαγνώσουν, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλουν για την αποπληρωμή του δανείου, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου (βλ. ΔΕΚ, ό.π., σκέψεις 73-75).

Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η καθ΄ ής τράπεζα δεν προέβη κατά το στάδιο των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων σε έρευνα περί του αν συνέτρεχε στο πρόσωπο των δανειοληπτών περίπτωση φυσικής αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, δηλαδή εάν ελάμβαναν εισοδήματα σε αυτούσιο νόμισμα ελβετικού φράγκου. Επί πλέον δεν προέβη κατά το στάδιο των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων σε προκαταρκτική έρευνα στη χορήγηση του δανείου με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου, προκειμένου να επιτευχθεί προσαρμοσμένη στους ανακόπτοντες πληροφόρηση αναφορικά με την αγορά συναλλάγματος, λαμβάνοντας υπόψη της την αντιληπτική τους ικανότητα, τη μόρφωση, το επίπεδο γνώσης, την ηλικία, το επάγγελμα, την οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση τους. Εξάλλου οι ανακόπτοντες από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε πως διέθεταν ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος, παρά το γεγονός ότι είναι επιχειρηματίες που ασχολούνται με τουριστικές επιχειρήσεις, απορριπτομένου του ισχυρισμού της καθ΄ ής ότι μπορούσαν να αντιληφθούν τους κινδύνους, που αναλαμβάνουν, δεδομένου ότι τα δάνεια, που χορηγήθηκαν σε Ελβετικό φράγκο, δεν είναι απλά δάνεια, αλλά στην ουσία είναι προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου συνδεμένα ευθέως με την αγορά συναλλάγματος. Η αγορά συναλλάγματος είναι η αγορά όπου καθορίζονται οι συναλλαγματικές ισοτιμίες. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων τα διάφορα νομίσματα συσχετίζονται μεταξύ τους στην παγκόσμια αγορά, παρέχοντας την τιμή του ενός ως προς το άλλο. Το σημαντικότερο επομένως που ο δανειολήπτης έπρεπε να σταθμίσει, ήταν ο μεγάλος κίνδυνος, που αναλάμβανε έναντι μιας μελλοντικής σοβαρής μεταβολής της ισοτιμίας και ο τρόπος που αυτό θα μπορούσε να επιδράσει στην αποπληρωμή του δανείου. Αυτό θα ήταν δυνατό του δανείου, μια σοβαρή υποτίμηση του ευρώ και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του Ελβετικού φράγκου. Και ναι μεν οι επίμαχοι όροι ήταν σαφώς διατυπωμένοι από γραμματική άποψη και οι υπάλληλοι της καθ΄ ής τους ανέφεραν προφορικά στους ως άνω δανειολήπτες οι οποίοι και τους διάβασαν, όπως κατέθεσε η ως άνω μάρτυρας της καθ΄ ής πλην όμως μόνη η σαφήνεια αυτή δεν αρκεί, κατά τα διαλαμβανόμενα στην οικεία μείζονα σκέψη, προκειμένου να κριθούν ως έγκυροι βάσει των κριτηρίων, που ο      ν. 2251/1994 και η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν, αφού, εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας τους ως προς τις οικονομικές συνέπειες τους, οδηγούν ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή – πελάτη αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την Τράπεζα (βλ. ΑΠ 1219/2001, ΔΕΕ 2001,1128).

Εξάλλου η καθ’ ης όχι μόνο δεν προέβη σε ενημέρωση των δανειοληπτών αναφορικά με τα παραπάνω αλλά δεν προέβη ούτε σε ενημέρωση όσον αφορά τους αμυντικούς μηχανισμούς κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων, με ειδική και εξειδικευμένη παράθεση και ανάλυση των οικονομικών όρων « φυσική » και « χρηματοοικονομική » αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου, αναφορικά με την δυνατότητα χρήσης προγραμμάτων αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, με ασφάλιση, τη λειτουργία, χρήση και το κόστος αυτών, τη δυνατότητα χρήσης τη λειτουργία και το κόστος των πιστωτικών παραγώγων, τα οποία θα θωράκιζαν απέναντι στο συναλλαγματικό κίνδυνο σε επίπεδο τόσο δόσης όσο και άληκτου κεφαλαίου, καθώς τέτοια προϊόντα η καθ΄ ής δεν διέθετε. Συνεπώς οι δανειολήπτες πέραν της μη ενημέρωσης τους ήταν και εκτεθειμένοι στους εκάστοτε συναλλαγματικούς κινδύνους. Συνεπώς οι αιτούντες απέδειξαν, ως όφειλαν, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, για την πιθανότητα ευδοκίμησης του σχετικού λόγου της ανακοπής ότι η καθ’ ης τράπεζα δεν παρείχε σε αυτούς την κατάλληλη ενημέρωση σχετικά με τους οικονομικούς κινδύνους που μπορούν να προκύψουν από την ενδεχόμενη αυξομείωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος και του Ελβετικού φράγκου και ως εκ τούτου παραβίασε τον σχετικό ουσιώδη όρο των Γ.Ο.Σ., όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, που επηρεάζει τις θεμελιώσεις υποχρεώσεις του οφειλέτη, που προκύπτουν από την σύμβαση, την οποίαν ο τελευταίος δεν θα υπέγραφε, εάν είχε ενημερωθεί για τις υποχρεώσεις που αναλάμβανε και τις επιπτώσεις που θα είχε στις καταβαλλόμενες δόσεις και στο υπόλοιπο του κεφαλαίου του η μετατροπή του δανείου του από ευρώ σε ελβετικά φράγκα.

Εξάλλου, πιθανολογήθηκε ότι οι ανακόπτοντες σε περίπτωση εκτέλεσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής θα υποστούν ουσιώδη βλάβη, γιατί με την κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας τους θα περιέλθουν σε πλήρη αδυναμία λειτουργίας της οικογενειακής τουριστικής τους επιχείρησης που εδρεύει στο κυριότερο από τα ακίνητα της.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ ης, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση

Αναστέλλει την εκτέλεση της υπ’ αριθ.: … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από … ανακοπής των ανακοπτόντων κατά της υπ’ αριθ…. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Επιβάλλει σε βάρος της καθ’ ης τα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων, το ύψος των οποίων ορίζει σε …. ευρώ.