tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Είναι τελικά καλή η συμφωνία ή όχι;

Στο μικροσκόπιο οι αποφάσεις για το Χρέος και τη μεταμνημονιακή περίοδο

Του Γιώργου Παππού, δημοσιογράφου, συνεργάτη του ΕΕΑ

 

Αναμφίβολα πρόκειται για την ερώτηση που “καίει” κι όπως προκύπτει από τις αναλύσεις, τις εκθέσεις και τις μελέτες που έχουν το φως της δημοσιότητας από τις 22 Ιουνίου ως σήμερα, η απάντηση ούτε εύκολη είναι ούτε “καθαρή”. 

Μια προσέγγιση είναι να συγκρίνει κανείς τις αποφάσεις του 2016 και του 2017, με την απόφαση στην οποία κατέληξε το Eurogroup τα ξημερώματα της 22ας Ιουνίου. Η διαπίστωση είναι ότι αν και οι φετινές αποφάσεις προσεγγίζουν τις περσινές και προπέρσινες αποφάσεις, υπολείπονται σε βασικά σημεία. Κατ’ αρχάς, η επιμήκυνση και η περίοδος χάριτος είναι 10ετής, όταν η “οροφή” είχε τεθεί στα 15 χρόνια. Επιπλέον, η επιστροφή των κερδών του Ευρωσυστήματος από τα ελληνικά ομόλογα (ANFA- SMP) θα γίνει υπό την αίρεση των θετικών αξιολόγησεων, σε ένα ειδικό καθεστώς επιτήρησης, που τελικά θα διαρκέσει για 4 χρόνια. Τέλος, ο αυτόματος μηχανισμός ενεργοποίησης των μέτρων ελάφρυνσης- το αποκαλούμενο “γαλλικό κλειδί”- παραπέμφθηκε στις καλένδες. 

Αν η σύγκριση γίνει, όμως, με βάση τα όσα ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει η Γερμανία, το ισοζύγιο είναι αναμφίβολα θετικό, καθώς το Βερολίνο επέμεινε μέχρι την τελευταία στιγμή- απειλώντας ακόμα και με ναυάγιο το Eurogroup- σε 3ετή επιμήκυνση. Επιπλέον, η γερμανική πλευρά ήταν αυτή που επέμεινε σε όσο το δυνατόν μικρότερη τελική δόση, βάζοντας βέτο στα 21 δισ ευρώ, που προωθούσε η Κομισιόν με στόχο την εξαγορά των ακριβών δανείων του ΔΝΤ, με αποτέλεσμα ακόμα και αυτά τα 15 δισ ευρώ- έναντι αρχικού σχεδιασμού για 11,7 δισ ευρώ- να φαντάζουν άθλος. 

Κάποιοι μπήκαν, επίσης, στον πειρασμό να κάνουν συγκρίσεις με τα όσα προέβλεπαν οι αποφάσεις του 2012, ωστόσο ανεξαρτήτως του τι έγινε στο πρώτο 6μηνο του 2015, δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι η Ανάλυση Βιωσιμότητας εκείνης της περιόδου ήταν βασισμένη σε εξωπραγματικές παραδοχές για τα πλεονάσματα (4,5%) και τις προοπτικές του ΑΕΠ (στη ζώνη του 3%). 

Η πιο ασφαλής μέθοδος αποτίμησης της συμφωνίας είναι να διαβάσει κανείς τις αγορές. Σε αυτήν την περίπτωση, το λάθος είναι να μείνει κανείς στην αναμφίβολα θετική πρώτη αντίδραση, καθώς στις ημέρες που ακολούθησαν άρχισαν να αναδεικνύονται οι “γκρίζες” ζώνες της συμφωνίας. Είναι ενδεικτικό ότι η τιμή του 10ετούς δεν έχει πέσει κάτω από το 4%, ενώ και η απόδοση του 7ετούς, που λειτουργεί ως βαρόμετρο για την επόμενη έκδοση, παραμένει σε απαγορευτικά χαμηλά επίπεδα. 

Αυτό που τονίζουν όλοι ανεξαιρέτως οι αναλυτές είναι ότι ναι μεν ανοίγει ένας “καθαρός” διάδρομος για τα επόμενα χρόνια, ωστόσο αν η Ελλάδα δεν καταφέρει να πείσει για το μεταρρυθμιστικό της οίστρο και την ιδιοκτησία των αναγκαίων παρεμβάσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, τότε η αυτόνομη παρουσία της θα αρχίσει να”θολώνει”. 

Τους επόμενους κρίσιμους μήνες, οδεύοντας προς την έξοδο από τα Μνημόνια και μπαίνοντας στα βαθιά νερά των αγορών, θα αναδυθούν δύσκολα ζητήματα όπως η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού λόγω γήρανσης του πληθυσμού, η άρση των στρεβλώσεων στη φορολογία φυσικών και νομικών προσώπων, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Από τις απαντήσεις που θα δώσουν κυβέρνηση, αντιπολίτευση, παραγωγικοί και κοινωνικοί φορείς, θα κριθεί εν πολλοίς το αν η “επόμενη ημέρα” θα είναι “γκρίζα”, όπως προβλέπουν ήδη πολλοί διεθνείς αναλυτές…