tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Έκδοση ακάλυπτης επιταγής: Ποια είναι τα δικαιώματα του κομιστή

Γράφει η Σουζάνα Κλημεντίδη, Δικηγόρος-Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


 Χαρακτηριστικό φαινόμενο ενάντια στα συναλλακτικά ήθη είναι αυτό της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, της περίπτωσης δηλαδή που το  χρηματικό ποσό που αναγράφεται στην επιταγή δεν μπορεί να εισπραχθεί από τον δικαιούχο/κομιστή, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων από μέρους του εκδότη. Σε περίπτωση έκδοσης επιταγής χωρίς να υπάρχουν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια του εκδότη της, στοιχειοθετείται αστικό και ποινικό αδίκημα. Όταν  εμφανισθεί προς πληρωμή μια ακάλυπτη επιταγή στην Τράπεζα, η τελευταία πρέπει να βεβαιώσει τη μη πληρωμή της επιταγής λόγω μη ύπαρξης διαθέσιμων κεφαλαίων ή μη επαρκούς υπολοίπου, σφραγίζοντάς την. Η σφράγιση πρέπει να υπάρχει στο σώμα της επιταγής ή σε άλλο έγγραφο και να αναγράφεται η ημερομηνία εμφάνισης της επιταγής. Επίσης, η Τράπεζα πρέπει να αναγγείλει τον εκδότη της ακάλυπτης επιταγής στον Τειρεσία.

Η έκδοση ακάλυπτης επιταγής αποτελεί ποινικό αδίκημα προβλεπόμενο στο άρθρο 79 του Ν. 5960/1933 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. Ο κομιστής έχει δικαίωμα να καταθέσει έγκληση κατά του εκδότη, η οποία πρέπει να υποβληθεί εντός 3 μηνών από την ημερομηνία που ο κομιστής έλαβε γνώση και επιβάλλονται ποινές φυλάκισης από 3 μήνες έως 5 έτη. Περαιτέρω, ο κομιστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει το ποσό της επιταγής από τον εκδότη, τους τυχόν οπισθογράφους, που έθεσαν την υπογραφή τους πριν τον κομιστή. Το ποσό αυτό μπορεί να το διεκδικήσει με διαταγή πληρωμής ή με αγωγή. Παράλληλα, ο κομιστής μπορεί να ασκήσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά των ως άνω οφειλετών ζητώντας συντηρητική κατάσχεση και να προλάβει τυχόν μεταβίβαση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας.

Επίσης, ο κομιστής έχει δικαίωμα να διεκδικήσει αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας. Στο άρθρο 79 Ν.5960/1933 σε συνδυασμό με τα άρθρα 914, 297 και 298 ΑΚ, μπορεί να στηριχθεί αγωγή αποζημιώσεως αναφορικά με κάθε περαιτέρω ζημία του κομιστή που μπορεί να αποδειχθεί. Τα απαραίτητα δε στοιχεία της αγωγής αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας αντικειμενικά είναι: α) η έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή η συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπει ο νόμος, β) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρείας, που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρείας, γ) η μη ύπαρξη διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη στον πληρωτή της επιταγής, ελλείψει αντικρύσματος, κατά τον χρόνο εκδόσεως και οπωσδήποτε κατά τον χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, δ) η εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και η μη πληρωμή της επιταγής εντός της νομίμου προθεσμίας των 8 ημερών (άρθρο 29 Ν.5960/1933) προς εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα, ε) η από τη μη πληρωμή της επιταγής πρόκληση ζημίας στον κομιστή της, χωρίς να επηρεάζεται το αξιόποινο από λόγους που ανάγονται στην υποκείμενη αιτία, στ) η ύπαρξη ζημίας του δικαιούχου, η οποία προκαλείται υπαίτια με την έκδοση της επιταγής και ζ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράνομης και ζημιογόνου συμπεριφοράς του εκδότη, ώστε να δικαιούται ο κομιστής να ζητήσει με αγωγή εξ αδικοπραξίας την καταβολή πλήρους αποζημίωσης.

Υποκειμενικά απαιτείται η υπαιτιότητα του εκδότη, ήτοι ότι αυτός εξέδωσε την επιταγή καίτοι γνώριζε ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια, ενόψει του ότι η επιταγή ενσωματώνει χρηματική αξία και αποτελεί μέσο πληρωμής προς διευκόλυνση κυρίως των εμπορικών συναλλαγών. Για τη θεμελίωση της αγωγής από αδικοπραξία, πρέπει ο ενάγων να επικαλεσθεί ότι ο εκδότης-εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή αυτή δόλια, δηλ. ενώ γνώριζε ότι δεν είχε τα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο έκδοσης και εμπρόθεσμης εμφάνισης προς πληρωμή, ήτοι γνώση και θέληση για την έκδοση επιταγής που είναι ακάλυπτη, αποδεχόμενος ο εκδότης το ενδεχόμενο έστω αυτό, χωρίς να επηρεάζεται το αξιόποινο της πράξης του από λόγους αναγόμενους στην αιτία έκδοσης και μεταβίβασης της ακάλυπτης επιταγής. Δικαιούχος της αποζημίωσης είναι κάθε νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεώς της και βεβαιώσεως της μη πληρωμής, εφόσον αυτός είναι ο ζημιωθείς. Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία διώκεται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις αποζημίωση του κομιστή μη πληρωθείσας, αν και νομοτύπως και εμπροθέσμως εμφανισθείσας, επιταγής, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρα 79 του Ν.5960/1933 και 914 ΑΚ, για το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής αυτής. Επιπλέον, ο εκδότης της ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, σε αποζημίωση του κομιστή, κι αν ακόμη η επιταγή είναι μεταχρονολογημένη. Επί μεταχρονολογημένης επιταγής κρίσιμος χρόνος για τη γνώση του εκδότη ότι είναι ακάλυπτη η επιταγή λόγω μη υπάρξεως διαθεσίμων κεφαλαίων, είναι εκείνος κατά  τον οποίο πράγματι εκδόθηκε η επιταγή.

Περαιτέρω, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής στο όνομα νομικού προσώπου ο υπογράψας ως νόμιμος εκπρόσωπός, διευθύνων σύμβουλος ή άλλο μέλος του ΔΣ, ευθύνεται και ο ίδιος από αδικοπραξία. Ο εκδότης-όργανο του νομικού προσώπου καθίσταται υπεύθυνος του αδικήματος του άρθρου 79 του Ν.5960/1933 και προκαλεί αιτιωδώς ισόποση ζημία στον δικαιούχο της επιταγής κατά το ποσό αυτής, για την οποία ενέχεται και προσωπικώς, εφόσον η έκδοση της ακάλυπτης επιταγής έλαβε χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί, και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση, ενώ το υπαίτιο πρόσωπο ενέχεται επιπλέον σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο και ανεξαρτήτως αυτού. Ως όργανα δε του νομικού προσώπου νοούνται όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο, αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη και τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου ακόμη και όταν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη δι­οίκηση του τελευταίου. Ασκώντας δε την αξίωση προς αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, παρέχεται στον κομιστή της επιταγής η ευχέρεια να σωρεύσει ταυτόχρονα και αίτημα προσωπικής κράτησης κατά του εναγομένου εκδότη της ακάλυπτης επιταγής, εφόσον αυτός είναι υπαίτιος και με γνώση εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή. Επί εκδόσεως ακάλυπτης μεταχρονολογημένης επιταγής στο όνομα εταιρίας, δράστης του αδικήματος του άρθρου 79 παρ. 1 ν. 5960/1933, σε περίπτωση που μεσολάβησε αλλαγή του νόμιμου εκπροσώπου της, είναι ο εκπρόσωπος της εταιρίας που υπέγραψε αυτή κατά τον πραγματικό χρόνο εκδόσεώς της. Όχι αυτός που την εκπροσωπούσε κατά το χρόνο εκδόσεως που αναγράφεται στη μεταχρονολογημένη επιταγή ή κατά το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή.

Σε κάθε περίπτωση, με γνώμονα την προστασία των συναλλαγών και την τόνωσή τους, ο νόμος χρειάζεται να κινείται προς μια προωθητική κατεύθυνση προστασίας φυσικών και νομικών προσώπων. Με ενίσχυση του ήδη υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου και αυτή όχι απλά με τιμωρητικά στοιχεία αλλά και δίδοντας περιθώρια αποκατάστασης της ισορροπίας στην αγορά και τις συναλλαγές. Ώστε οποιαδήποτε κατεύθυνση οικονομικής ανάπτυξης και ενίσχυσης της αγοράς να συνοδεύεται από στιβαρά νομικά θεμέλια προστασίας.