tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Επιπλέον φραγμοί σε παράταση παραγραφής φορολογικών αξιώσεων Δημοσίου

μία νέα απόφαση του Β΄ τμήματος του ΣτΕ έρχεται για να επιφέρει έναν ακόμη περιορισμό στην παράταση της παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.

Μετά την έκδοση της υπ. αριθμ. 1738/2017  απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έβαλε φραγμούς στο δικαίωμα της Πολιτείας να παρατείνει υπέρμετρα τον χρόνο παραγραφής του δικαιώματος  της φορολογικής αρχής να προβαίνει σε φορολογικούς ελέγχους και να καταλογίζει κύριους και πρόσθετους φόρους, μία νέα απόφαση του Β΄ τμήματος του ΣτΕ έρχεται για να επιφέρει έναν ακόμη σημαντικό περιορισμό στην παράταση της παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου.
Ειδικότερα, όπως έκρινε η υπ. αριθμ. 2934/2017 απόφαση του ως άνω τμήματος του ΣτΕ η παραγραφή της σχετικής αξίωσης του Δημοσίου επιμηκύνεται σε δεκαετή, μεταξύ άλλων και όταν η διαπίστωση της ανακρίβειας της δήλωσης και η επιβολή του  διαφυγόντος φόρου και της χρηματικής κύρωσης στηρίζονται σε νέα συμπληρωματικά στοιχεία, δηλαδή στοιχεία αποδεικτικά της ύπαρξης μη δηλωθέντος εισοδήματος, που  περιήλθαν σε γνώση της φορολογικής αρχής μετά την παρέλευση της πενταετίας και τα οποία δικαιολογημένα δεν είχε λάβει υπόψη της η φορολογική αρχή εντός της πενταετίας .
Στην συνέχεια του σκεπτικού της η ως άνω απόφαση δέχτηκε ότι, δεν αποτελούν νέα συμπληρωματικά στοιχεία κατά την παραπάνω έννοια εκείνα τα οποία είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της πενταετίας, πλην όμως, αγνοήθηκαν, ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη από αυτήν ( βλεπ. Σχετ. ΣτΕ 3296/2008, ΣτΕ 2703/1997, ΣτΕ 2473/1996), είτε η φορολογική αρχή όφειλε να έχει λάβει γνώση τοις, εντός της ίδιας πενταετίας εάν είχε επιδείξει την δέουσα επιμέλεια ( βλεπ. Σχετ. ΣτΕ 2426/2002, ΣτΕ 1700/1965),  ήτοι αν είχε λάβει τα ακατάλληλα μέτρα ελέγχου και έρευνας, που προβλέπονται στο νόμο.
 
Περαιτέρω, σύμφωνα με τα όσα δέχεται η απόφαση  μεταξύ των βασικών και τακτικών μέσων του φορολογικού ελέγχου της ακρίβειας των δηλώσεων εισοδήματος, ο οποίος καταρχάς πρέπει να ενεργείται εντός της πενταετίας  είναι και η εξέταση του υπολοίπου και των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογουμένου στην ημεδαπή.  
 
Τούτων έπεται – όπως έκρινε η απόφαση –ότι στοιχεία για το υπόλοιπο, ή τις κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών στην ημεδαπή δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχειά ικανά να δικαιολογήσουν ενόψει και των επιταγών της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, την επιμήκυνση της καταρχήν πενταετούς παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ.4 περ. β , σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ. 2 περ. α του ΚΦΕ, καθώς σε αντίθετη περίπτωση ο κανόνας της πενταετούς παραγραφής δεν θα είχε κατ’ ουσίαν πεδίο εφαρμογής και η εμφανιζόμενη ως παρέκκλιση δεκαετής παραγραφή θα καθίστατο ο κανόνας, δεδομένου ότι, αν όχι το σύνολο των φορολογουμένων, αλλά εν πάση περιπτώση η συντριπτική πλειοψηφία αυτών τηρούσε ήδη από πολλών ετών και εξακολουθεί να τηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς τους οποίους άλλωστε δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση μεγάλου πλήθους συναλλαγών. Επιπρόσθετα ένας τέτοιος κανόνας ορίζοντας τόσο μακρύ χρόνο παραγραφής διπλάσιο του καταρχήν προβλεπομένου και δη ανεξαρτήτως των συνθηκών τέλεσης και της βαρύτητας από άποψης ποσού της αποδιδόμενης φοροδιαφυγής εμφανίζει σοβαρά μειονεκτήματα, τόσο για τους φορολογουμένους, όσο και για το Δημόσιο ( όσον αφορά την φερεγγυότητα των φορολογικών ελέγχων, την δυνατότητα προσήκουσας άμυνας των φορολογουμένων, τον προγραμματισμό και την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους, προς όφελος και της εθνικής οικονομίας καθώς και την εισπραξιμότητα των καταλογιζομένων  ποσών), καθώς θα έβαινε εμφανώς πέραν του μέτρου, που είναι αναγκαίο και εύλογο για τον εντοπισμό και την καταστολή της φοροδιαφυγής .και ιδίως της μεγάλης από άποψης ποσού, από μία σύγχρονη, επιμελή και καλά οργανωμένη φορολογική διοίκηση .
Ας ελπίσουμε ότι και η απόφαση αυτή θα συμβάλλει στον εξορθολογισμό του συστήματος φορολογικών ελέγχων από την φορολογική αρχή και στην πάταξη του φαινομένου της φοροδιαφυγής, εκεί όπου αυτή πράγματι υπάρχει, χωρίς να συνοδεύεται από ένα άσκοπο και άδικο πολλές φορές "κυνήγι μαγισσών" των φορολογουμένων.