tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου – ΔΕΔ Α. 2072/2020

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


Σε ζητήματα σχετικά με την υποχρέωση καταβολής του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας, η οποία έχει επενδύσει το πάγιο κεφάλαιο της σε ακίνητη περιουσία (ισοζύγιο λογαριασμών) και σκοπός της είναι η αγορά διαχείριση και εκμετάλλευση ακινήτων και στην οποία μετέχει ως μοναδικός εταίρος (100% θυγατρική) ανώνυμη εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, Α.Ε.Ε.Α.Π., κατά την έννοια των διατάξεων του Ν. 2778/1999, καθώς και σχετικά με το ζήτημα της έντοκης επιστροφής του τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού του ΦΣΚ αναφέρεται η υπ. αριθμ. Α.2072/2020 απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, η οποία επιλήφθηκε επί ενδικοφανούς προσφυγής, που κατέθεσε ΙΚΕ, ζητώντας να ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη του αιτήματος της για την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος  ποσού του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου, που καταβλήθηκε κατά την αύξηση του εταιρικού της κεφαλαίου.

Η υπόθεση αφορούσε στην αύξηση με κεφαλαιουχικές εισφορές του εταιρικού κεφαλαίου ΙΚΕ, στην οποία ως μοναδικός εταίρος συμμετείχε ανώνυμη εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία του Ν. 2778/1999, κατά ποσοστό 100%, στο εταιρικό της κεφάλαιο (σε τρόπο ώστε η ΙΚΕ να είναι 100% θυγατρική της ανώνυμης αυτής εταιρείας).

Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 21,22,31 του Ν.2778/1999, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 19 του Ν.4141/2013, καθιερώθηκε ο θεσμός της ανώνυμης εταιρείας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, σύμφωνα με τον οποίο, η εταιρία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία είναι ανώνυμη εταιρία με αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση και διαχείριση ακίνητης περιουσίας, δικαιώματος αγοράς ακινήτου δια προσυμφώνου και γενικώς τη διενέργεια επενδύσεων.

Το μετοχικό της κεφάλαιο έχει ελάχιστο ύψος είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) ευρώ που εισφέρονται ολοσχερώς κατά τη σύσταση της.

Οι μετοχές αυτών των εταιριών είναι υποχρεωτικά ονομαστικές.

Με τις διατάξεις αυτές ορίζεται ότι, τα διαθέσιμα της εταιρείας αυτής επενδύονται αποκλειστικά σε ακίνητη περιουσία, καθώς και δικαιώματα, μετοχές ή μερίδια σε ακίνητη περιουσία, σε ποσοστό τουλάχιστον 80% του ενεργητικού της.

Επίσης, με τις ως άνω διατάξεις προβλέπεται ότι, η ΑΕΕΑΠ δύναται, επίσης, να επενδύει σε: τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) των μετοχών ή μεριδίων εταιρείας, εξαιρουμένων των προσωπικών εταιρειών, που  αποκλειστικό σκοπό έχει την εκμετάλλευση ακινήτων, το σύνολο του παγίου κεφαλαίου της οποίας είναι επενδεδυμένο σε ακίνητη περιουσία ή/και δικαιώματα ή/ και απαιτήσεις ακίνητης περιουσίας, ή εταιρείας χαρτοφυλακίου.

Επίσης, από τις ως άνω διατάξεις προβλέπεται ότι, οι εκδιδόμενες από εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία μετοχές, καθώς και η μεταβίβαση ακινήτων προς αυτή απαλλάσσονται παντός φόρου,
οι δε διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και στις θυγατρικές εταιρείες των ανωνύμων εταιρειών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία.

Στην προκειμένη περίπτωση η θυγατρική (κατά ποσοστό 100%)  της ως άνω ανώνυμης εταιρείας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, η οποία σύμφωνα με τον καταστατικό της σκοπό είχε επενδύσει το πάγιο κεφάλαιο της σε ακίνητη περιουσία (ισοζύγιο λογαριασμών) και σκοπός της ήταν η αγορά διαχείριση και εκμετάλλευση ακινήτων, προχώρησε μετά από απόφαση της συνέλευσης των εταίρων της (ήτοι των μετόχων της ΑΕΕΑΠ) σε αύξηση του εταιρικού της κεφαλαίου με κεφαλαιουχικές εισφορές και θεωρώντας ότι οφείλει καταβολή του ΦΣΚ, κατέβαλε προς την αρμόδια ΔΟΥ τον αναλογούντα φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν.1676/1986 (ΦΕΚ Α 204), στο οποίο ορίζεται ότι, επιβάλλεται φόρος με την ονομασία “φόρος στη συγκέντρωση κεφαλαίων”, από εμπορικές εταιρείες και παράλληλα προσδιορίζεται ότι, αποτελούν συγκέντρωση κεφαλαίων και υπάγονται στο φόρο πράξεις όπως η σύσταση των προσώπων, που προβλέπονται από το άρθρο 17 και η αύξηση του κεφαλαίου τους, που γίνεται με την εισφορά περιουσιακών στοιχείων οποιουδήποτε είδους, ο δε φόρος ορίζεται σε ποσοστό ένα στα εκατό (1%) στην αξία που φορολογείται.

Στην συνέχεια όμως, η προσφεύγουσα εταιρεία υπέβαλε τροποποιητική δήλωση-αίτηση επιστροφής του καταβληθέντος φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, πλην όμως, μετά την πάροδο απράκτου τριμήνου από της καταθέσεως της ανακλητικής δήλωσης και αίτησης επιστροφής Φ.Σ.Κ., η αίτηση απορρίφτηκε σιωπηρά (τεκμαιρόμενη απόρριψη), από την αρμόδια ΔΟΥ.

Η εταιρεία άσκησε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, η οποία έκρινε ότι, η προσβαλλόμενη πράξη καθίσταται ακυρωτέα, καθότι υπάγεται ευθέως στις διατάξεις του Ν.2778/1999 για τις εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, ως εκ του σκοπού της, καθώς επίσης και της ιδιότητάς της προσφεύγουσας, ως θυγατρικής της μητρικής εταιρείας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, η οποία και αυτή υπάγεται στις πιο πάνω διατάξεις του Ν.2778/1999.

Ειδικότερα κρίθηκε ότι, στην ένδικη υπόθεση ισχύει το άρθρο 31 του παρ. 1 του Ν.2778/1999, το οποίο θεσπίζει την απαλλαγή των εκδιδόμενων από τις εν λόγω εταιρείες μετοχών από κάθε φόρο και άρα και από τον επίμαχο Φ.Σ.Κ..

Η απόφαση στο σκεπτικό της κάνει επίσης αναφορά στην υπ. αριθμ. 90/2019 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι, με την υπ. αριθμ. 3831/2014 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, έγινε δεκτό, καθ’ ερμηνείαν της διατάξεως του άρθρου 31 παράγραφος 1 του Ν.2778/1000 ότι …..”Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφερόμενη σε φορολογική απαλλαγή των «εκδιδόμενων μετοχών» των εν λόγω εταιριών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, καταλαμβάνει, κατά την βούληση του νομοθέτη και τη γενεσιουργό της εκδόσεως των μετοχών αυτών, σύσταση των εταιριών, κατά την οποία εισφέρεται ολοσχερώς το μετοχικό τους κεφάλαιο, που ορίζεται στο υπό έγκριση καταστατικό τους, στο οποίο προσδιορίζεται, μεταξύ άλλων, ο συνολικός αριθμός και η αξία εκάστης των ονομαστικών μετοχών που αναλογούν σε αυτό. Αυτό συνάγεται και από το γεγονός ότι η εν λόγω διάταξη, στο κρίσιμο πρώτο της εδάφιο, επαναλαμβάνει την αρχική ρύθμιση του άρθρου 31 παρ. 1 του Ν.2778/1999 κατά την εισηγητική έκθεση του οποίου «οι πρώτες τέσσερις παράγραφοι του άρθρου 31 βασίζονται στην αντίστοιχη ρύθμιση του Ν.1969/1991 για τις εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου», κατά το άρθρο 16 παρ. 4 του οποίου οι πράξεις σύστασης, το καταστατικό των εταιριών επενδύσεων χαρτοφυλακίου και οι εκδιδόμενες από αυτές μετοχές απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους, τέλους χαρτοσήμου, εισφοράς, δικαιώματος ή οποιασδήποτε άλλης επιβάρυνσης υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ως άνω απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε ότι, ενόψει της πιο πάνω ειδικής ρυθμίσεως, η οποία, θεσπισθείσα αρχικά με τον Ν.2778/1999, επιβεβαιώθηκε από τον νομοθέτη με τον μεταγενέστερο Ν.2992/2002, η ανώνυμη εταιρία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, όπως η αναιρεσείουσα, απαλλάσσεται, κατά τη σύστασή της, του, κατ’ άρθρο 17 του Ν.1676/1986 , φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου.

Κατόπιν αυτών η ΔΕΔ έκρινε ότι, η αύξηση κεφαλαίου της προσφεύγουσας ΙΚΕ, συνιστά γενεσιουργό αιτία της εκδόσεως μετοχών, όπως και η σύσταση, ως εκ τούτου, η αύξηση κεφαλαίου θυγατρικής εταιρείας , η οποία έχει επενδύσει σε τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) των μετοχών ή μεριδίων εταιρείας, εξαιρουμένων των προσωπικών εταιρειών, με αποκλειστικό σκοπό την εκμετάλλευση ακινήτων, τυγχάνει όλων των φορολογικών απαλλαγών, που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.2778/1999 και χαίρει όλων των φορολογικών προνομίων που έχουν θεσπιστεί για τις Α.Ε.Ε.Α.Π. .

Τέλος και αναφορικά με το έντοκο της επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου, η ΔΕΔ έκρινε ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 42 του Ν.4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας), αν ο φορολογούμενος δικαιούται επιστροφή φόρου, η Φορολογική Διοίκηση, αφού συμψηφίσει τους οφειλόμενους από τον φορολογούμενο φόρο με το ποσό προς επιστροφή, προβαίνει στην επιστροφή της τυχόν προκύπτουσας διαφοράς, και το επιστρεπτέο ποσό καταβάλλεται στον φορολογούμενο εντός ενενήντα (90) ημερών, από την υποβολή έγγραφου αιτήματος του φορολογουμένου, εκτός εάν προβλέπεται μικρότερο χρονικό διάστημα από άλλη διάταξη της φορολογικής νομοθεσίας, ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 53 του Ν.4174/2013 ορίζεται ότι, σε περίπτωση καταβολής υπερβάλλοντος ποσού φόρου (αχρεώστητη καταβολή), καταβάλλονται τόκοι στον φορολογούμενο για τη χρονική περίοδο από την ημερομηνία αίτησης επιστροφής του υπερβάλλοντος ποσού φόρου μέχρι την “ημερομηνία ειδοποίησης του φορολογούμενου για την επιστροφή”, εκτός εάν η επιστροφή φόρου ολοκληρωθεί εντός ενενήντα (90) ημερών από την παραλαβή από τη Φορολογική Διοίκηση της αίτησης επιστροφής φόρου του φορολογουμένου.

Από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι, από την 1.1.2014 και μετά, η Φορολογική Διοίκηση και εν προκειμένω η αρμόδια Δ.Ο.Υ., εφόσον διενεργεί επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού φόρου ή εισφοράς, μετά την πάροδο των 90 ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης του φορολογούμενου, οφείλει να υπολογίζει και να επιστρέφει τόκους. Η τοκοφορία αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος και οι τόκοι υπολογίζονται, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις και αποφάσεις περί καθορισμού των επιτοκίων του άρθρου 53 του Ν.4174/2013, μέχρι και την ημερομηνία ειδοποίησης του φορολογούμενου για την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού φόρου ή εισφοράς.

Κατόπιν αυτών η ΔΕΔ έκανε δεκτή την ενδικοφανή προσφυγή της προσφεύγουσας εταιρείας και διέταξε την έντοκη επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου.