tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Φορολογική αντιμετώπιση παροχών που καταβλήθηκαν σε εργαζομένους στο πλαίσιο προγραμμάτων ομαδικής συνταξιοδοτικής ασφάλισης προσωπικού επιχειρήσεων (ΣτΕ 2594/2021)

Γράφει η Ελένη Καραβέλα, Δικηγόρος – Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.

 

Τα τελευταία χρόνια, λόγω και της μείωσης του ύψους των παροχών των συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, έχουν καταστεί ιδιαίτερα ελκυστικά τα προγράμματα ομαδικής ασφάλισης προσωπικού, τα οποία προσφέρουν πολλές επιχειρήσεις στους εργαζομένους τους. Η ομαδική ασφάλιση προσωπικού αποτελεί συλλογική μορφή ασφάλειας που συνάπτει μια επιχείρηση με μια ασφαλιστική εταιρεία, με την οποία καλύπτονται προσωπικοί κίνδυνοι των εργαζομένων της. Πρόκειται για μορφή εργοδοτικής πρόνοιας που αξιοποιεί την ασφαλιστική τεχνική και μπορεί να πηγάζει από μια συλλογική σύμβαση εργασίας ή οικειοθελώς από τον εργοδότη. Ο εργοδότης συνάπτει σύμβαση υπέρ τρίτου και αναλαμβάνει να καλύπτει αυτός ολικά ή μερικά το ασφάλιστρο, ενώ δικαιούχοι των παροχών είναι οι εργαζόμενοι.

Το ζήτημα της φορολογικής αντιμετώπισης παροχών που καταβλήθηκαν σε εργαζομένους στο πλαίσιο προγραμμάτων ομαδικής συνταξιοδοτικής ασφάλισης απασχόλησε την φορολογική διοίκηση και εν συνεχεία τα διοικητικά δικαστήρια, φτάνοντας μέχρι και το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Ειδικότερα, στα πλαίσια φορολογικού ελέγχου μεγάλης εταιρείας διαπιστώθηκε ότι σε χρονικά διαστήματα αναγόμενα πριν την έναρξη ισχύος του Ν.4110/2013, κάποιοι εργαζόμενοι είχαν λάβει ποσά στο πλαίσιο προγραμμάτων ομαδικής συνταξιοδοτικής ασφάλισης προσωπικού επιχειρήσεων, τα οποία δεν είχαν δηλώσει ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες. Κατά τη φορολογική διοίκηση, οι παροχές που καταβλήθηκαν στους ως άνω εργαζόμενους στα πλαίσια ομαδικών προγραμμάτων ασφάλισης και οι οποίες προέρχονταν από τα ασφάλιστρα που είχε καταβάλει η εργοδότρια εταιρεία αποτελούσαν ένα είδος πρόσθετης αμοιβής για αυτούς, που υπόκειντο σε φόρο με τις γενικές διατάξεις του Ν.2238/1994, ενώ από 23-1-2013 τα ποσά αυτά φορολογούνται με ειδικό τρόπο σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 7 του Ν.4110/2013. Από την άλλη πλευρά οι φορολογούμενοι αντέτειναν ότι η παρακράτηση φόρου στα ποσά που καταβάλλονται στους δικαιούχους και κατά το μέρος που αντιστοιχεί στα ασφάλιστρα που έχει καταβάλει η επιχείρηση στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής του προσωπικού της προβλέφθηκε το πρώτον με τον Ν.4110/2013, και ως εκ τούτου η προσθήκη φορολογητέου εισοδήματος χωρίς ρητή διάταξη νόμου και μάλιστα αναδρομικά, για τα χρονικά διαστήματα πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, είναι ανεπίτρεπτη κατά το άρθρο 78 του Συντάγματος.

Το ζήτημα τέθηκε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο, με την υπ’ αριθμόν 2594/2021 απόφασή του, απεφάνθη ότι παροχές που κατεβλήθησαν σε εργαζομένους στο πλαίσιο προγραμμάτων ομαδικής συνταξιοδοτικής ασφάλισης προσωπικού επιχειρήσεων δεν αποτελούσαν φορολογητέο εισόδημα κατ’ άρθρο 45 παρ. 1 του (παλιού) Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/94). Κατά το σκεπτικό του Δικαστηρίου, λόγω της επί μακρόν αντίληψης της φορολογικής διοίκησης περί φορολόγησης του καταβαλλόμενου στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων ασφαλίσματος αποκλειστικά και μόνον ως εισοδήματος από κινητές αξίες (άρθρο 24 παρ. 1 περ. στ΄ του Κ.Φ.Ε.), πριν από τον ν. 4110/2013 – με το άρθρο 7 παρ. 3 του οποίου οι παροχές αυτές υπήχθησαν για πρώτη φορά σε φόρο ως εισόδημα από μισθωτή εργασία – υπήρχε ασάφεια ως προς το αν οι παροχές συγκέντρωναν τα κατά νόμον απαιτούμενα για τον χαρακτηρισμό τους ως εισοδήματος του άρθρου 45 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε. εννοιολογικά στοιχεία ή αν, αντιθέτως, επρόκειτο για παροχές, που, μη καταβαλλόμενες στο πλαίσιο ενεργού συμβάσεως εργασίας, αλλά σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της εργασιακής σχέσης και έχουσες κοινά χαρακτηριστικά με τα αφορολόγητα εφάπαξ βοηθήματα που χορηγούνται από τα ταμεία προνοίας και τους κοινωνικοασφαλιστικούς οργανισμούς, αποτελούσαν προσαύξηση της περιουσίας των δικαιούχων τους, για τη φορολόγηση της οποίας απαιτείτο ειδική διάταξη νόμου, αντίστοιχη με εκείνη που εισήχθη με τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 3 περ. ζ΄ του νέου Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013).

Για τους λόγους αυτούς, οι εφάπαξ ή περιοδικώς καταβαλλόμενες στο πλαίσιο ομαδικής συνταξιοδοτικής ασφάλισης του προσωπικού επιχειρήσεων παροχές, κατά το μέρος που αντιστοιχούν σε εισφορές του εργοδότη και, κατά μείζονα λόγο, σε εισφορές του εργαζομένου, δεν αποτελούσαν, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε., μισθολογικές παροχές, ελλείψει σχετικής νομοθετικής προβλέψεως και ανεξαρτήτως του, κατά το ιδιωτικό δίκαιο, χαρακτήρα τους. Ως εκ τούτου, τέτοιου είδους παροχές, το δικαίωμα είσπραξης των οποίων, ανεξάρτητα από τον χρόνο καταβολής τους, γεννήθηκε προ του ν. 4110/2013, δεν υπάγονται σε φόρο εισοδήματος ως πρόσθετες μισθολογικού χαρακτήρα παροχές, αλλά φορολογούνται, μόνον κατά το μέρος που αντιστοιχεί στην υπεραπόδοση των σχετικώς σχηματισθέντων μαθηματικών αποθεμάτων κατ’ άρθρο 24 παρ. 1 περ. στ΄ του Κ.Φ.Ε. Καταβλητέες, αντιθέτως, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4110/2013, περιοδικές παροχές, φορολογούνται εφεξής ως εισόδημα από μισθωτή εργασία, ακόμη και αν το δικαίωμα είσπραξης της πρώτης εξ αυτών γεννήθηκε σε χρόνο προγενέστερο της δημοσίευσης του νόμου αυτού. (Ιδ. την περίληψη της απόφασης στο adjustice.gr)