tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου στη “Δημοκρατία”: Χωρίς “εκπτώσεις”

Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “Δημοκρατία” (17/01/2023).


Το ξεκίνημα του νέου έτους βρίσκει την αγορά σε «χειμερινές εκπτώσεις», με τον εμπορικό κόσμο να ελπίζει σε πιο γεμάτα «ταμεία».

«Ταμεία» που γέμισαν, μεν, περισσότερο την περίοδο των εορτών, με τη λειτουργία, ωστόσο, της αγοράς να μην έχει ακόμη αποκατασταθεί στα προ Covid-19 επίπεδα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), κατά την εορταστική περίοδο μία στις τέσσερις επιχειρήσεις (26,4%) σημείωσε υψηλότερες πωλήσεις συγκριτικά με την αντίστοιχη εορταστική περίοδο του 2021-2022, σχεδόν μία στις δύο (43,6%) επιχειρήσεις δεν κατέγραψε κάποια μεταβολή, ενώ το 29,4% των επιχειρήσεων εμφάνισε επιδείνωση των πωλήσεων σε σχέση με πέρυσι.

Μάλιστα, όπως προκύπτει από την ίδια έρευνα, οι παρατεταμένες αναταράξεις και η αβεβαιότητα στην αγορά οδήγησαν μία στις τρεις επιχειρήσεις (35,6%) να πραγματοποιήσουν προσφορές/ εκπτώσεις ακόμα και κατά την εορταστική περίοδο.

Αβεβαιότητα, όμως, καταγράφεται και στις προβλέψεις των πωλήσεων για το 2023.Μία στις πέντε επιχειρήσεις (18,4%) δηλώνει αδυναμία πρόβλεψης εξαιτίας του ιδιαίτερα ρευστού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ενώ μία στις τέσσερις (26,4%) αναμένει επιδείνωση. Βασικοί παράγοντες τροφοδότησης αυτής της αβεβαιότητας είναι αφενός οι ανατιμήσεις στο ενεργειακό κόστος και αφετέρου η αύξηση των τιμών των προμηθευτών.

Οι προσδοκίες των εμπόρων για τόνωση του τζίρου τους κατά τις χειμερινές εκπτώσεις και κάλυψη μέρους των μεγάλων απωλειών της περιόδου της πανδημίας, «χτυπούν» ωστόσο στη σημαντική μείωση του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω της ακρίβειας.

Αν σε αυτό προστεθούν και οι αγορές των εορτών, τότε εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι το περίσσευμα για κατανάλωση, πέραν των βασικών αγαθών, είναι πολύ περιορισμένο έως και ανύπαρκτο.

Αποκαλυπτικά της κατάστασης που επικρατεί στην κοινωνία και την αγορά είναι και τα πρόσφατα στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου. Το αυξανόμενο κόστος ζωής είναι η μεγαλύτερη ανησυχία για το 100% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα.

Απόδειξη των αυξανόμενων οικονομικών δυσχερειών είναι και η αύξηση του ποσοστού των πολιτών που, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, αντιμετωπίζουν δυσκολίες πληρωμής λογαριασμών «τις περισσότερες φορές» ή «μερικές φορές». Στην Ελλάδα καταγράφεται αύξηση 14 μονάδων, με το ποσοστό αυτό να αγγίζει το 86%.

Πέρα, όμως, από τη μειωμένη κατανάλωση, οι επιχειρήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν και το πολλαπλάσιο πλέον λειτουργικό τους κόστος, αλλά και τα βάρη του παρελθόντος, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για την τρίτη διαδοχική κρίση, μετά την 10ετή περίοδο των μνημονίων και την πανδημία του κορονοϊού.

Αυτό το εκρηκτικό μίγμα έχει οδηγήσει περίπου 50.000 με 60.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε οριακό σημείο, ενώ το προηγούμενο διάστημα είχαμε 85.000 απολύσεις.

Για να αποφευχθούν «λουκέτα» αλλά και νέες απώλειες θέσεων εργασίας δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη λήψη στοχευμένων μέτρων στήριξης. Μία νέα ρύθμιση για την αποπληρωμή του συνόλου των οφειλών στο Δημόσιο, περισσότερα χρηματοδοτικά εργαλεία ώστε να δοθεί «ανάσα» ρευστότητας, αλλά και ουσιαστικά μέτρα τιθάσευσης της ακρίβειας, όπως μειώσεις φόρων.

Η στήριξη των επιχειρήσεων δεν χωρά «εκπτώσεις».