- 17/09/2024
Γ. Χατζηθεοδοσίου στη “Δημοκρατία”: Το Ουκρανικό πλήττει την επιχειρηματικότητα
Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ” (16/09/2024).
Δύο χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, οι επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία παραμένουν σοβαρές, με τις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν αμείωτες προκλήσεις.
Η ενεργειακή κρίση ήταν η πιο άμεση και δραματική συνέπεια του πολέμου, καθώς η δραστική μείωση των προμηθειών φυσικού αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία, οδήγησε σε απότομη άνοδο των τιμών. Συνέπεια ήταν η εκτίναξη του κόστους παραγωγής, η αύξηση του πληθωρισμού και η έναρξη μιας μακράς περιόδου επιβράδυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Μέχρι το τέλος του 2023, η τιμή του φυσικού αερίου στην Ευρώπη είχε αυξηθεί κατά περίπου 350% σε σύγκριση με τα προ της ρωσικής εισβολής επίπεδα, ενώ οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας για τις βιομηχανίες σημείωσαν άνοδο κατά μέσο όρο 45%, σύμφωνα με τη Eurostat. Ταυτόχρονα, οι τιμές των πρώτων υλών, όπως τα σιτηρά και τα μέταλλα, εκτοξεύθηκαν. Το 2023, ο δείκτης τιμών τροφίμων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) κατέγραψε αύξηση κατά 18% στις παγκόσμιες τιμές των σιτηρών, προκαλώντας σημαντικές διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Η διαθεσιμότητα πρώτων υλών μειώθηκε κατά 15% το 2023, ενώ το κόστος μεταφοράς αυξήθηκε κατά 25%, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (WTO).
Το σοκ για τις επιχειρήσεις ήταν ισχυρό, καθώς βρέθηκαν από την αρχή αντιμέτωπες με πρωτοφανείς αυξήσεις στο λειτουργικό τους κόστος, αλλά και στο κόστος δανεισμού τους εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων. Είδαν, ταυτόχρονα, τους τζίρους τους να μειώνονται δραματικά.
Όσο ο πόλεμος συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, η αβεβαιότητα αποθαρρύνει τις επενδύσεις, υπονομεύοντας την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας και την ευημερία των πολιτών της μακροπρόθεσμα.
Απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο, η Ευρώπη πρέπει να λάβει άμεσα, γενναίες πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας της. Χρειάζεται, βεβαίως, να επιμείνει και να πρωταγωνιστήσει στις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας για την αναζήτηση μιας βιώσιμης λύσης, που θα οδηγήσει στη λύση του πολέμου. Παράλληλα, όμως, οφείλει να επικεντρωθεί στην ενεργειακή της ασφάλεια και ανεξαρτησία, αλλά και να σχεδιάσει μια ενιαία αμυντική πολιτική, η οποία θα την καταστήσει περισσότερο αυτόνομη και ικανή, να διατηρήσει τη γεωπολιτική της ισχύ στην περιοχή. Οφείλει, επίσης, να επιδιώξει την δημιουργία ασφαλέστερων εφοδιαστικών αλυσίδων και να στηρίξει στην πράξη την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεών της – με ιδιαίτερη έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις: με νέα χρηματοδοτικά εργαλεία για την ενθάρρυνση επενδύσεων, με μέτρα μείωσης του ενεργειακού κόστους, με κίνητρα για την ενσωμάτωση καινοτομιών. Σήμερα, η Ευρώπη διαθέτει τις δυνατότητες και την υποχρέωση να δράσει αποφασιστικά για να ενισχύσει την οικονομική της ανάκαμψη και να θωρακιστεί έναντι μελλοντικών κρίσεων.