
- 19/02/2025
Γ. Καββαθάς στο eea.gr για την ψηφιακή κάρτα στην εστίαση: Ελπίδα να είναι μέσο εκσυγχρονισμού και όχι εξόντωσης των επαγγελματιών

Ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, της ΠΟΕΣΕ καθώς και μέλος της Διοικητικής Επιτροπής του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιώργος Καββαθάς, με άρθρο του στο eea.gr τοποθετείται για το θέμα της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας στην εστίαση.
Ακολουθεί το άρθρο του κ. Καββαθά:
«Σε συνθήκες ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας, ο έλεγχος της αγοράς εργασίας και η προστασία του υγιούς ανταγωνισμού είναι συνθήκη που επιζητούν πρώτα και κύρια οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Ωστόσο αν η ψηφιακή κάρτα εργασίας θεωρείται ως ένα μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού δεν θα πρέπει το μέσο να λειτουργήσει εις βάρος της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Εν προκειμένω των επιχειρήσεων στους κλάδους της εστίασης και του τουρισμού που καλούνται από την 1η Μαρτίου σε υποχρεωτική εφαρμογή ψηφιακής κάρτας.
Ειδικότερα ο κλάδος της εστίασης, όπως και κάθε κλάδος έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες, τα δικά του προβλήματα, τις δικές του ανάγκες και βέβαια την δική του συμβολή στην οικονομία, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αποτελεί τον 2ο μεγαλύτερο κλάδο στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα, με περισσότερες από 78.000 επιχειρήσεις, οι οποίες προσφέρουν περίπου 510.000 θέσεις απασχόλησης εκ των οποίων οι 430.000 είναι μισθωτής εργασίας. Ο δε κύκλος εργασιών του κλάδου άγγιξε το 2023 τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Διαρθρωτικά το 98% των επιχειρήσεων εστίασης είναι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Οι πολύ μικρές (έως 9 εργαζόμενοι) αποτελούν το 84% των επιχειρήσεων του κλάδου, ενώ οι μικρές (10-49 εργαζόμενοι) αποτελούν το 15%. Αυτό μας δείχνει ότι όπως και οι περισσότεροι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας, η εστίαση κυριαρχείται από τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις οι οποίες έχουν τα δικά τους προβλήματα και τις δικές τους ανάγκες.
Από τις έρευνες μάλιστα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ γνωρίζουμε ότι οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εστίασης αντιμετωπίζουν προβλήματα με
α) την έλλειψη ρευστότητας, καθώς σχεδόν 1 στις 3 (30%) επιχειρήσεις εστίασης δεν έχουν καθόλου ρευστά διαθέσιμα, που σημαίνει ότι έχουν εξαιρετικά περιορισμένες δυνατότητες να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε έκτακτη ή επιπρόσθετη δαπάνη. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι σχεδόν 9 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις, τις χρηματοδοτούν με ιδίους πόρους. Αυτό προσδιορίζει και τις ισχνές επενδυτικές τους δυνατότητες, καθώς στην συντριπτική τους πλειονότητα πρόκειται για επενδύσεις μικρής κλίμακας.
β) με την υπερχρέωση. Σχεδόν 4 στις 10 (38,6%) επιχειρήσεις εστίασης έχουν καθυστερημένες υποχρεώσεις προς το Δημόσιο, τις τράπεζες ή τους προμηθευτές τους, με περισσότερες από το 70% να έχουν πολλαπλές ληξιπρόθεσμες οφειλές.
γ) με το λειτουργικό τους κόστος που έχει αυξηθεί τα τελευταία 3 περίπου χρόνια μεσοσταθμικά κατά 40%. Μάλιστα ένα σημαντικό μέρος της αύξησης του λειτουργικού κόστους το απορρόφησαν οι ίδιες οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εστίασης, καθώς η μέση αύξηση των τιμών την τελευταία τριετία δεν έχει ξεπεράσει το 20%.
Το αποτέλεσμα των παραπάνω οδήγησε το 2023 το 40% περίπου το επιχειρήσεων του κλάδου να κλείσει είτε με ζημιές είτε χωρίς κέρδη, καθιστώντας απολύτως υπαρκτό και ορατό τον κίνδυνο για εκτεταμένα και μαζικά λουκέτα.
Και αυτό είναι το πλαίσιο εντός του οποίου πρόκειται να εφαρμοστεί η ψηφιακή κάρτα. Παράλληλα ως ένας από τους κλάδους που συνδέονται με τον τουρισμό, η εστίαση παρουσιάζει περιόδους συνεχούς δραστηριότητας, ενώ πολλές τουριστικές επιχειρήσεις εστίασης είναι εποχικές. Αυτό σε συνδυασμό με την δυσκολία εξεύρεσης προσωπικού που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην λειτουργία τους, αλλά και στην δυνατότητα τους να ανταποκριθούν στις συνεχόμενες αλλαγές που συντελούνται με την εφαρμογή οριζόντιων πολιτικών. Περαιτέρω, συνολικά οι επιχειρήσεις του κλάδου αναγκάζονται τακτικά να αλλάξουν το πρόγραμμα εργασίας λόγω έκτακτων γεγονότων ή/και να προσλάβουν έκτακτο προσωπικό.
Κατά την πιλοτική λειτουργία του μέτρου έχουν επισημανθεί σημεία που χρήζουν ειδικής μέριμνας κατά την εφαρμογή, ενώ ο δίαυλος επικοινωνίας με το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης διατηρήθηκε ανοιχτός και οι φορείς εκπροσώπησης επιχειρήσεων στη συντριπτική τους πλειονότητα συνεργάστηκαν με την Πολιτεία για την έγκαιρη και πληρέστερη δυνατή ενημέρωση των επαγγελματιών. Αρχές Φεβρουαρίου ωστόσο εκδόθηκε η ερμηνευτική εγκύκλιος του Υπουργείου για την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας στους κλάδους του τουρισμού και της εστίασης, που προκάλεσε όχι μόνο έκπληξη, αλλά και ανησυχία σε σχέση με ερμηνευτικές ρυθμίσεις, οι οποίες ενίοτε έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Μια τέτοια περίπτωση π.χ. είναι ο ασφυκτικός χρόνος των 10 λεπτών για την προετοιμασία των εργαζομένων που προβλέπει η εγκύκλιος ή η σύγχυση που προκαλείται ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία για εργαζόμενους εντός και εκτός εγκαταστάσεων μιας επιχείρησης.
Προφανώς η ψηφιακή κάρτα εργασίας αποτελεί μια πολύ μεγάλη πρόκληση για τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τις μικρές και πολύ μικρές, και ακόμα περισσότερο για τις επιχειρήσεις εστίασης που στην δραστηριότητά τους δεν υπάρχει σταθερότητα. Οι επιχειρήσεις καλούνται να συμμορφωθούν με ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που είναι εντελώς ξένο σε αυτές, καθώς λόγω του μεγέθους τους δεν είχαν την ανάγκη να ελέγχουν εσωτερικά τον χρόνο άφιξης και αποχώρησης των εργαζομένων τους. Στο πλαίσιο αυτό οι χρόνοι που προβλέπονται για την καθολική πλήρη εφαρμογή του μέτρου ήταν και είναι ανεπαρκείς. Εάν η πρόθεση του Υπουργείου είναι να εφαρμοστεί η ψηφιακή κάρτα με ομαλότητα, είναι αναγκαίο να γίνουν προσαρμογές που να ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες των κλάδων και παράλληλα να δοθεί επαρκής χρόνος για την πλήρη εφαρμογή της. Μάλιστα, κάποια στιγμή ωφέλιμο θα ήταν οι όποιες νέες ρυθμίσεις νομοθετούνται να εισάγονται όχι υπό την δαμόκλειο σπάθη εξοντωτικών κυρώσεων και ασφυκτικών χρονοδιαγραμμάτων, αλλά υπό την μορφή κινήτρων και καθοδήγησης για την ομαλή συμμόρφωση σε εύλογο χρονικό διάστημα.