- 18/10/2018
Γ. Χατζηθεοδοσίου στο ΑΠΕ: «Διάσωση των συντάξεων ή μείωση των φόρων;»
Άρθρο του Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών.
Άρθρο του Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών κ. Γιάννη Χατζηθεοδοσίου στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ένα από τα μεγάλα «αγκάθια» που καλείται να διαχειρειστεί η κυβέρνηση, είναι αυτό της περικοπής των συντάξεων από το 2019. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι στο δημόσιο διάλογο τις τελευταίες ημέρες έχει τεθεί ένα καίριο ερώτημα που σχετίζει το θέμα των συντάξεων με αυτό των φοροελαφρύνσεων που περιμένει όλη η αγορά. Να μην κοπούν οι συντάξεις ή να γίνουν φοροελαφρύνσεις σε νοικοκυριά κι επιχειρήσεις; Για εμάς δίλημμα δεν υπάρχει. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι: «και τα δύο».
Είναι ξεκάθαρο και το έχουμε τονίσει και στο παρελθόν ως Επιμελητήριο ότι η μείωση των συντάξεων είναι έντονα υφεσιακό μέτρο. Περιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα, κάτι που σημαίνει ότι επηρεάζει αρνητικά την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, άρα και τους τζίρους των επιχειρήσεων και κυρίως των μικρομεσαίων. Επιπλέον, με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών αλλά και τις εκτιμήσεις των δανειστών, είναι μη αναγκαίο δημοσιονομικό μέτρο, καθώς ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% επιτυγχάνεται. Ούτε ζήτημα επιβάρυνσης του Ασφαλιστικού συστήματος τίθεται όμως, αν λάβει κανείς υπόψιν ότι ακόμα και το «σκληρό» ΔΝΤ, δεν υποστηρίζει τέτοια θέση. Ακούμε με ικανοποίηση ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι βλέπουν θετικά τη θέση ότι οι συντάξεις δεν πρέπει να περικοπούν, εφόσον βέβαια βγαίνουν τα νούμερα.
Από την άλλη μεριά, η ελάφρυνση φορολογικών βαρών από τις πλάτες μισθωτών, συνταξιούχων, επαγγελματιών, επιχειρήσεων, είναι μονόδρομος. Είμαστε ρεαλιστές. Γνωρίζουμε ότι τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι εξαιρετικά περιορισμένα και γι' αυτό υποστηρίζουμε ότι οι φοροελαφρύνσεις πρέπει να γίνουν με στρατηγικό σχέδιο, στοχευμένα, έτσι ώστε να έχουν το προσδοκώμενο αντίκρυσμα, χωρίς να τίθενται σε κίνδυνο οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα. Με αυτό ακριβώς το σκεπτικό πιστεύουμε ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τις ατομικές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, δεν θα διορθώσει απλώς τις στρεβλώσεις και τις αδικίες του συστήματος, αλλά θα απελευθερώσει παραγωγικές δυνάμεις.
Είναι άραγε αρκετό αυτό; Φτάνει μια απλή διαχείριση του δημοσιονομικού χώρου, για περιορισμένες, αναπόφευκτα, φορολογικές ελαφρύνσεις; Προφανώς όχι. Η Πολιτεία πρέπει να καταπολεμήσει άμεσα τις παθογένειες που συμβάλουν στην επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, να άρει όλα τα γραφειοκρατικά εμπόδια, να ξηλώσει όλες τις αναχρονιστικές διατάξεις, να ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο όλα τα καινοτόμα νομικά πλαίσια που έχουν υιοθετήσει άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να προχωρήσει σε τολμηρές ρυθμίσεις οφειλών που δημιουργήθηκαν στα χρόνια της κρίσης, να διευκολύνει και να παροτρύνει τις τράπεζες στην αποτελεσματική και δίκαιη αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, να κάνει πραγματικά φιλικό το επιχειρηματικό περιβάλλον. Με αυτόν τον τρόπο η μηχανή της οικονομίας θα πάρει μπροστά, επιτρέποντας έτσι πραγματικές φοροελαφρύνσεις για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Συμπερασματικά, η προστασία και η ενίσχυση των εισοδημάτων δεν νοείται και δεν είναι βιώσιμη χωρίς την πραγματική ανάπτυξη της οικονομίας, η οποία θα επιτρέψει και τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών.