tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γ. Χατζηθεοδοσίου: Θετικό το μέτρο για τον ΦΠΑ μετά την εξόφληση

μέχρι τώρα, το ανελαστικό σύστημα πρόβλεπε την καταβολή του ΦΠΑ, ανεξαρτήτως αν έχει εισπραχθεί ή όχι η οφειλή από την υπόχρεη επιχείρηση

Πολύ σημαντικό και θετικό για τις μικρές επιχειρήσεις με τζίρο μέχρι 500.000 ευρώ, είναι, το μέτρο για την καταβολή του ΦΠΑ, μετά την εξόφληση των τιμολογίων, το οποίο ήδη προωθεί η κυβέρνηση με τροπολογία νόμου που κατατέθηκε στη βουλή από το υπουργείο οικονομικών. Αυτό τόνισε ο πρόεδρος του ΕΕΑ κ. Γιάννης χατζηθεοδοσίου, σε παρέμβασή του στην πρωινή τηλεοπτική εκπομπή «ΜΕΓΚΑ σαββατοκύριακο», στις 26 απριλίου.

 

Η τροπολογία κατατέθηκε στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Οικονομικών: «πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της οδηγίας 2013/36/εε), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις».

Όπως ανέφερε ο κ. Χατζηθεοδοσίου, μέχρι τώρα, το ανελαστικό σύστημα πρόβλεπε την καταβολή του ΦΠΑ, ανεξαρτήτως αν έχει εισπραχθεί ή όχι η οφειλή από την υπόχρεη επιχείρηση.

Οι λεπτομέρειες θα πρέπει να διατυπωθούν έτσι ώστε να διευκρινιστούν τα σημεία εφαρμογής και γι αυτό υπάρχει χρόνος, αφού το μέτρο θα ισχύσει από 1.1.2015.

Ο κ. Χατζηθεοδοσίου διατύπωσε την άποψη ότι, θα πρέπει να θεσπιστεί και ο συμψηφισμός ΦΠΑ μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων όπως ισχύει με το δημόσιο.

 

Δείτε την παρέμβαση

 

Ολόκληρη η τροπολογία

 

Αναλυτικά η τροπολογία που κατατέθηκε στη Βουλή προβλέπει τα εξής :

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
«Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις»

Α. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Με την προτεινόμενη διάταξη εισάγεται κατ’ επιλογή ειδικό καθεστώς καταβολής του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής.

Το σημερινό φορολογικό σύστημα βασίζεται στο λεγόμενο σύστημα των δεδουλευμένων πράξεων, το οποίο έχει οδηγήσει σε οικονομική στενότητα χιλιάδες εταιρείες και έχει συμβάλλει στην υπερφόρτωση των φορολογικών δικαστηρίων που οφείλονται στη μη έγκαιρη πληρωμή τιμολογίων και παραστατικών που έχουν εκδοθεί.

Με την προτεινόμενη διάταξη και σε αντιστοιχία προς τις προσεγγίσεις που υιοθετούνται τα τελευταία χρόνια σε έννομες τάξεις, όπως αυτές του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Μάλτας, γίνεται χρήση της ευχέρειας που παρέχεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το άρθρο 1 παρ. 7 της Οδηγίας 2010/45/EΕ (με το οποίο τροποποιήθηκε η Οδηγία 2006/112/EΚ με την εισαγωγή του άρθρου 167 α), προκειμένου να επιλεγεί, αντί του συστήματος των δεδουλευμένων πράξεων, το ειδικό καθεστώς καταβολής του φόρου κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής.

Η εφαρμογή του ειδικού αυτού καθεστώτος αναβάλλει τη φορολογική υποχρέωση επί των πωλήσεων ώστε να συμπίπτει χρονικά με την πληρωμή. Κατά συνέπεια, το σημείο στο οποίο οι φορολογούμενοι δικαιούνται να εκπέσουν το ΦΠΑ επί των αγορών αναβάλλεται επίσης, έως ότου ο ΦΠΑ έχει πράγματι καταβληθεί στον προμηθευτή.

Η άμεση εφαρμογή του μέτρου αναμένεται ότι θα επιφέρει μια σειρά θετικών αλλαγών στο υπάρχον επιχειρηματικό και οικονομικό περιβάλλον, όπως την αύξηση των ταμειακών ροών και την ενίσχυση της ρευστότητας για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και τη δραστική μείωση των υποθέσεων που επιλύονται δικαστικά. Παράλληλα, η εφαρμογή του συστήματος αυτού, που βασίζεται στις ευρωπαϊκές και διεθνείς βέλτιστες πρακτικές, θα συμβάλλει στην αποφυγή της δημιουργίας ενός νέου κύματος ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο και θα καταπολεμήσει την απάτη που σχετίζεται με το ΦΠΑ.

Με τη διάταξη της παραγράφου 1 προβλέπεται η δυνατότητα των υποκείμενων στο φόρο των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο δεν έχουν υπερβεί τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ, να επιλέξουν την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος καταβολής, κατά παρέκκλιση των γενικών διατάξεων.

Οι συνέπειες της εφαρμογής αυτού του ειδικού καθεστώτος αναπτύσσονται στις παραγράφους 2 και 3: Αφενός μεν, ως προς τα πρόσωπα που εντάσσονται στο ειδικό αυτό καθεστώς (παρ. 2), ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής που αφορά τις πραγματοποιούμενες από τα πρόσωπα αυτά φορολογητέες πράξεις και ο φόρος εισροών εκπίπτει κατά το χρόνο πληρωμής του τιμήματος που αφορά τις φορολογητέες πράξεις που λαμβάνουν από άλλους υποκείμενους στο φόρο. Αφετέρου δε, ως προς τους υποκείμενους στο φόρο λήπτες παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών από τα πρόσωπα που έχουν ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς (παρ. 3), αυτοί εκπίπτουν το φόρο που αναλογεί στις πράξεις αυτές κατά το χρόνο πληρωμής του τιμήματος.

Η παράγραφος 4 απαριθμεί τις πράξεις που δεν υπάγονται σε αυτό το ειδικό καθεστώς και για τις οποίες εφαρμόζονται, συνεπώς, οι γενικές διατάξεις: πρόκειται για τις παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών οι οποίες απαλλάσσονται από το φόρο, τις εισαγωγές αγαθών, της ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών, τις πράξεις για τις οποίες υπόχρεος για την καταβολή του φόρου καθίσταται ο λήπτης των αγαθών ή υπηρεσιών, τις λιανικές πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών και τις πράξεις για τις οποίες ο τόπος φορολόγησης δεν βρίσκεται  στο εσωτερικό της χώρας.

Η ένταξη στο ειδικό καθεστώς, λόγω του προαιρετικού χαρακτήρα της, προϋποθέτει, όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 την υποβολή δήλωσης στην αρμόδια φορολογική αρχή, ισχύει από την έναρξη της επόμενης φορολογικής περιόδου και δεν μπορεί να παύσει πριν από τη λήξη της επόμενης διαχειριστικής περιόδου.

Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα και στις άλλες χώρες που έχουν κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας και για λόγους διασφάλισης της φορολογικής συμμόρφωσης, η παράγραφος 6 προβλέπει τις αρνητικές προϋποθέσεις υπαγωγής, σύμφωνα με τις οποίες στο ειδικό καθεστώς δεν μπορεί να ενταχθεί υποκείμενος στο φόρο, ο οποίος αποδεδειγμένα κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων διαχειριστικών περιόδων δεν έχει υποβάλλει δηλώσεις ΦΠΑ  και εισοδήματος ή καταστάσεις πελατών – προμηθευτών ή έχει υποπέσει σε φορολογικές παραβάσεις που συνιστούν φοροδιαφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55, παρ. 2 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως επίσης δεν μπορεί να ενταχθεί υποκείμενος στο φόρο πριν από την παρέλευση δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη της δραστηριότητάς του.

Οι παράγραφοι 7 και 8 θεσπίζουν μια σειρά από εχέγγυα, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποφυγή καταστρατηγήσεων και η δυνατότητα ελέγχου όσων υπαχθούν στο ειδικό καθεστώς σύμφωνα με τα ανωτέρω.

Προβλέπεται, ειδικότερα, η υποχρέωση των υποκείμενων στο φόρο που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς να αναγράφουν στα φορολογικά στοιχεία που εκδίδουν την ένδειξη «ειδικό καθεστώς καταβολής του φόρου κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής»,  ώστε να είναι γνωστό στον αντισυμβαλλόμενό τους ότι μπορεί να εκπέσει το ΦΠΑ κατά το χρόνο της πληρωμής, όπως επίσης οι υποχρεώσεις τους να τηρούν τα λογιστικά τους αρχεία με τρόπο που να διαπιστώνονται οι εισπράξεις και οι πληρωμές της αντιπαροχής για τις πράξεις παράδοσης αγαθών και παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιούν ή λαμβάνουν και να παρέχουν ηλεκτρονικά πληροφορίες στη Φορολογική Διοίκηση για τις εν λόγω εισπράξεις και πληρωμές. Περαιτέρω, οι υποκείμενοι στο φόρο που λαμβάνουν παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών, από υποκείμενους του ειδικού καθεστώτος, υποχρεούνται να τηρούν τα λογιστικά τους αρχεία με τρόπο που να διαπιστώνονται οι πληρωμές που πραγματοποιούν για τις εν λόγω πράξεις και να παρέχουν ηλεκτρονικά πληροφορίες στη Φορολογική Διοίκηση για τις εν λόγω πληρωμές.

Στη συνέχεια, η παράγραφος 9 αναφέρει τους λόγους που μπορούν να αποκλείσουν τη διατήρηση του ειδικού καθεστώτος καταβολής ΦΠΑ, σύμφωνα με τα παραπάνω: Ειδικότερα, ο υποκείμενος στο φόρο δεν μπορεί να παραμείνει στο ειδικό καθεστώς στην περίπτωση που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις, όπως ορίζονται από αυτό, καθώς και όταν υποπίπτει σε φορολογικές παραβάσεις που συνιστούν φοροδιαφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55, παρ. 2 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή η Φορολογική Διοίκηση ενημερώνει εγγράφως και αιτιολογημένα τον υποκείμενο και η έξοδος από το καθεστώς ισχύει από τη φορολογική περίοδο που έπεται της εν λόγω ειδοποίησης. Επιπλέον, το ειδικό καθεστώς παύει να ισχύει κατά την επόμενη διαχειριστική περίοδο για υποκείμενους στο φόρο, οι οποίοι κατά την εκάστοτε προηγούμενη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν κύκλο εργασιών πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, ο υποκείμενος στο φόρο μπορεί να ζητήσει την έξοδό του από το ειδικό καθεστώς με δήλωση που υποβάλλει στη Φορολογική Διοίκηση, οπότε η έξοδος αυτή θα ισχύει από την επόμενη διαχειριστική περίοδο.

Τέλος, η παράγραφος 10 παρέχει τη δυνατότητα στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων να καθορίσει με αποφάσεις του κάθε αντικείμενο που απαιτείται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και ιδίως ο τύπος, το περιεχόμενο και ο χρόνος υποβολής της δήλωσης ένταξης στο ειδικό καθεστώς και εξόδου από το καθεστώς αυτό, ο τρόπος τήρησης των λογιστικών τους αρχείων, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της εξόφλησης του οφειλόμενου φόρου και ο  τρόπος ηλεκτρονικής ενημέρωσης της Φορολογικής Διοίκησης.

Αυτά επιδιώκονται με την προτεινόμενη διάταξη και παρακαλείται η Εθνική Αντιπροσωπεία για την ψήφισή της.   

Β. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

Στον Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000), όπως ισχύει, προστίθεται νέο άρθρο 39β, ως εξής:

«Άρθρο 39.β
Ειδικό καθεστώς καταβολής του φόρου κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής

1. Κατά παρέκκλιση των γενικών διατάξεων του παρόντος Κώδικα, οι υποκείμενοι στο φόρο των οποίων των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο δεν έχει υπερβεί τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ, μπορούν να επιλέξουν την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος του παρόντος άρθρου.

2. Για τα πρόσωπα που εντάσσονται στο ειδικό αυτό καθεστώς:
α) Ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής ή μέρους αυτής που αφορά τις πραγματοποιούμενες από τα πρόσωπα αυτά φορολογητέες πράξεις.
β) Ο φόρος εισροών εκπίπτεται κατά το χρόνο πληρωμής του τιμήματος ή μέρους αυτού που αφορά τις φορολογητέες πράξεις που  λαμβάνουν από άλλους υποκείμενους στο φόρο.

3. Οι υποκείμενοι στο φόρο λήπτες παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών από τα πρόσωπα που έχουν ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς, εκπίπτουν το φόρο που αναλογεί στις πράξεις αυτές κατά το χρόνο πληρωμής του τιμήματος.

4. Στο ειδικό καθεστώς δεν υπάγονται οι ακόλουθες πράξεις:
α) Παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών οι οποίες απαλλάσσονται από το φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 έως 28.
β) Εισαγωγές αγαθών
γ) Ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών.
δ) Πράξεις για τις οποίες υπόχρεος για την καταβολή του φόρου καθίσταται ο λήπτης των αγαθών ή υπηρεσιών.
ε) Λιανικές πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών
στ) Πράξεις για τις οποίες ο τόπος φορολόγησης δεν βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας.

5.  Η ένταξη στο ειδικό καθεστώς πραγματοποιείται με υποβολή δήλωσης στην αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης, ισχύει από την έναρξη της επόμενης φορολογικής περιόδου και δεν μπορεί να παύσει πριν τη λήξη της επόμενης διαχειριστικής περιόδου.

 6. Στο ειδικό καθεστώς δεν μπορεί να ενταχθεί υποκείμενος στο φόρο, ο οποίος αποδεδειγμένα κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων διαχειριστικών περιόδων δεν έχει υποβάλλει δηλώσεις ΦΠΑ  και εισοδήματος ή καταστάσεις πελατών – προμηθευτών ή έχει υποπέσει σε φορολογικές παραβάσεις που συνιστούν φοροδιαφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55, παρ. 2 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Επίσης δεν μπορεί να ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς υποκείμενος στο φόρο πριν από την παρέλευση δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη της δραστηριότητάς του.

7. Οι υποκείμενοι στο φόρο που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς υποχρεούνται να αναγράφουν στα φορολογικά στοιχεία που εκδίδουν την ένδειξη «ειδικό καθεστώς καταβολής του φόρου κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής – άρθρο 226.7α Οδηγίας 2006/112/ΕΚ».

8. Οι υποκείμενοι στο φόρο που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς υποχρεούνται να τηρούν τα λογιστικά αρχεία τους με τρόπο που να διαπιστώνονται οι εισπράξεις και οι πληρωμές της αντιπαροχής για  παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούν ή λαμβάνουν και να παρέχουν ηλεκτρονικά πληροφορίες στη Φορολογική Διοίκηση για τις εν λόγω εισπράξεις και πληρωμές. Επίσης οι υποκείμενοι στο φόρο που λαμβάνουν παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών, από υποκείμενους του ειδικού καθεστώτος, υποχρεούνται να τηρούν τα λογιστικά αρχεία τους με τρόπο που να διαπιστώνονται οι πληρωμές που πραγματοποιούν για τις εν λόγω πράξεις και να παρέχουν ηλεκτρονικά πληροφορίες στη Φορολογική Διοίκηση για τις εν λόγω πληρωμές.

9. Ο υποκείμενος στο φόρο δεν μπορεί να παραμείνει στο ειδικό καθεστώς στην περίπτωση που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις, όπως ορίζονται από αυτό ή υποπίπτει σε φορολογικές παραβάσεις που συνιστούν φοροδιαφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55, παρ. 2 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή η Φορολογική Διοίκηση ενημερώνει εγγράφως και αιτιολογημένα τον υποκείμενο και η έξοδος από το καθεστώς ισχύει από τη φορολογική περίοδο που έπεται της εν λόγω ειδοποίησης. Επίσης το ειδικό καθεστώς παύει να ισχύει για την επόμενη διαχειριστική περίοδο για υποκείμενους στο φόρο, οι οποίοι κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Ο υποκείμενος στο φόρο μπορεί να ζητήσει την έξοδό του από το ειδικό καθεστώς με δήλωση που υποβάλλει στη Φορολογική Διοίκηση και η έξοδος αυτή θα ισχύει από την επόμενη διαχειριστική περίοδο.

10. Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται:
α) Ο τύπος, το περιεχόμενο και ο χρόνος υποβολής της δήλωσης ένταξης ή εξόδου από το ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου.
β) Ο τρόπος τήρησης των λογιστικών αρχείων, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της  είσπραξης ή πληρωμής του οφειλόμενου φόρου.
γ) Ο τρόπος ηλεκτρονικής ενημέρωσης της Φορολογικής Διοίκησης.
δ) Κάθε άλλο θέμα που απαιτείται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Αθήνα, 24 Απριλίου 2014  

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ