tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Η εκ περιτροπής εργασία και το νέο σύστημα εργασίας με προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας

 

Γράφουν η Σουζάνα Κλημεντίδη, Δικηγόρος – Νομικός Συνεργάτης ΕΕΑ

και η Δήμητρα Καραδήμα, Δικηγόρος – Εργατολόγος

 

Αναμφισβήτητα η πανδημία του κορονοϊού επηρεάζει κάθε πτυχή των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων και των εργασιακών σχέσεων. Ιστορικά το εργατικό δίκαιο πάντοτε συμβάδιζε με τις οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές. Στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια, το εργατικό δίκαιο υπέστη σειρά «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», ώστε να αντιμετωπιστεί η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση και προκειμένου να ενισχυθεί η ευελιξία των επιχειρήσεων (ελαστικοποίηση). Σήμερα, ενόψει της κρίσης της πανδημίας του κορωνοϊού, θεσπίστηκαν σειρά μέτρων προς ενίσχυση των πληττόμενων επιχειρήσεων, αλλά και με σκοπό τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Ένα από αυτά τα μέτρα είναι το σύστημα της εργασίας με προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας  [άρθρο ένατο της από 20.03.2020 ΠΝΠ, που κυρώθηκε με τον Ν. 4683/2020 (ΦΕΚ 83Α/10-4-2020), το οποίο προσομοιάζει σε μεγάλο βαθμό με την μονομερώς επιβαλλόμενη εκ περιτροπής εργασία (Ν. 3899/2010)].

Ι.          Πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι συμβάσεις εκ περιτροπής εργασίας συνάπτονταν περιορισμένα. Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης την προηγούμενη δεκαετία, ο αριθμός των συμβάσεων εκ περιτροπής εργασίας παρουσίασε ραγδαία αύξηση, ενώ πολλοί εργοδότες, που αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, είχαν επιβάλλει μονομερώς στο προσωπικό τους σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης. Ειδικότερα, η εκ περιτροπής απασχόληση είναι μια ιδιαίτερη μορφή μερικής απασχόλησης. Πρόκειται για εργασία κατά πλήρες ωράριο μεν, σε ορισμένες δε ημέρες της εβδομάδας, ή εβδομάδες του μήνα, ή μήνες του έτους (π.χ. 8 ώρες την ημέρα-2 ημέρες ανά εβδομάδα ή 2 εβδομάδες ανά μήνα). Οι αποδοχές του εργαζόμενου, είναι ανάλογες των ωρών απασχόλησής του. Η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, είτε κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας, είτε κατά τη διάρκειά της, η οποία (σύμβαση) πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως, διαφορετικά τεκμαίρεται ότι η σύμβαση εργασίας είναι πλήρους απασχόλησης.

Περαιτέρω, ο εργοδότης μπορεί, αντί απολύσεων, να επιβάλλει μονομερώς στο προσωπικό του σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, εφόσον υπάρχει σοβαρός περιορισμός των οικονομικών δραστηριοτήτων του (μείωση κύκλου εργασιών). Η επιβολή, μονομερώς, του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας είναι ένα ηπιότερο μέσο οικονομικής προσαρμογής της επιχείρησης του εργοδότη, αντί της έσχατης λύσης των απολύσεων. Ο εργοδότης, πριν επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, έχει υποχρέωση ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εκπροσώπους του προσωπικού.  Επιπλέον, η εκ περιτροπής εργασία, όταν επιβάλλεται μονομερώς από τον εργοδότη, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Αντιθέτως, αυτό δεν ισχύει όταν η εκ περιτροπής απασχόληση  έχει υπάρξει αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου. Σημειωτέον ότι, ο εργοδότης μπορεί να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, δηλαδή θα πρέπει να γίνεται εναλλαγή των εργαζομένων στην ίδια θέση, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να επιβληθεί μόνο σε έναν εργαζόμενο, αλλά σε ομάδα εργαζομένων. Σε κάθε περίπτωση, η νόμιμη επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας δε συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, καθώς  λαμβάνει χώρα κατ` ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη. Σε περίπτωση, ωστόσο, που δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις, ο εργοδότης ενεργεί παρανόμως και η τυχόν επιβολή του συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας.

ΙΙ.         Δυνάμει του άρθρου ένατου της από 20.03.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 68) -όπως αυτό εξειδικεύθηκε με την υπ’ αριθμ. 13564/Δ1.4770 (ΦΕΚ 1161/Β’/03.04.2020) υπουργική απόφαση- και στο πλαίσιο των έκτακτων και προσωρινών μέτρων στην αγορά εργασίας για την αντιμετώπιση και τον περιορισμό της διασποράς του κορονοϊού COVID-19, παρέχεται στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να λειτουργούν με προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας.  Επίσης, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ΚΥΑ 12998/232/28-3-2020 προβλέφθηκε ότι επιχειρήσεις που πλήττονται σημαντικά, λόγω του κορονοϊού-COVID 19, βάσει ΚΑΔ κύριας δραστηριότητας ή δευτερεύουσας βάσει των ακαθάριστων εσόδων έτους 2018, και αναστέλλουν τις συμβάσεις εργασίας μέρους των εργαζομένων τους, δύνανται για τους υπόλοιπους εργαζόμενους να κάνουν χρήση των διατάξεων των άρθρων ένατου της από 20.3.2020 ΠΝΠ, δηλαδή ορισμό προσωπικού ασφαλούς λειτουργίας.

Χρονικός περιορισμός χρήσης του παραπάνω ιδιόμορφου συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, τίθεται το απώτατο χρονικό διάστημα των έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος της από 20.03.23020 ΠΝΠ (ήτοι, έως Σεπτέμβριο 2020). Ειδικότερα, προβλέπεται ότι ο εργοδότης, με απόφασή του, δύναται να ορίζει προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας της επιχείρησης ως εξής:

α) κάθε εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται κατ’ ελάχιστο δύο (2) εβδομάδες με περίοδο αναφοράς τον μήνα, συνεχόμενα (π.χ. 2 εβδομάδες εργασία και 2 εβδομάδες παύση) ή διακεκομμένα (π.χ. απασχόληση εβδομάδα παρά εβδομάδα),

β) ανά εβδομάδα εντάσσεται σε αυτό το σύστημα, εναλλάξ, τουλάχιστον το 50% του προσωπικού της επιχείρησης,

Απαραίτητη δε προϋπόθεση, για όσο χρόνο διαρκεί η χρήση του συστήματος αυτού, είναι οι επιχειρήσεις να διατηρήσουν τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας, δηλαδή τους ίδιους εργαζόμενους και με τους ίδιους όρους εργασίας. Ως εκ τούτου, απαγορεύεται ρητά οι επιχειρήσεις, που επιλέγουν να επιβάλουν το σύστημα λειτουργίας με προσωπικό ασφαλείας, να προβούν σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας για το σύνολο του προσωπικού τους και, σε περίπτωση πραγματοποίησής της, αυτή είναι άκυρη, εκτός αν πρόκειται για λύση σύμβασης εργασίας με οικειοθελή αποχώρηση και η λύση σύμβασης ένεκα συνταξιοδότησης.

Επίσης, το μέτρο εφαρμογής εργασίας κατ’ ελάχιστο δυο εβδομάδων, με περίοδο αναφοράς το μήνα συνεχόμενα ή διακεκομμένα, μπορεί να εφαρμοσθεί τόσο στους εργαζόμενους με καθεστώς πλήρους, όσο και μερικής απασχόλησης. Για παράδειγμα: α) εργαζόμενος, ο οποίος εργάζεται με σύμβαση πλήρους (8ωρης) απασχόλησης,  μπορεί να υποχρεωθεί από τον εργοδότη να εργάζεται  επί 3 ημέρες την εβδομάδα επί 8 ώρες ημερησίως για όλο τον μήνα. Εναλλακτικά, μπορεί να υποχρεωθεί να εργάζεται για δύο μόνο εβδομάδες ανά μήνα επί 5 ημέρες ανά εβδομάδα και επί 8 ώρες ημερησίως. Προσοχή: Δεν προβλέπεται νομοθετικά και δεν μπορεί να μετατραπεί μονομερώς από τον εργοδότη ο ημερήσιος χρόνος εργασίας (του συγκεκριμένου εργαζομένου με καθεστώς πλήρους απασχόλησης) από πλήρους  (8 ώρες/ημέρα) σε μειωμένο ημερήσιο ωράριο (πχ 4 ώρες/ημέρα), β) Εργαζόμενος, ο οποίος εργάζεται με σύμβαση μερικής απασχόλησης (πχ 4ώρες/ημέρα), μπορεί να υποχρεωθεί από τον εργοδότη να εργάζεται επί 3 ημέρες την εβδομάδα επί 4 ώρες ημερησίως  για όλο τον μήνα. Εναλλακτικά, μπορεί να υποχρεωθεί να εργάζεται για δύο μόνο εβδομάδες ανά μήνα επί 5 ημέρες ανά εβδομάδα και επί 4 ώρες ημερησίως.

Συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι, δεν είναι δυνατή η λειτουργία μιας εταιρίας με προσωπικό ασφαλείας, στο πλαίσιο του ανωτέρω εκτεθέντος ευνοϊκού μέτρου για την αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού, στο οποίο (προσωπικό που απασχολείται υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης) επιβάλλεται  μονομερώς από τον εργοδότη απασχόληση τις μισές ώρες ημερησίως για το ελάχιστο των δύο εβδομάδων. Τέλος, επισημαίνεται ιδιαιτέρως ότι, η εφαρμογή του ανωτέρω συστήματος εργασίας με προσωπικό ασφαλείας αποτελεί μονομερές δικαίωμα του εργοδότη, ασκείται δηλαδή με μονομερή δήλωση βούλησης του εργοδότη που απευθύνεται στους εργαζομένους, χωρίς να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη των τελευταίων, καθώς εντάσσεται στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη.

Καταλήγοντας, το μέτρο της εκ περιτροπής απασχόλησης, αλλά και το νέο σύστημα εργασίας με προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας για τη διαχείριση της κρίσης του κορονοϊού, που ο νομοθέτης δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να κάνουν χρήση κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, μπορούν να αξιολογηθούν τόσο θετικά, όσο και αρνητικά, αναλόγως την περίπτωση. Θα μπορούσε να είναι θετική, αν πράγματι εφαρμόζονται ως εναλλακτικά και ηπιότερα μέτρα σε σχέση με τις απολύσεις και προς ουσιαστική οικονομική ανάκαμψη της επιχείρησης και διατήρησης των θέσεων εργασίας. Θα μπορούσε όμως, να είναι και αρνητική, εάν η κακή οικονομική συγκυρία λειτουργεί μόνο ως άλλοθι για να επωφεληθούν εκείνοι που δεν θα έπρεπε. Σε κάθε περίπτωση, αποτέλεσμα των ρυθμίσεων αυτών είναι να καταστούν πιο ευέλικτες οι σχέσεις εργασίας και κατ’ επέκταση πιο ανθεκτική η επιχείρηση στις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες.