tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Οι όροι και οι προϋποθέσεις του αδικήματος της μη καταβολής ασφαλιστικών εισφορών

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α. 


Πολλοί εργοδότες φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ιδιαίτερα τα τελευταία  χρόνια της οικονομικής κρίσης αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες στην κάλυψη και καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων τους (εργοδοτικές και εργατικές εισφορές), με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν όχι μόνο με την έκδοση σε βάρος τους πράξης επιβολής εισφορών (ΠΕΕ) και πράξης επιβολής πρόσθετων εισφορών (ΠΠΕΕ), αλλά και με την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος τους, για το αδίκημα που προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ΑΝ 86/1967, που τιμωρεί αφενός μεν, τη μη καταβολή των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον ίδιο τον εργοδότη (εργοδοτικές εισφορές), αφετέρου δε, την παρακράτηση και τη μη απόδοση των εισφορών, που βαρύνουν τους εργαζόμενους προς τους αντίστοιχους ασφαλιστικούς Οργανισμούς (εργατικές εισφορές) .

Με την ως άνω απόφαση του ο Άρειος Πάγος αποσαφήνισε για ακόμα μία φορά – κατά την πάγια επί του θέματος νομολογία  – τους όρους και τις προϋποθέσεις για την πλήρωση των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του ως άνω αδικήματος.

Ειδικότερα:

Με την υπ. αριθμ. 42/2018 απόφαση του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών καταδίκασε τους κατηγορούμενους εργοδότες ξενοδοχειακής επιχείρησης σε ποινή φυλάκισης 21 μηνών τον καθένα με αναστολή, καθώς αυτοί, όντες εργοδότες που απασχολούσαν προσωπικό ασφαλισμένο στο ΙΚΑ δεν κατέβαλαν, την χρονική περίοδο από την 1/10/2010 μέχρι την 31/12/2010 και έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνο κατά τον οποίο παρασχέθηκε η εργασία εργοδοτικές και εργατικές εισφορές, ποσού που ξεπερνούσε τις 379.000 Ευρώ, για τις οποίες συντάχθηκε και η σχετική Πράξη Επιβολής Εισφορών (ΠΕΕ). Οι κατηγορούμενοι άσκησαν αναίρεση κατά της ως άνω απόφασης και ο Άρειος Πάγος κρίνοντας αυτές αποφάνθηκε τα εξής:

Κατά την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ΑΝ 86/1967, όπως ισχύει, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικές εισφορές), οι οποίες υπερβαίνουν το ποσό των 20.000 Ευρώ, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας, πάσης φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής, ή Κοινωνικής Ασφάλισης, ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές, εντός μηνός αφότου έχουν καταστεί απαιτητές προς τους ως άνω Οργανισμούς τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν (εργατικές εισφορές) που υπερβαίνουν το ποσό των 10.000 Ευρώ, με σκοπό την απόδοση τους στους κατά την παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου, Οργανισμούς και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ως άνω Οργανισμούς, εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή, τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Σύμφωνα δε με το άρθρο 28 παρ. 3 του ΑΝ 1346/1951, που κυρώθηκε με το Ν. 2113/1952, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ, μέχρι το τέλος του επόμενου μηνός, από εκείνο εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία, ή η υπηρεσία.

Στη συνέχεια ο Άρειος Πάγος με την ως άνω απόφαση του έκρινε ότι, για την στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, ως γνήσια εγκλήματα παράλειψης, απαιτείται να προσδιορίζεται τόσο η συγκεκριμένη οφειλή, όσο και η ιδιότητα του εργοδότη, που απασχολεί προσωπικό, καθώς και η μη καταβολή των σχετικών ποσών, εντός μηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητά στον ασφαλιστικό Οργανισμό, που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Όμως, δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται ο αριθμός και η ταυτότητα των απασχοληθέντων μισθωτών, καθώς και ο χρόνος που εργάστηκε ο καθένας, ούτε και οι τακτικές αποδοχές καθενός από αυτούς. Ο χρόνος απασχόλησης και καταβολής των μηνιαίων αποδοχών του προσωπικού, που συνάπτεται άμεσα με τον χρόνο αμφοτέρων των αξιοποίνων αυτών πράξεων, είναι κρίσιμος, μόνο όταν εγκυμονεί η παραγραφή του αδικήματος και θα πρέπει να αναφέρεται ρητά.

Επιπλέον ο Άρειος Πάγος επισήμανε ότι, για τις ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μέχρι την 11/4/2012 (οπότε άρχισε να ισχύει  η παράγραφο; 7 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967) και τις οποίες οφείλουν εργοδότριες ανώνυμες εταιρείες, υπόχρεος για την καταβολή τους είναι μόνο ο Διευθύνων Σύμβουλός αυτών και όχι άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.

Όσο δε αφορά το αδίκημα της μη καταβολής των εργατικών εισφορών σύμφωνα με το σκεπτικό της ως άνω απόφασης δεν προαπαιτείται, εκτός από την παρακράτηση και η ιδιοποίηση του αντίστοιχου προς τις εισφορές αυτές, ποσού, από τον υπόχρεο για την απόδοση αυτών, εργοδότη, δεδομένου ότι, πρόκειται για ιδιώνυμο και πλήρως διαστρωμένο, κατά την ποινική τυποποίηση του, αδίκημα, το οποίο δεν ταυτίζεται, κατά την αντικειμενική του υπόσταση, με αυτό της υπεξαίρεσης, το οποίο, ως εκ περισσού, αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του ΑΝ 86/1967.

Τέλος, ο Άρειος Πάγος με την ως άνω απόφαση του έκρινε ότι, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής και ασαφής, διότι δεν διευκρινίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αν οι αναιρεσείοντες ήταν διευθύνοντες σύμβουλοι, ούτε και προσδιορίζεται η θέση τους στην εργοδότρια ανώνυμη εταιρεία, κατά τον κρίσιμο χρόνο, κατά τον οποίο φέρονται ότι όφειλαν να καταβάλλουν τις εισφορές στο ΙΚΑ. Μόνη η αναφερόμενη στο σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ιδιότητα του εργοδότη της επιχείρησης, δεν καθιστά άνευ άλλου, τους κατηγορουμένους υπόχρεους καταβολής των εισφορών.

Επίσης, ο Άρειος Πάγος, με την ως άνω απόφαση του δέχτηκε ως βάσιμος τους λόγους αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, όπως ισχύουν, καθώς και της διάταξης του άρθρου 375 παρ.1 του ΠΚ και αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέπεμψε δε την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, υπό νέα συγκρότηση του.

Κρίσιμο λοιπόν είναι η καταδικαστική απόφαση να αναφέρει ρητά την ιδιότητα που ο κατηγορούμενος κατείχε στην εργοδότρια εταιρεία, ειδικά αν αυτή είναι ανώνυμη εταιρεία, καθώς και την ιδιότητα του ως διαχειριστή προσωπικής εταιρείας  ή ΙΚΕ, σύμφωνα και με τα ειδικότερα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 1 του :ΑΝ 86/1967, ώστε να υπάρχει νόμιμη και πλήρως εμπεριστατωμένη αιτιολογία.