tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Η ζοφερή πλευρά της οικονομίας

Με το μπαράζ μέτρων και παροχών, έντονου προεκλογικού χαρακτήρα, οι πολίτες κοντεύει να «ξεχάσουν» ότι μια πραγματικότητα που διαμορφώθηκε επί χρόνια, με τα μνημόνια και την κρίση, δεν ξεπερνιέται με κάποιες παροχές παλαιάς κοπής.

Η πραγματικότητα είναι σκληρή και δεν επιτρέπεται να την αγνοούμε.

Από την 1η Γενάρη 2019, οι νέες αντικειμενικές τιμές των ακινήτων που ξεκίνησαν φέτος ως βάση υπολογισμού μόνο για τον ΕΝΦΙΑ, έρχονται να συμπαρασύρουν προς τα πάνω και μια σειρά από άλλα βάρη που συνδέονται με αυτές, όπως οι φόροι σε γονικές παροχές, κληρονομιές, μεταβιβάσεις ακινήτων, το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ) που καταβάλλεται μέσω των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος κ.ά.

Να σημειωθεί ότι για το καλοκαίρι του 2019 είναι προγραμματισμένη και δεύτερη αύξηση των αντικειμενικών τιμών!

Ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2019 προβλέπει διατήρηση και αύξηση της μάζας των φορολογικών εσόδων στα 51,2 δισεκ. ευρώ ή στο 26,6% του ΑΕΠ. Ήδη μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές ξεπερνάει, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 39,4% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 34,2% του ΟΟΣΑ!

Παράλληλα, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης θα διογκωθούν το 2019 κατά 89 εκατ., στα 7,4 δισ.

Οι κατασχέσεις λογαριασμών συνεχίζονται. Κάθε λεπτό εργάσιμου χρόνου των υπηρεσιών γίνεται μια κατάσχεση! Φέτος προστέθηκαν στα ατελείωτα ποσά ληξιπρόθεσμων οφειλών, άλλα 9 δισεκ. ευρώ. Οι πολίτες δεν μπορούν πια να εξυπηρετήσουν ούτε τις ευνοϊκές ρυθμίσεις που επέλεξαν για να μην υποστούν σκληρές κυρώσεις και κατασχέσεις.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ και άλλων οργανισμών, για τον Οκτώβρη του 2018:

  • Τα ιδιωτικό χρέος κυμαίνεται συνολικά στα 226 δισ. ευρώ.
  • 4,2 εκ. φορολογημένοι αδυνατούν να πληρώσουν τις οφειλές τους.
  • Οι ληξιπρόθεσμες πληρωμές προς το δημόσιο κινούνται στα 103 δισ, από 40 δισ. το 2010 και 85 δισ. το 2015.
  • Το χρέος προς τα ασφαλιστικά ταμεία έφτασε στα 35 δισ. από 12,67 δισ. ευρώ το 2014.
  • Τα «κόκκινα» δάνεια κυμαίνονται στα 84,7 δισ. ευρώ, από 20 δισ. το 2009 και 76 δισ. το 2014.
  • Στη διάρκεια του φετινού 10μήνου έγιναν 105.592 κατασχέσεις.
  • Ο αριθμός των οφειλετών «υπό αναγκαστικά μέτρα είσπραξης» κλιμακώθηκε από 695.074 στο τέλος του 2015 σε 830.056 το 2016 και σε 1.050.077 το 2017, φτάνοντας σε 1.155.649 με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (Οκτώβρης 2018).
  • Πάνω από 3 εκ. πολίτες θεωρούν ότι ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και υπέβαλαν ή επιχείρησαν να υποβάλλουν αίτηση (εγκατέλειψαν ή απορρίφθηκε) για κοινωνικό μέρισμα, εκ των οποίων 1.6 εκ. έγιναν δεκτές.
  • Οι καταθέσεις από 250 δισ. ευρώ προ κρίσης, το 2017 έπεσαν στα 131 δις.
  • Η ανεργία παραμένει ψηλά, στο 19,6% του εργατικού δυναμικού.
  • Η τραπεζική χρηματοδότηση του ιδιωτικού, μη χρηματοπιστωτικού, τομέα της οικονομίας, είναι όχι μόνο χαμηλή αλλά εξακολουθεί να μειώνεται, -0,3% τον Σεπτέμβριο του 2018.
  • Παραμένει η προνομοθετημένη  μείωση του αφορολόγητου για μισθωτούς και συνταξιούχους το 2020.
  • Ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου κυμαίνεται, στο τέλος του 2018, λίγο πάνω από τις 600 μονάδες ενώ το 2014 είχε φτάσει μέχρι και τις 1.369 μονάδες.

 

Η «προσωπική διαφορά»

Η περικοπή της «προσωπικής διαφοράς» και του επανυπολογισμού των συντάξεων πραγματοποιείται κανονικά για τους νέους συνταξιούχους ενώ για τους παλιούς συνταξιούχους τελεί κατ’ ουσία σε αναστολή εφαρμογής λόγω της απειλής εφαρμογής, αν οι φόροι και τα έσοδα μειωθούν τόσο ώστε να μην εξασφαλίζεται το πρωτογενές πλεόνασμα που έχει υπογράψει η κυβέρνηση με τους θεσμούς. Μάλιστα προκειμένου «να μη ξεχνάμε», τα νέα εκκαθαριστικά των συντάξεων θα περιέχουν χωριστά την ανταποδοτική σύνταξη, χωριστά την εθνική και χωριστά την υπό αίρεση προσωπική διαφορά! Από αυτό μέχρι την κατάργηση, εφόσον χρειαστεί, η απόσταση είναι «ένα κλικ»!

Με όλα αυτά, το κλίμα θα βαραίνει συνεχώς που δεν μπορούν να το αναστρέψουν  τα στιγμιαία διαλείμματα αισιοδοξίας που φέρνουν τα προεκλογικά μέτρα παροχών.

Το θέμα είναι ότι για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση  και να αρχίσει η αποτίναξη των βαρών, πρέπει να απογειωθεί η οικονομία και η παραγωγή νέου πλούτου επί πολλά χρόνια, κάτι που ακόμη δεν φαίνεται από τα μέχρι τώρα δεδομένα. Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και η λύση του δεν είναι ούτε στις ανακατανομές βαρών, ούτε στα πρωτογενή πλεονάσματα, ούτε στα μερίσματα. Βρίσκεται μόνο σε εφαρμόσιμα προγράμματα ταχείας ανάπτυξης τομέων και επιχειρήσεων με συγκριτικά πλεονεκτήματα που θα αναπτύξουν σύγχρονα, ανταγωνιστικά προϊόντα και θα προσφέρουν βιώσιμες και ανταγωνιστικές θέσεις εργασίας.

 

Β