tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ – ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Εισήγηση με θέμα: “H εξέλιξη της Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης και η σύνδεση της με την απασχόληση στην Ελλάδα του σήμερα”

Εισήγηση του Σύρου Κοσκοβόλη στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 9/5/2014 με θέμα: ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ – ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

 

Ο κλάδος της Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από το τέλος της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα, από πλήθος μεταβολών και μεταρρυθμίσεων οι οποίες άλλοτε εντάσσονταν στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών υποχρεώσεων της χώρας, άλλοτε στις οικονομικές εξελίξεις και στον αντίκτυπο που είχαν αυτές στην ελληνική αγορά εργασίας. Ωστόσο, παρά τις μεταβολές αυτές, υπάρχει ένα στοιχείο το οποίο παρέμενε σταθερό και αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του κλάδου: η σημαντική εξάρτηση της χρηματοδότησης του από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους, ενώ η ζήτηση υπηρεσιών κατάρτισης μέσω ιδιωτικών πόρων παραμένει ακόμη και σήμερα χαμηλή.

Αναμφίβολα, αυτή η εξάρτηση από δημόσιους πόρους επηρεάζει αρνητικά την ορθολογική λειτουργία της αγοράς του κλάδου, καθώς καθιστά το κράτος ρυθμιστή των εξελίξεων λόγω του κεντρικού ρόλου στη διαχείριση και διανομή των πόρων. Άλλωστε, η δομή και η οργάνωση της ΣΕΚ στην Ελλάδα επέκτεινε τον κρατικό έλεγχο ακόμα και σε επιμέρους στοιχεία της – ως επί το πλείστον – ιδιωτικής πρωτοβουλίας, όπως ο αριθμός και το αντικείμενο των προσφερομένων προγραμμάτων που προκηρύσσονται, η κατανομή των προκηρύξεων στο χρόνο, η έγκριση και κατανομή των προγραμμάτων ανάμεσα  στα ΚΕΚ κλπ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μολονότι η εν λόγω εξάρτηση περιορίστηκε τα τελευταία χρόνια, μέσω της  ανάπτυξης εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης κύρια για εργαζόμενους (με κυριότερη τον ΛΑΕΚ), οι ευρωπαϊκοί πόροι συνεχίζουν να καλύπτουν πάνω από το 50% της  δαπάνης των υλοποιούμενων προγραμμάτων κατάρτισης.

Ωστόσο, παρά την αύξηση των διαθέσιμων πόρων, οι δείκτες της εκπαίδευσης ενηλίκων στην Ελλάδα παραμένουν εξαιρετικά χαμηλοί και οι επιδόσεις της χώρας στη δια βίου μάθηση απέχουν πολύ από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-27 (2,9% στην Ελλάδα, έναντι 9,5% στην Ε.Ε.-27).

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και προσπαθώντας να προσεγγίσουμε ιστορικά το φαινόμενο, η δημιουργία και η εξέλιξη της αγοράς συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης μπορεί να ομαδοποιηθεί στις ακόλουθες τρεις βασικές περιόδους:

  • Την περίοδο της αρχικής συσσώρευσης (1989-1994) κατά την οποία η απουσία κρατικής ρύθμισης ευνόησε την αρχική συσσώρευση κεφαλαίου από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τις μη κερδοσκοπικές αστικές εταιρείες.
  • Την περίοδο της ελεγχόμενης εκκαθάρισης (1995-2004) κατά την οποία εντείνεται η ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους έτσι ώστε να οργανωθεί και να ελεγχθεί ο «ανταγωνισμός» στον κλάδο αλλά και να οριοθετηθεί η αγορά.
  • Την περίοδο της απελευθέρωσης της αγοράς (2005-2013) κατά την οποία προωθήθηκε σταδιακά η «απελευθέρωση» της αγοράς μέσω της άρσης των περιοριστικών ρυθμίσεων που είχαν εισαχθεί έως εκείνη την στιγμή.

 

Αρχική συσσώρευση, 1989-1994

Κατά την πρώτη περίοδο, η υψηλή διαθεσιμότητα των δημόσιων πόρων (ως επί το πλείστον ευρωπαϊκών) για την υποστήριξη της ΣΕΚ συνέβαλαν στην είσοδο μεγάλου αριθμού ιδιωτικών επιχειρήσεων στον κλάδο με αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας καινούργιας αγοράς η οποία βασιζόταν στην επέκταση της δημόσιας δαπάνης για προγράμματα κατάρτισης. Παράλληλα, ο μειωμένος ρόλος του Κράτους στην προσπάθεια ρύθμισης της αγοράς και η απουσία ελεγκτικών μηχανισμών για την αξιοποίηση των πόρων επέφεραν πρωτοφανή αύξηση της αγοράς, όπως καταγράφεται τόσο από το συνολικό αριθμό των προγραμμάτων κατάρτισης που υλοποιήθηκαν, όσο και από το συνολικό αριθμό των καταρτιζομένων (από 360.000 καταρτιζόμενους στο Α’ ΚΠΣ σε 550.000 στο Β’ ΚΠΣ).

Ταυτόχρονα, η δυνατότητα του ΟΑΕΔ να αναθέτει σε άλλους φορείς (τόσο ιδιωτικούς, όσο και δημόσιους) την εκτέλεση σχετικών προγραμμάτων κατάρτισης σε συνδυασμό με την έλλειψη ολοκληρωμένου νομοθετικού πλαισίου για την τυποποίηση των φορέων υλοποίησης τέτοιων προγραμμάτων αύξησαν σημαντικά τη συμμετοχή των ιδιωτικών επιχειρήσεων στον κλάδο.

Αναμφίβολα, η έλλειψη ολοκληρωμένου ρυθμιστικού πλαισίου και η απουσία ελεγκτικών μηχανισμών συνέβαλαν στην απορρόφηση των κοινοτικών πόρων από προγράμματα με ελάχιστη συμβολή στην παραγωγή οικονομικά και κοινωνικά χρήσιμων ειδικοτήτων, καθώς και στην έλλειψη παρέμβασης στο χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας.

Η τάση αυτή συνεχίστηκε και κατά την περίοδο 1994-1996 στο Β’ ΚΠΣ κατά την οποία καταγράφηκε ποσοτική επέκταση των δραστηριοτήτων κατάρτισης χωρίς την αντίστοιχη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, κατά την πρώτη περίοδο της αρχικής συσσώρευσης, ο πολλαπλασιασμός των πόρων για την κατάρτιση, η δυνατότητα εμπλοκής του ιδιωτικού τομέα ως φορέα υλοποίησης προγραμμάτων και η απουσία συστήματος πιστοποίησης ή ελέγχου, οδήγησε στην γέννηση εντός μιας πενταετίας μιας πλειάδας επιχειρήσεων με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών κατάρτισης.

Ελεγχόμενη εκκαθάριση, 1994-2004

Κατά τη δεύτερη περίοδο καταγράφονται οι πρώτες προσπάθειες του κράτους να υλοποιήσει πολιτικές που συμβάλλουν στην εκκαθάριση της αγοράς, δημιουργώντας ένα νέο τοπίο το οποίο όμως θα εξασφαλίζει μερίδιο συμμετοχής σε όσους θα αποφασίσουν να αποτελέσουν μέρος του. Ο κύριος μηχανισμός που επιλέχθηκε για την εκκαθάριση της αγοράς βασίζεται στη θεσμοθέτηση διαδικασιών πιστοποίησης προκειμένου ένας φορέας να έχει τη δυνατότητα υλοποίησης συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων.

Έτσι δημιουργήθηκε ο θεσμός των πιστοποιημένων δομών κατάρτισης (ΚΕΚ) για τα οποία οι νομοθετικές πρωτοβουλίες του Κράτους  εξασφάλιζαν στα τελευταία μερίδιο αγοράς μέσω του καθορισμού μέγιστου αριθμού παραρτημάτων που μπορεί να ιδρύει κάθε ΚΕΚ και μέγιστου αριθμού θεματικών πεδίων κατάρτισης στα οποία μπορεί να δραστηριοποιηθεί αυτό.

Η ίδρυση πιστοποιημένων δομών κατάρτισης προέκυψε, λοιπόν, από την πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά τη διαμόρφωση του Β’ ΚΠΣ (1994-1999), για την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων να πραγματοποιείται αποκλειστικά από πιστοποιημένους φορείς, προκειμένου να επιτρέψει τη χρηματοδότηση του συνόλου του «Ε.Π. Συνεχιζόμενη Κατάρτιση και Προώθηση στην Απασχόληση».

Έτσι, το 1994 εκδίδονται από το τότε Υπουργείο Εργασίας τα πρώτα κριτήρια πιστοποίησης των Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης, τα οποία διακρίθηκαν με κριτήριο την εμβέλειά τους σε Εθνικά και Περιφερειακά και με κριτήριο την εξειδίκευση σε Θεματικά και Κλαδικά. Φορέας πιστοποίησης ορίστηκε το νεοσύστατο Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης Δομών Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΕΚΕΠΙΣ), το οποίο όμως άργησε πολύ να λειτουργήσει πραγματικά και ουσιαστικά.

Ωστόσο, η σχετική χαλαρότητα των κριτηρίων πιστοποίησης δεν επέφερε θετικά αποτελέσματα, οδηγώντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην απόφαση αναστολής του συνόλου του «Ε.Π. Συνεχιζόμενη Επαγγελματική Κατάρτιση και την Προώθηση στην Απασχόληση» για  δύο χρόνια και μέχρις ότου υιοθετηθεί νέο και αξιόπιστο σύστημα πιστοποίησης μέσω της επανίδρυσης του ΕΚΕΠΙΣ.

Το 2001, με αφορμή το Γ΄ ΚΠΣ, ακολούθησε ένας ακόμα κύκλος πιστοποίησης στην ίδια λογική της εκκαθάρισης, με ελάχιστες μεταβολές των κριτηρίων. Το νέο πλαίσιο έθετε στα ΚΕΚ υποχρεώσεις διάγνωσης των εκπαιδευτικών αναγκών μιας περιφέρειας ή ενός κλάδου και παρακολούθησης των ανέργων και αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας της κατάρτισής τους, κάτι στο οποίο τα ΚΕΚ ανταποκρίθηκαν σχετικά λόγω των υψηλών απαιτήσεων του εγχειρήματος. Επομένως, μετά την πιστοποίηση του 2001 προέκυψε η ανάγκη δημιουργίας ενός μόνιμου μηχανισμού παρακολούθησης και αξιολόγησης με βάση την ετήσια αποστολή στοιχείων από τα πιστοποιημένα ΚΕΚ και επιτόπιους ελέγχους ανά διετία στο σύνολο των δομών από το ΕΚΕΠΙΣ.

Η απελευθέρωση της αγοράς (2005 – 2013)

Το 2005 καταγράφεται η πρώτη προσπάθεια απελευθέρωσης του κλάδου, καθώς καταργήθηκαν οι περισσότεροι περιορισμοί σε σχέση με τον ελάχιστο και μέγιστο αριθμό των παραρτημάτων, τα πεδία δραστηριοποίησης και τη νομική μορφή των ΚΕΚ.

Συνεπώς, μετά την κατάργηση των παραπάνω περιορισμών, το τοπίο διαμορφώθηκε με το συνεχιζόμενο διαχωρισμό ανάμεσα σε ΚΕΚ περιφερειακής και εθνικής εμβέλειας, σε ΚΕΚ της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και σε ΚΕΚ των κοινωνικών εταίρων.

Συνοπτικά, οι αποκλεισμοί αλλά και η προστασία που παρείχε το νομοθετικό πλαίσιο, μολονότι βασίστηκαν στη λογική του εξορθολογισμού του συστήματος και της αγοράς ΣΕΚ, τελικά δεν απέφεραν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ενώ η δομή του συστήματος πράγματι εξορθολογίστηκε, καθώς οριοθετήθηκε η αγορά και μπήκαν ορισμένοι κανόνες ως προς την λειτουργία της, η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων κατάρτισης παρέμεινε χαμηλή με βάση το σύνολο, σχεδόν, των αξιολογήσεων των επιχειρησιακών προγραμμάτων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην αποτελεσματικότητα της κατάρτισης για την τοποθέτηση ανέργων στην αγορά εργασίας. Το φαινόμενο αυτό εντάθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης (2010 και έπειτα) όπου δεν καταγράφεται η ύπαρξη προγραμμάτων αντιστοίχησης της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά εργασίας.

Το διαφαινόμενο νέο τοπίο της επαγγελματικής κατάρτισης στην Ελλάδα της κρίσης

Οι πρόσθετες μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν κατά την περίοδο 2012-2014 στο πλαίσιο του Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής και των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας διαμορφώνουν ένα  νέο τοπίο στην αγορά επαγγελματικής κατάρτισης. Τα κύρια χαρακτηριστικά του αφορούν στη διεύρυνση της τυπολογίας των παρόχων κατάρτισης με τη θεσμοθέτηση των Κέντρων Δια Βίου Μάθησης επιπέδου 1 και 2 και στη δημιουργία του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΕΟΠΠΕΠ) στον οποίον ενσωματώθηκαν οι αρμοδιότητες του πρώην ΕΚΕΠΙΣ.

Όμως, η επαγγελματική κατάρτιση ως ενεργητική πολιτική απασχόλησης χρηματοδοτούμενη και από το υπό διαμόρφωση νέο Σύμφωνο Εταιρικής Συνεργασίας (2014-2020), με βάση τις επείγουσες ανάγκες παρέμβασης στην αγοράς εργασίας της χώρας, απαιτεί τον καλύτερο δυνατό σχεδιασμό για τη διασφάλιση της μέγιστης αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων.

 

Υπό την οπτική αυτή, λαμβάνοντας υπόψη και την επιτακτική ανάγκη της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, εκτιμούμε ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι κάτωθι παρεμβάσεις στο σχεδιασμό και υλοποίηση πολιτικών κατάρτισης:

  • Τα προγράμματα κατάρτισης ως ενεργητική πολιτική απασχόλησης πρέπει να εξυπηρετήσουν άμεσα τον εκσυγχρονισμό των κλάδων και συστάδων κλάδων στους οποίους έχει η χώρα συγκριτικό πλεονέκτημα και για τους οποίους διαμορφώνονται οριζόντιες ενισχύσεις και πόλοι ανταγωνιστικότητας
  • Τα προγράμματα θα πρέπει να ενταχθούν λειτουργικά σε ολοκληρωμένες παρεμβάσεις στις τοπικές αγορές εργασίας, ενισχύοντας τις αποκεντρωμένες πολιτικές απασχόλησης και διευκολύνοντας την κινητικότητα των εργαζομένων
  • Τα προγράμματα να εξυπηρετήσουν την απόκτηση ικανοτήτων, γνώσεων και δεξιοτήτων σε νέες ειδικότητες και επαγγέλματα τα οποία αποδεδειγμένα χρειάζεται η οικονομία της χώρας
  • Τα προγράμματα να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της νέας καινοτόμας επιχειρηματικότητας και της επιχειρηματικότητας επιμέρους ομάδων του πληθυσμού
  • Τα προγράμματα με βάση ενδοεπιχειρησιακούς και διεπιχειρησιακούς σχεδιασμούς να ενισχύσουν την προσαρμοστικότητα εργαζομένων και αυτοαπασχολούμενων στις μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις
  • Η επαγγελματική κατάρτιση να συμβάλλει ουσιαστικά στην καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας, διασφαλίζοντας την κοινωνική συνοχή
  • Η επαγγελματική κατάρτιση να καλύψει χάσματα γνώσεων που προκύπτουν από τις εκροές πτυχιούχων ΑΕΙ/ΤΕΙ και επαγγελματικής εκπαίδευσης
  • Σημαντικό μέρος της επαγγελματικής κατάρτισης, ειδικότερα στις τεχνικές ειδικότητες, να υιοθετήσει το σύστημα μαθητείας ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των νέων στον κόσμο των επιχειρήσεων
  • Το σύνολο των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια να συνδεθεί με συστήματα πιστοποίησης γνώσεων και προσόντων με βάση την ανάπτυξη του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων
  • Η επαγγελματική κατάρτιση να εντάξει στο περιεχόμενο της τους όρους καινοτομίας και κοινωνικής καινοτομίας ώστε να εξυπηρετηθούν και με το εργαλείο αυτό οι οριζόντιοι αυτοί στόχοι
  • Η επαγγελματική κατάρτιση να εξυπηρετήσει αποτελεσματικά τον στόχο της ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας και της βιωσιμότητας των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων
  • Η επαγγελματική κατάρτιση με στοιχεία από το σύστημα μαθητείας να διευκολύνει την είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας, ιδιαίτερα αυτών που εγκατέλειψαν πρόωρα το εκπαιδευτικό σύστημα στο πλαίσιο των στόχων που ορίζονται για τη χώρα από τη Στρατηγική Ευρώπη 2020
  • Η επαγγελματική κατάρτιση να διευκολύνει αποτελεσματικά την παραμονή των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζόμενων στην αγορά εργασίας, καθώς και να βελτιώσει την επαγγελματική εξέλιξη των γυναικών
  • Το βασικό μέσο με το οποίο θα πρέπει να λειτουργήσει η επαγγελματική κατάρτιση να είναι η εξορθολογισμένη διαδικασία της επιταγής κατάρτισης
  • Η επαγγελματική κατάρτιση να μη λειτουργήσει τη νέα περίοδο μόνο υπό την οπτική των αναγκών των επιχειρήσεων αλλά και υπό την οπτική των αναγκών της προσωπικής ανάπτυξης των πολιτών.

 

Υπό την οπτική της ικανοποίησης όλων των παραπάνω προτεινόμενων παρεμβάσεων μέσω και της υλοποίησης προγραμμάτων κατάρτισης ως ενεργητική πολιτική απασχόλησης, εκτιμούμε ότι στην αγορά του κλάδου διαφορετικές κατηγορίες φορέων έχουν όλοι το ρόλο τους:

  • Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί κατάρτισης, υπό καθεστώς ελεγχόμενης απελευθέρωσης της αγοράς του κλάδου, αλλά με προαπαιτούμενο την σωστή και αντικειμενική εποπτεία, πρέπει να σηκώσουν το σημαντικότερο βάρος υλοποίησης και να συμβάλλουν στην αναγνωρισιμότητα των αποκτούμενων γνώσεων στην αγορά εργασίας και συνακόλουθα στην κινητικότητα των εργαζομένων σε αυτήν
  • Τα ΑΕΙ και ΤΕΙ θα πρέπει να αναπτύξουν παράλληλες δραστηριότητες δια βίου μάθησης ενεργοποιώντας αντίστοιχα Ινστιτούτα.
  • Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, έχοντας αρμοδιότητες δια βίου μάθησης στον πληθυσμό τους θα μπορούσαν να αναπτύξουν οριζόντια προσόντα και γνώσεις για αυτόν
  • Οι οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων, με την εμπειρία που έχουν αποκτήσει, μπορούν να συγκεκριμενοποιήσουν περισσότερο τις παρεμβάσεις τους στο ανθρώπινο δυναμικό των επιμέρους κλάδων που εκπροσωπούν
  • Τέλος, σε ό,τι αφορά στον επιμελητηριακό χώρο, κρίνουμε απαραίτητο την δημιουργία πιστοποιημένων Σχολών εμπορίου και επιχειρηματικότητας ανά περιφέρεια από τα επιμελητήρια της χώρας, οι οποίες θα εξυπηρετούν τις τοπικές και κλαδικές επιχειρηματικές ανάγκες στο πεδίο της αναβάθμισης του ανθρώπινου δυναμικού

 

Η εξυπηρέτηση των παραπάνω στόχων, αν και φιλόδοξη, θα πρέπει να επιδιωχθεί μέσω της δημιουργίας κατάλληλου πλαισίου σχεδιασμού, υιοθέτησης και αξιολόγησης παρεμβάσεων υπό το καθεστώς εκ των προτέρων ελέγχου της αποτελεσματικότητας τους.

Σύρος Κοσκοβόλης

Μονάδα Σχεδιασμού και Υλοποίησης Προγραμμάτων ΕΕΑ

Site
Email
Facebook
Twitter