tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Καθορισμός της έννοιας της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου – ΑΠ 905/2020

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


Με την πρόσφατη τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, τροποποιήθηκε μεταξύ άλλων και η διάταξη του άρθρου 84 ΠΚ, στην οποία περιγράφονται οι ελαφρυντικές περιστάσεις, που το ποινικό δικαστήριο μπορεί να αναγνωρίσει στον κατηγορούμενο, με αποτέλεσμα την μείωση της επιβαλλόμενης ποινής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 83 του Ποινικού Κώδικα.

Ειδικότερα μεταξύ των διατάξεων που τροποποιήθηκαν περιλαμβάνεται και αυτή της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 84 του Ποινικού Κώδικα, στην οποία εξειδικεύεται η μέχρι την σχετική τροποποίηση καλούμενη ελαφρυντική περίσταση του ¨προτέρου εντίμου βίου¨ του κατηγορουμένου και ήδη περιγράφεται ως ελαφρυντική περίσταση του ¨προτέρου συννόμου βίου¨. Η σχετική διαφοροποίηση δεν εξαντλείται μόνο στην λεκτική διατύπωση, αλλά είναι πολύ μεγαλύτερης σημασίας, καθώς επήλθε, επί τω βέλτιω, για τον κατηγορούμενο, διαφοροποίηση των κριτηρίων για την αναγνώριση του της σχετικής ελαφρυντικής περίστασης, σε σχέση με τα μέχρι την τροποποίηση της σχετικής διάταξης νομολογιακά δεδομένα.

Έκτοτε και μετά την ισχύ των διατάξεων του νέου Ποινικού Κώδικα, το Ανώτατο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου έχει προβεί στην έκδοση αποφάσεων, με τις οποίες επιχειρείται η ερμηνεία της νεοπαγούς αυτής διατάξεως και προσδιορίζεται και εξειδικεύεται νομολογιακά, η έννοια του προτέρου συννόμου βίου του κατηγορουμένου. Ειδικότερα και μετά την έκδοση της υπ. αριθμ. 1466/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία, για πρώτη φορά, μετά την νομοθετική αλλαγή επιχειρήθηκε μία πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση της σχετικής έννοιας, ήδη το ΣΤ ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου εξέδωσε την υπ. αριθμ. 905/2020 απόφαση του, με την οποία γίνεται μία επίσης ενδιαφέρουσα ερμηνευτική προσέγγιση και εξειδίκευση της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου συννόμου βίου.

Αναλυτικά και σύμφωνα με τα όσα έκρινε σχετικά η ως άνω υπ. αριθμ. 905/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία εξεδόθη επί αιτήσεως αναίρεσης δύο κατηγορουμένων, οι οποίες είχαν καταδικαστεί για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ’ εξακολούθηση, έγιναν δεκτά τα εξής:

Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του ν.4619/19) Ποινικού Κώδικα ” Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή, που στη συγκεκριμένη περίπτωση, οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα, οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αυτό δε που ενδιαφέρει, δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολο του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά, εάν περιέχει διατάξεις, που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν και δεν αποκλείεται στη συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει, ο προηγούμενος νόμος και εν μέρει, ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται αφενός, ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου, άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή.

Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 και 511 εδ. τελ, ΚΠΔ προκύπτει ότι, στην περίπτωση, που μετά την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, ως προς τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης, ή και την προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο ΄Αρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης, έως την αμετάκλητη εκδίκαση της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση, ή μη, του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας.

Επίσης, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να υπάρχει, όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους ισχυρισμούς, που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, ή της ικανότητας προς καταλογισμό, ή στη μείωση αυτής, ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης, ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου κώδικα, ποινής.

Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα, μεταξύ άλλων και η υπό στοιχείο α’, που συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”.

Κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς, ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Με τη διάταξη αυτή του νέου ΠΚ διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της “νόμιμης” ζωής, έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της “έντιμης” ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα “απαραβίαστη” προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου (ΑΠ 1466/2019).

Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό περί αναγνώρισης της συνδρομής στο πρόσωπο της μίας κατηγορουμένης του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 α’ ΠΚ με την εξής αιτιολογία: ” …δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορούμενη έζησε μέχρι τη διάπραξη της ως άνω αξιόποινης πράξης, σύμφωνα με τις επιταγές της έννομης τάξης σεβόμενη τα έννομα αγαθά, καθόσον, δεν αρκεί για την αναγνώριση της συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 α’ ΠΚ, το λευκό της ποινικό μητρώο, ή η απουσία άλλης επίμεμπτης δραστηριότητας της. Τούτο δε διότι ο “σύννομος” βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο, αλλά με τον πραγματικό σεβασμό των έννομων αγαθών στην καθημερινή ζωή. Επομένως, δεν συντρέχει τέτοια ελαφρυντική περίσταση στο πρόσωπο της και ο σχετικός ισχυρισμός που πρόβαλαν οι συνήγοροι υπεράσπισης πρέπει να απορριφθεί.”

Με αυτά που δέχθηκε όμως το Δικαστήριο, δεν διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού. Ειδικότερα, εφόσον δέχεται την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου, γεγονός που κατ’ αρχήν αποδεικνύει σύννομη ζωή της κατηγορουμένης, απορρίπτει τον προαναφερόμενο ισχυρισμό, χωρίς να διαλαμβάνει καμία θετική παραδοχή για την ύπαρξη συγκεκριμένης παραβατικής συμπεριφοράς, που να καθιστά μη σύννομη τη ζωή της, και μολονότι, κατά το άρθρο 178 παρ.2 ΚΠΔ, στα πλαίσια της ποινικής δίκης ο κατηγορούμενος δεν έχει το βάρος απόδειξης της ανυπαρξίας τυχόν παραβατικής συμπεριφοράς, μη προκύπτουσας μάλιστα από το ποινικό μητρώο. Δεν αρκούν βεβαίως όσα αορίστως και εντελώς γενικά αναφέρονται στην απόφαση περί σεβασμού των έννομων αγαθών στην καθημερινή ζωή. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ’ ΚΠΔ σχετικός λόγος αναίρεσης .

Κατόπιν των παραπάνω παραδοχών το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου δέχτηκε την σχετική αίτηση αναίρεσης και έκρινε, ως προς την μία εκ των κατηγορουμένων ότι, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ άλλων και ως προς τη διάταξή της για την απόρριψη του ισχυρισμού της, περί συνδρομής στο πρόσωπο της, της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 α ΠΚ και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως, (άρθρο 519 ΚΠΔ).