tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Λύση σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και αποζημίωση πελατείας – ΑΠ 523/2017

 Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α. 


Η ερμηνεία των διατάξεων του ΠΔ.219/1991, σχετικά με την σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας απασχόλησε το ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο με την υπ. αριθμ. 523/2017 απόφαση του αποσαφήνισε τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 9 του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος εύλογη και δίκαιη αποζημίωση πελατείας, σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.

Ειδικότερα και σύμφωνα με το σκεπτικό της ως άνω απόφασης έγιναν  δεκτά τα εξής:

Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 9 παρ. 1α και 11 παρ. 1 και 2 του ΠΔ 219/1991, προκύπτει ότι, η αποζημίωση πελατείας είναι μία ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής, που κινείται μεταξύ δύο ισοδυνάμων πόλων, εκείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας, οι οποίοι δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της, ως ένα είδος δίκαιής και εύλογης αποζημίωσης, όπως ιδίως φαίνεται και από τη διατύπωση του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. α  του ΠΔ 219/1991, όπως το εδάφιο α αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του ΠΔ 312/1995 (ΑΠ 704/2007).

Για την επιδίκαση της αποζημίωσης αυτής το πραγματικό του άρθρου 9 του ΠΔ 219/.1991 θέτει τρεις ισοδύναμες προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά : α) η εισφορά νέων πελατών, ή η προαγωγή,  σημαντικά, των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο, κατά την διάρκεια της σύμβασης, β) η διατήρηση ουσιαστικών ωφελειών από τον εντολέα αντιπροσωπευόμενο, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς, μετά τη λύση της σύμβασης, και γ) η καταβολή της αποζημίωσης να είναι δίκαιη, αν ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις καθεμίας συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδιαίτερα οι προμήθειες, που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Όπως δε, προκύπτει από το συνδυασμό της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 9 παρ. 1 του ΠΔ 219/1991, με τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 4 έως 8 και 9 παρ. 3 του ΠΔ 219/1991 τυπική προϋπόθεση της αποζημίωσης πελατείας είναι η λύση  της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.

Η αξίωση αυτή της αποζημίωσης πελατείας γεννιέται κατά βάση σε κάθε περίπτωση λύσης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και μάλιστα ανεξάρτητα, από το εάν ο συγκεκριμένος κάθε φορά λόγος λύσης ρυθμίζεται από το ΠΔ 219/1991, ή προκύπτει από το κοινό δίκαιο. Επομένως, παρέχεται η αξίωση αποζημίωσης πελατείας και σε περίπτωση λύσης της ορισμένου χρόνου σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας με την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου διάρκειας αυτής. Η άποψη αυτή εναρμονίζεται και με το χαρακτήρα της αποζημίωσης πελατείας, ως ιδιόρρυθμης αξίωσης για αμοιβή, για την γέννηση της οποίας δεν απαιτείται αντισυμβατική, ή γενικότερα παράνομη συμπεριφορά από την πλευρά του αντιπροσωπευόμενου επιχειρηματία  (ΑΠ 592/2008).

Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 9 παρ. 3 του ΠΔ 219/1991 η αποζημίωση, ή η αποκατάσταση της ζημίας, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 9 του παρόντος δεν οφείλεται ….α… β) όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγείλει τη σύμβαση, εκτός αν η λύση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευομένου. Από τις ανωτέρω διατάξεις ευθέως προκύπτει ότι, προϋπόθεση για την αποστέρηση του εμπορικού αντιπροσώπου από το δικαίωμα στην αποζημίωση πελατείας είναι η λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, κατόπιν καταγγελίας της από τον ίδιο τον εμπορικό αντιπρόσωπο, εκτός αν, η λύση κατόπιν καταγγελίας του εμπορικού αντιπροσώπου οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευομένου, οπότε, παρά το ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατήγγειλε τη σύμβαση διατηρεί το δικαίωμα στην αποζημίωση πελατείας. Αυτονόητο είναι ότι, η εν λόγω ρύθμιση δεν αφορά τη διαφορετική περίπτωση λύσης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, που επέρχεται με την παρέλευση του συμφωνημένου χρόνου αυτής, οπότε δεν τίθεται από το νόμο, ως προϋπόθεση του σχετικού δικαιώματος του εμπορικού αντιπροσώπου, η υπαιτιότητα του αντιπροσωπευομένου.

Στην ένδικη περίπτωση το Εφετείο, που δίκασε ως δικαστήριο ουσίας, δέχτηκε ότι, μεταξύ της αναιρεσείουσας, ως εμπορικής αντιπροσώπου και της αναιρεσίβλητης, ως αντιπροσωπευομένης, λειτούργησαν συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας ορισμένου χρόνου, οι οποίες έληξαν με την πάροδο του χρόνου διάρκειας τους; και δεν ανανεώθηκαν  ούτε κατέστησαν αορίστου χρόνου συμβάσεις, ενώ στην συνέχεια, η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων συνεχίστηκε με άλλη μορφή και ειδικότερα η αναιρεσείουσα ήταν μεταπωλητής εντεταλμένος της αναιρεσίβλητης σε παράλληλο δίκτυο μεταπωλητών της τελευταίας, που αγόραζε τα προϊόντα της με τις συμφωνηθείσες χαμηλότερες τιμές, χωρίς καταβολή  κάποιας προμήθειας, ή άλλης έκπτωσης.

Στη συνέχεια το Εφετείο δέχτηκε ότι, μετά τη λήξη των ανωτέρω συμβάσεων ορισμένου χρόνου η αναιρεσείουσα επέδωσε στην αναρεσίβλητη εξώδικη όχληση- καταγγελία, με την οποία κατήγγειλε την μεταξύ τους σύμβαση αντιπροσωπείας για σπουδαίο λόγο, αναγόμενο σε αντισυμβατική συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης, τον οποίο το Εφετείο έκρινε αβάσιμο. Με βάση την αξιολόγηση, ως αβάσιμων, των διαλαμβανομένων στην καταγγελία αυτή ισχυρισμών της αναιρεσείουσας, δέχτηκε ότι, ουδεμία υπαιτιότητα φέρει ή αναιρσίβλητη – αντιπροσωπευομένη εταιρεία στη λύση των μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων και για το λόγο αυτό, κρίνοντας ουσιαστικά αβάσιμο το κονδύλιο της αγωγής, που αφορούσε την αξίωση της αναιρεσείουσας για την καταβολή αποζημίωσης πελατείας, απέρριψε την έφεση της, με την οποία αυτή παραπονούνταν για την απόρριψη της; αγωγής της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Όμως, με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με ευθεία παραβίαση των ουσιαστικών διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 9 του ΠΔ 219/1991, αξιώνοντας εσφαλμένα, ως πρόσθετη προϋπόθεση θεμελίωσης του δικαιώματος του εμπορικού αντιπροσώπου για αποζημίωση πελατείας, λόγω λήξης της ορισμένου χρόνου σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, και την ύπαρξη υπαιτιότητας του αντιπροσωπευομένου, καθώς και τις ουσιαστικές διατάξεις της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, τις οποίες εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, εξαρτώντας τη γέννηση του δικαιώματος αποζημίωσης πελατείας της αναιρεσείουσας από τη βασιμότητα των λόγων της μεταγενέστερης της λήξης των επίδικων συμβάσεων ορισμένου χρόνου και μη ασκούσας, ως εκ τούτου, έννομη επιρροή, καταγγελίας από την αναιρεσείουσα, ενώ παράλληλα, υπέπεσε και στην πλημμέλεια από τον αριθμό 10 του άρθρου 559ΚΠολΔ, με το να μη συμμορφωθεί, με την υπ. αριθμ. 592/2008 αναιρετική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία, ως προς το νομικό ζήτημα των προϋποθέσεων γέννησης της αξίωσης αποζημίωσης πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, λόγω λύσεως της ορισμένου χρόνου σύμβασης αντιπροσωπείας, με την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου αυτής έκρινε ότι, δεν απαιτείται αντισυμβατική, ή γενικότερα παράνομη συμπεριφορά από την πλευρά του αντιπροσωπευομένου επιχειρηματία.