tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης

Γράφει η Ελένη Καραβέλα, Δικηγόρος – Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


Προαιρετική είναι η ασφάλιση της οποίας η έναρξη, η συνέχιση και η έκταση της προστασίας βασίζεται στη βούληση του ασφαλισμένου. Μία εκ των μορφών της είναι η προβλεπόμενη στα άρθρα 18 και 37 του Ν.4387/2016 προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης με την οποία παρέχεται η δυνατότητα σε ασφαλισμένους του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα αντιστοίχως, οι οποίοι δεν παρέχουν πλέον εργασία, να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στον e-ΕΦΚΑ με αποκλειστικά δική τους οικονομική επιβάρυνση. Σκοπός των διατάξεων αυτών είναι η συμπλήρωση, διατήρηση ή αύξηση του ασφαλιστικού χρόνου που είναι απαραίτητος για τη θεμελίωση δικαιώματος σε παροχές ασθένειας, μητρότητας καθώς και συνταξιοδοτικές, απευθύνεται δε κυρίως σε όσους βρίσκονται κοντά στη συνταξιοδότησή τους αλλά αδυνατούν να συνεχίσουν την υποχρεωτική ασφάλιση λόγω διακοπής της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, χωρίς να ενδιαφέρει ο λόγος της διακοπής.

Σύμφωνα με το άρθρο 18 του Ν.4387/2016 ο αιτών, ασφαλισμένος του e-ΕΦΚΑ προκειμένου να υπαχθεί σε προαιρετική συνέχιση ασφάλισης πρέπει να πληροί τις κάτωθι προϋποθέσεις, ήτοι α) να έχει πραγματοποιήσει στην υποχρεωτική ασφάλιση τουλάχιστον πέντε (5) έτη, εκ των οποίων τουλάχιστον ένα (1) έτος εντός της τελευταίας πριν την υποβολή της αίτησης πενταετίας και να υποβάλλει τη σχετική αίτηση μέσα σε προθεσμία δώδεκα (12) μηνών από την τελευταία ασφάλισή τους σε φορέα, τομέα, κλάδο ή λογαριασμό κύριας ασφάλισης, ή β) να έχει πραγματοποιήσει οποτεδήποτε στην υποχρεωτική ασφάλιση δέκα (10) έτη εργασίας, ανεξάρτητα από το χρόνο υποβολής της αίτησης για προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης. Περαιτέρω, απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο αιτών να κριθεί ικανός για εργασία με γνωμάτευση της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής, ήτοι αποκλείονται όσοι κρίνονται ανάπηροι κατά την έννοια του στοιχείου β’ της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 (Α` 189).

Επιπλέον προϋπόθεση τίθεται με την παρ.3 του άρθρου 37 του νόμου για τους αυτοτελώς απασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τα υπαγόμενα πρόσωπα στην ασφάλιση του τ. ΟΓΑ, οι οποίοι μπορούν να υπαχθούν σε καθεστώς προαιρετικής ασφάλισης εφόσον δεν υπάρχει οφειλή από οποιαδήποτε αιτία του ασφαλισμένου προς τον φορέα ή, σε περίπτωση οφειλής, έχουν υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης, της οποίας οι όροι τηρούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της υπαγωγής στην προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης.

Ο χρόνος της προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης αρχίζει από την ημερομηνία της υποβολής της αίτησης στην αρμόδια Υπηρεσία του ΕΦΚΑ και διαρκεί για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπολείπεται –πλην του μήνα υποβολής της αίτησης για τους μισθωτούς–των είκοσι πέντε (25) ημερών ασφάλισης ανά μήνα. Η προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης πραγματοποιείται για κλάδο κύριας σύνταξης ή/και ασθένειας σε είδος και σε χρήμα. Για την άσκηση του δικαιώματος υποβάλλεται σχετική αίτηση, με σαφή αναφορά των κλάδων επιλογής (Εγκ. 3/2018 ΕΦΚΑ). Η αίτηση υποβάλλεται στο Υποκατάστημα μισθωτών ή μη μισθωτών που άνηκε ο ασφαλισμένος, πριν την διακοπή της ασφάλισης του. Ο ασφαλισμένος που κατά τη λήξη του δωδεκάμηνου υποχρεωτικής ασφάλισης υπάγεται παράλληλα σε περισσότερους του ενός ενταχθέντες φορείς του e-ΕΦΚΑ (παράλληλη ασφάλιση) έχει δικαίωμα επιλογής του φορέα στον οποίο θα υπαχθεί στην προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης. Ο χρόνος προαιρετικής ασφάλισης που θα διανυθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω θεωρείται χρόνος ασφάλισης στον επιλεγέντα ενταχθέντα πρώην φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης.

Ως προς τις εισφορές των ασφαλισμένων στον δημόσιο τομέα, στο άρθρο 18 του νόμου ορίζεται ότι «Για την προαιρετική ασφάλιση καταβάλλεται μηνιαία εισφορά ασφαλισμένου και εργοδότη κατ’ αναλογία των προβλεπόμενων στο άρθρο 5.

Ειδικότερα από τον προαιρετικά ασφαλισμένο καταβάλλεται μηνιαίως για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών το συνολικό ποσοστό ασφαλιστικής εισφοράς εργαζόμενου – εργοδότη, στο ύψος που έχει διαμορφωθεί και ισχύει κατά το χρόνο υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση.

Το ως άνω ποσοστό υπολογίζεται επί του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την αποχώρηση από την υπηρεσία, προσαυξανόμενων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του παρόντος.

Για παροχές ασθένειας σε είδος από τον ΕΟΠΥΥ και για παροχές σε χρήμα από τον Κλάδο Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α., ο προαιρετικά ασφαλισμένος δημόσιος υπάλληλος καταβάλλει μηνιαίως εξολοκλήρου το σύνολο της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, στο ύψος που εκάστοτε έχει διαμορφωθεί υπολογιζόμενη αντιστοίχως επί των αποδοχών όπως προβλέπεται ως ανωτέρω για την κύρια σύνταξη.»

Για τις εισφορές των ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα, το άρθρο 37 προβλέπει ότι «2. α. Για την προαιρετική ασφάλιση των ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα καταβάλλεται μηνιαία εισφορά κατ` αναλογία των προβλεπόμενων στα άρθρα 38, 39 και 40.

 β. Ειδικότερα ο προαιρετικά ασφαλισμένος μισθωτός καταβάλλει μηνιαίως για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών το συνολικό ποσοστό ασφαλιστικής εισφοράς εργαζόμενου – εργοδότη στο ύψος που έχει διαμορφωθεί και ισχύει κατά τον χρόνο υπαγωγής στην προαιρετική ασφάλιση.

 Το ως άνω ποσοστό υπολογίζεται επί του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης, αναπροσαρμοζόμενων κατά τον τρόπο που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του παρόντος.

 Για παροχές ασθένειας σε είδος από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και για παροχές σε χρήμα από τον Κλάδο Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α., ο προαιρετικά ασφαλισμένος μισθωτός καταβάλλει μηνιαίως εξ ολοκλήρου το σύνολο της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη στο ύψος που εκάστοτε έχει διαμορφωθεί, υπολογιζόμενης αντιστοίχως επί των αποδοχών όπως προβλέπεται για την κύρια σύνταξη.

 γ. Προκειμένου περί αυτοτελώς απασχολούμενων, ελευθέρων επαγγελματιών και των υπαγόμενων προσώπων στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ, καταβάλλεται μηνιαία εισφορά σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 39 και της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του παρόντος.

 Τα πρόσωπα που συνεχίζουν προαιρετικά την ασφάλισή τους βάσει των διατάξεων του άρθρου 20 παράγραφος 4 του ν. 4488/2017 (Α` 137) καταβάλλουν μηνιαία εισφορά σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 39 του παρόντος.

 Για παροχές ασθένειας σε είδος από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και για παροχές σε χρήμα από τον Κλάδο Παροχών του Ε.Φ.Κ.Α., ο προαιρετικά ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαίως εξ ολοκλήρου το σύνολο της εισφοράς στο ύψος που εκάστοτε έχει διαμορφωθεί.»

Η προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης αναστέλλεται: α) με τη συνταξιοδότηση του ασφαλισμένου λόγω αναπηρίας ορισμένου χρόνου β) με την επιδότηση ασθενείας. Στην περίπτωση αυτή η αναστολή είναι δυνητική, συνεπώς θα πρέπει ο ασφαλισμένος να γνωστοποιήσει την εν λόγω επιδότηση, αιτούμενος την αναστολή. Μετά την παρέλευση του χρόνου αναστολής κατά τα ανωτέρω, συνεχίζεται η προαιρετική ασφάλιση χωρίς εκ νέου εξέταση των προϋποθέσεων.

Η προαιρετική συνέχιση ασφάλισης διακόπτεται/ λήγει: α) με αίτηση του ασφαλισμένου, από την πρώτη του επομένου μήνα της υποβολής της, β) με τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος ή επ’ αόριστον αναπηρίας του ασφαλισμένου, γ) αν ο ασφαλισμένος αναλάβει εργασία ή δραστηριότητα ή αποκτήσει ιδιότητα με βάση την οποία υπάγεται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. και δ) με το θάνατο του ασφαλισμένου.

Απώλεια του δικαιώματος συνέχισης της προαιρετικής ασφάλισης επέρχεται εφόσον ο ασφαλισμένος έχει καθυστερήσει την καταβολή της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για περισσότερο από δύο έτη από την ημερομηνία που αυτή κατέστη απαιτητή. Σε περίπτωση απώλειας του δικαιώματος ο ασφαλισμένος μπορεί να υποβάλει εκ νέου αίτημα για προαιρετική ασφάλιση μετά την παρέλευση τριών ετών. Συνολικά ο ασφαλισμένος μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς προαιρετικής ασφάλισης μέχρι 3 φορές.

Οι διατάξεις περί προαιρετικής συνέχισης ασφάλισης προσφέρουν μία διέξοδο για ασφαλισμένους που αδυνατούν να συνεχίσουν την υποχρεωτική τους ασφάλιση και χρειάζονται να συμπληρώσουν χρόνο ασφάλισης προκειμένου να θεμελιώσουν δικαίωμα σε παροχές ασθενείας ή συνταξιοδότησης, λόγω δε του κόστους για τους ασφαλισμένους, το οποίο για μισθωτούς είναι μεγαλύτερο, δεδομένου ότι επιβαρύνονται και τις εισφορές του εργοδότη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μόνιμη λύση προς αντικατάσταση της υποχρεωτικής ασφάλισης λόγω παροχής εργασίας, αλλά περισσότερο ως μία πρόσκαιρη δυνατότητα.