tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

ΣτΕ: Παραβάσεις ΚΒΣ από εταιρεία

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


ΣτΕ 175/2018 – ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΚΒΣ ΑΠΟ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ NE BIS IN IDEM ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπ. αριθμ. 175/2018 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε επί αίτησης αναίρεσης ανώνυμης εταιρείας, σε βάρος της οποίας είχε επιβληθεί με πράξη του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών, πρόστιμο του ΚΒΣ λόγω έκδοσης εικονικού τιμολογίου και η οποία άσκησε προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο και Δευτεροβάθμιο Διοικητικό Δικαστήριο.
Ο βασικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, τον οποίο προέβαλλε η ως άνω ανώνυμη εταιρεία αφορούσε στην παραβίαση από τα Διοικητικά Δικαστήρια της βασικής αρχής, που διέπει το ποινικό δίκαιο, δηλαδή της αρχής NE BIS IN IDEM, που ορίζει ότι, δεν επιτρέπεται να καταδικαστεί κάποιος δύο φορές ( με δύο ποινές ) για το ίδιο αδίκημα και ειδικότερα, η αναιρεσείουσα εταιρεία ισχυρίστηκε ότι, σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της είχε ασκηθεί ποινική δίωξη μεταξύ άλλων και για το αδίκημα της έκδοσης και αποδοχής εικονικών τιμολογίων, αδίκημα για τα οποίο αυτός είχε απαλλαγεί αμετάκλήτα και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να επιβληθεί σε βάρος της εταιρείας και η διοι8κητική ποινή της επιβολής προστίμου, κατά τις διατάξεις του ΚΒΣ καθώς αυτό θα αποτελούσε σαφή παραβίαση της ανωτέρω αρχής, η οποία επίσης ρητά προβλέπεται και καθορίζεται και στο Έβδομο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, αλλά και στο άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ωστόσο, το Συμβούλιο της Επικράτειας με την ως άνω υπ. αριθμ. 175/2018 απόφαση του απέρριψε την σχετική αίτηση αναίρεσης, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό του τα εξής:
Επειδή, το άρθρο 4 του κυρωθέντος με τον Ν.1705/1987 του Εβδόμου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ορίζει στην παράγραφο 1 ότι, ….Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικαστεί ποινικά από τα Δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μία παράβαση, για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση, σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού …….
Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτήν απαγόρευση (ne bis in idem) απαιτείται καταρχήν να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις : α) Να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες  επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι ποινικές, κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, δηλαδή βάσει των κριτηρίων ENGEL, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν  ως ποινικές  και κυρώσεις, που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, εν όψει της φύσης των σχετικών παραβάσεων, ή και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπομένων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση και δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ΄ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά ( ΣτΕ 1992/2016, ΣτΕ 167/2017, ΣυΕ 2987/2017 κ.α.).
Ειδικότερα, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παραπάνω διάταξης της ΕΣΔΑ, ούτε άλλωστε και της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αν υποτεθεί ότι ο Χάρτης αυτός βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε μία υπόθεση, όπως η παρούσα) στην περίπτωση κατά την οποία, η μία ποινική διαδικασία στρέφεται κατά νομικού προσώπου, ενώ η άλλη κατά του νομίμου εκπροσώπου αυτού, δεδομένου ότι, δεν υπάρχει ταυτότητα του προσώπου έναντι του οποίου κινήθηκαν οι δύο διαδικασίες ( βλεπ. ΕΔΔΑ 6-12-2007 29829/05 Γιαννετάκη ΕΠΕ κατά Ελλάδας κ.α.).
Επειδή, σύμφωνα με την διάταξη του εδ. β της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν από την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου με το άρθρο 17 του Ν.4446/2016, όταν το Διοικητικό Δικαστήριο κρίνει επί υποθέσεως επιβολής προστίμου του ΚΒΣ, για έκδοση εικονικού φορολογικού στοιχείου, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός, αν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, οπότε δεσμεύεται ως προς την ενοχή του δράστη, αλλά υποχρεούται να την συνεκτιμήσει κατά την διαμόρφωση της κρίσης του (βλεπ. ΣτΕ 3076/2017, ΣτΕ 434/2017, ΣτΕ 2403/2015 ΟλΣτΕ 1741/2015 κ.α.).
Εξάλλου, το ΕΔΔΑ ερμηνεύοντας την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το τεκμήριο της αθωότητας, έχει δεχθεί ότι, απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου, που έπεται τελικής αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή χώρησε λόγω αμφιβολιών, ως τελική δε απόφαση στο πλαίσιο της προαναφερόμενης νομολογίας, νοείται η αμετάκλητη απόφαση ποινικού Δικαστηρίου. Προκειμένου να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο της αθωότητας υπό την ανωτέρω άποψη ο ενδιαφερόμενος πρέπει να αποδείξει ότι, η ποινική διαδικασία συνδέεται κατ’ ουσίαν προς την διοικητική διαδικασία και αντίστοιχη διοικητική δίκη ( βλεπ. ΕΔΔΑ ευρ. συνθ.12-7-2013 υπόθεση Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου σκέψεις 94, 103 και 104, καθώς και ΟλΣτΕ 4662/2012). Επομένως, δεν ανακύπτει ζήτημα παράβασης του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, υπό την ανωτέρω άποψη, σε περίπτωση κατά την οποία το διοικητικό δικαστήριο αποφαίνεται επί υπόθεσης επιβολής προστίμου του ΚΒΣ, για παραβατική συμπεριφορά (όπως  η έκδοση  εικονικού φορολογικού στοιχείου), η οποία δεν προκύπτει ότι, είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημη, ή έστω συναφής με εκείνη, στην οποία αφορά η αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, που επικαλείται ο προσφεύγων, ως σχετική. Εξάλλου, δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Διαμαντίδης κατά Ελλάδας (71583/01), Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας (35522/04) Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδας (3453/12) και Σισμανίδης και Σπαρίδης κατά Ελλάδας (66602/09), στις οποίες κρίθηκε ότι, η διοικητική χρηματική κύρωση μεγάλου ύψους για φορολογική, ή τελωνειακή  παράβαση, όπως το εν λόγω εικονικό φορολογικό στοιχείο  έχει ουσιαστικά ποινικό χαρακτήρα.
Ωστόσο, στην κρινόμενη υπόθεση δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 4 του 7ου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα του προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε το ίδιο πρόστιμο για παράβαση του ΚΒΣ (αναιρεσείουσα εταιρεία) και κάποιου από τα φυσικά πρόσωπα, κατά των οποίων κινήθηκε η ποινική διαδικασία που ολοκληρώθηκε με την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (ένα εκ των οποίων ήταν και ο νόμιμος εκπρόσωπος της αναιρεσείουσας εταιρείας). Συνεπώς, ο λόγος έφεσης περί παραβίασης της αρχής neb is in idem ήταν απορριπτέος ως αβάσιμος και συνακόλουθα ορθά απορρίφθηκε, ανεξάρτητα αιτιολογίας με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, επομένως και ο σχετικός λόγος της αναίρεσης, ανεξάρτητα αν προβάλλεται παραδεκτά, δεδομένου ότι αναφέρεται σε παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και σε αντίθεση προς σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, ενώ η προσβαλλόμενη κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αφορά στην αρχή neb is in idem, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Εξάλλου, η επίμαχη κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στηρίχθηκε αυτοτελώς και στην επάλληλη αιτιολογία ότι, από το προσκομισθέν από την αναιρεσείουσα εταιρεία διατακτικό της αθωωτικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου και μόνο, δεν προκύπτει ότι αυτή αφορά στην επίδικη φορολογική παράβαση και η αιτιολογία αυτή συνδέεται στενά, και συνάδει με τα όσα έγιναν ερμηνευτικά δεκτά ανωτέρω σχετικά με την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και δεν έρχεται σε αντίθεση με τις ανωτέρω αποφάσεις του ΕΔΔΑ.