tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

ΣτΚ: Σύσταση σε ασφαλιστική για επαναφορά καταγγελθείσας σύμβασης ασφάλισης ζωής λόγω μη ορθής λήψης γνώσης της καταγγελίας από τον ασφαλισμένο

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α. 


Ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπ. αριθμ. πρωτ. 3893/2019 σύσταση την οποία απηύθυνε ο Συνήγορος του Καταναλωτή σε ασφαλιστική εταιρεία, η οποία είχε προβεί στην καταγγελία σύμβασης ασφάλισης ζωής, που είχε συνάψει προ δέκα οκτώ ετών με ασφαλισμένη της, για το λόγο ότι η ασφαλισμένη είχε καθυστερήσει στην καταβολή μέρους του ασφαλίστρου, αποστέλλοντας της σχετική συστημένη επιστολή, που παραδόθηκε με εταιρεία ταχυμεταφοράς (courier) στην οικία της, ενώ αυτή απουσίαζε κατά τον χρόνο εκείνο.

Ειδικότερα, η ασφαλισμένη υπέβαλε σχετική αναφορά στην Ανεξάρτητη Αρχή του Συνηγόρου του Καταναλωτή, ισχυριζόμενη ότι, ουδέποτε παρέλαβε η ίδια την επίμαχη επιστολή, καθώς και ότι η εν λόγω συστημένη επιστολή δεν έφερε την δική της υπογραφή, αλλά υπογραφή άλλου προσώπου, ενώ η ασφαλιστική εταιρεία επικαλούμενη και σχετική ενημέρωση που είχε από την εταιρεία ταχυμεταφοράς (courier) αναφορικά με την διαχείριση της επίμαχης επιστολής ανέφερε ότι, πράγματι την επιστολή παρέλαβε πρόσωπο, που δηλώθηκε ως η ασφαλισμένη παραλήπτρια της επιστολής, πλην όμως, επειδή δεν πρόκειται ακριβώς για παράδοση συστημένης επιστολής, αλλά για παράδοση με ταχυμεταφορά, δεν γίνεται έλεγχος ταυτοπροσωπίας κατά την παράδοση και απλά υπάρχει υποχρέωση της εταιρίας ταχυμεταφοράς για την επίδοση του ταχυδρομικού αντικειμένου στην διεύθυνση του παραλήπτη στο ίδιο, ή σε σύνοικο πρόσωπο, αν απουσιάζει ο παραλήπτης.

Ο Συνήγορος του Καταναλωτή αφού έλαβε τις απόψεις της κάθε πλευράς  και τα σχετικά στοιχεία της υπόθεσης έκρινε τα εξής:

Ο ασφαλιστής αναλαμβάνει τον κίνδυνο, εφόσον ο λήπτης της ασφάλισης εκπληρώνει πρώτος τις υποχρεώσεις του, καταβάλλοντας το συμφωνηθέν ασφάλιστρο. Με την εξόφληση του ασφαλίστρου αποσβέννυται και η αντίστοιχη απαίτηση του ασφαλιστή. Ο ακριβής χρόνος λήξης της οφειλής του ασφαλίστρου  ή των δόσεων του συνήθως ορίζεται στην ασφαλιστική σύμβαση και είναι σημαντικό να γίνεται εμπρόθεσμα η εξόφληση του προς την διατήρηση των αναγκαίων αποθεμάτων της εταιρείας . Η καταβολή του ασφαλίστρου βαρύνει τον αντισυμβαλλόμενο στη σύμβαση ασφάλισης και αποτελεί την κύρια αυτού υποχρέωση από τη σύμβαση.

Σε περίπτωση που ο ασφαλιστής δεν κατορθώσει να εισπράξει το ασφάλιστρο , δεν υποχρεώνεται να παραμείνει δεσμευμένος και για το λόγο αυτό στο άρθρο 6 παρ.2 του Ν. 2496/1997 ορίζεται ότι, η καθυστέρηση της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου δίνει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να καταγγείλει τη σύμβαση . Η καταγγελία γίνεται με γραπτή δήλωση στο λήπτη της ασφάλισης, στην οποία γνωστοποιείται ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει μετά την πάροδο ενός μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης μ τη λύση της σύμβασης.

Μεταξύ όμως των προϋποθέσεων της μονόπλευρης αυτής λύσης της ασφαλιστικής σύμβασης, που είναι μία σχέση διαρκείας και μέχρι να λήξει πρέπει οι συμβαλλόμενοι να μείνουν σταθεροί στα συμφωνημένα  και να μην επηρεάζουν αυθαίρετα για μονόπλευρη ωφέλεια την εξέλιξη της σχέσης τους, είναι όπως επιτάσσει ο νόμος να έχει προειδοποιηθεί ο λήπτης της ασφάλισης, με ρητή έγγραφη δήλωση της ασφαλιστικής εταιρείας και η ειδοποίηση αυτή να έχει τη μορφή όχλησης προς πληρωμή και γνωστοποίησης της επικείμενη διάλυσης της ασφαλιστικής σύμβασης, σε περίπτωση μη εξόφλησης του ασφαλίστρου.

Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου  167ΑΚ, προκύπτει ότι η καταγγελία για τη λύση τη; σύμβασης ασφάλισης είναι μονομερής και ληψιδεής δήλωση της βούλησης του συμβαλλόμενου μέρους, η δε δήλωση θεωρείται συντελεσθείσα όχι απλώς από την αποτύπωση της στον εξωτερικό κόσμο, αλλά από την παραλαβή της .Για να παράγει τα αποτελέσματα της, είναι αναγκαίο η περιέλευση της στο νόμιμο παραλήπτη, απαιτείται δε να περιέχεται σε έγγραφο και μάλιστα συστημένο , ή επί αποδείξει ( ΕφΑθ 2072/2016μ ΠΠρΑθ 2254/2010). Σε περίπτωση συστημένης επιστολής, δεν αρκεί η εγχείριση από τον ταχυδρόμο της γραπτής ειδοποίησης στον παραλήπτη, ή η ρίψη του ειδοποιητηρίου ή της επιστολής στο γραμματοκιβώτιο του παραλήπτη, αλλά απαιτείται και η παραλαβή της συστημένης επιστολής, αυτοπροσώπως, από τον τελευταίο (χέρι με χέρι), οπότε και εξασφαλίζεται  η δυνατότητα γνώσης από μέρους του, του περιεχομένου της (ΕφΑθ 6015/2011).

Η λύση της ασφαλιστικής σύμβασης επέρχεται μετά την πάροδο ενός μηνός από την αποδεδειγμένη κοινοποίηση της γραπτής δήλωσης.

Εν προκειμένω όμως, αν και η επιστολή απεστάλη από την ασφαλιστική εταιρεία στην ασφαλισμένη, δεν προκύπτει ότι περιήλθε σε αυτήν, ώστε οι περιεχόμενες σε αυτήν δηλώσεις να παράγουν την σκοπούμενη κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν.2496/1997, νομική τους ενέργεια, την ακύρωση δηλαδή της ασφαλιστικής σύμβασης. Δεν αποδείχτηκε η αυτοπρόσωπη  παραλαβή από την ασφαλισμένη της ειδοποίησης . Συνεπώς η αποστολή της επιστολής και η τυχόν παραλαβή της από τρίτο πρόσωπο , ή η τυχόν ρίψη αυτής στο γραμματοκιβώτιο, δεν αποτελεί , κατά τα προεκτεθέντα, κοινοποίηση στην ασφαλισμένη γραπτής δήλωσης καταγγελίας της μεταξύ τους ασφαλιστικής σύμβασης, λόγω της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων ασφαλίστρων και συνακόλουθα δεν επέφερε τα προβλεπόμενα από την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν.2496/1997 αποτελέσματα , τη λύση δηλαδή της ασφαλιστικής σύμβασης, μετά την πάροδο ενός μηνός από την κοινοποίηση της.

Η ασφαλιστική εταιρεία προχώρησε στην ακύρωση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ανεξάρτητα από το εάν παρέλαβε ή όχι την επιστολή η ασφαλισμένη . Με την πράξη αυτή της εταιρείας η Αρχή θεωρεί ότι παραβιάζεται ο σκοπός του νόμου . Όπως προκύπτει από το κείμενο της διάταξης, σκοπός της ρύθμισης δεν είναι μόνο η προστασία του ασφαλιστή που δεν εισπράττει τα ασφάλιστρα , αλλά και η προστασία του ασφαλισμένου, αφού η μη καταβολή των ασφαλίστρων μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους, π.χ. απουσία, αμέλεια, προσωρινή οικονομική δυσχέρεια, όπως εν προκειμένω, σύμφωνα με τα όσα ισχυρίζεται η ασφαλισμένη και όχι στην πρόθεση  του ασφαλισμένου να διακόψει την ασφάλεια.

Η ασφαλισμένη διατείνεται ότι, ουδέποτε της παραδόθηκε η ανωτέρω επιστολή της εταιρείας, με την οποία την ειδοποιούσε για την ακύρωση του συμβολαίου της και ότι άρα η σύμβαση της είναι σε ισχύ . Η επίμαχη επιστολή , πέραν από την αποτύπωση της στον εξωτερικό κόσμο, έπρεπε να περιέλθει στο νόμιμο παραλήπτη – στην ασφαλισμένη σε έγγραφο και μάλιστα συστημένο ή επί αποδείξει για να παράγει τα αποτελέσματα της ( τη λύση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου).

Σε κάθε περίπτωση η ακύρωση του εν λόγω συμβολαίου αποτελεί ένα δυσανάλογα επαχθές για την ασφαλισμένη μέτρο , σε σχέση τόσο με την αιτιολογία της εταιρείας ότι , δεν μπορεί να επαναφέρει το συμβόλαιο , γιατί πρόκειται για καταργημένο προϊόν, όσο και με την παράλειψη της ασφαλισμένης να καταβάλλει μέρος μόνο μιας δόσης 291,62 Ευρώ , από τα 691.62 Ευρώ, καθώς είχε ήδη  καταβάλλει προ της ακύρωσης του συμβολαίου το μεγαλύτερο μέρος της δόσης, ποσού 400 Ευρώ. Η ανωτέρω παράλειψη της ασφαλισμένης είναι ελάχιστης χρηματικής αξίας σε σχέση με τα ασφάλιστρα που ανελλιπώς έχει καταβάλλει στην ασφαλιστική εταιρεία επί δεκαοκτώ συναπτά έτη.

Επιπροσθέτως δεν προέκυψε ότι προηγήθηκε καμία τηλεφωνική ή άλλη επικοινωνία από υπάλληλο της εταιρείας, προκειμένου να της υπενθυμίσει την οφειλή της, αλλά ούτε και από την ασφαλίστρια, στην οποία η εταιρεία είχε αναθέσει την διαχείριση του συμβολαίου της , είχε καμία ενημέρωση περί επικείμενη ακύρωσης αυτού.

Σύμφωνα εξάλλου, με τα χρηστά ήθη και την εντιμότητα που επιβάλλεται στις συναλλαγές εν γένει, πολλώ δε μάλλον, στην προκειμένη περίπτωση, στις συναλλαγές της ασφαλιστικής εταιρείας με έναν παλαιό και συνεπή ασφαλισμένο, όπως η συγκεκριμένη αντισυμβαλλόμενη , η εταιρεία θα μπορούσε να καταγγείλει τη σύμβαση, εάν η ασφαλισμένη της επιδείκνυε επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, μη καταβολής δόσεων ασφαλίστρων. Επομένως, η καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης είναι καταχρηστική και αντίθετη στα χρηστά ήθη ( ΠΠρΑθ 823/2016) .

Κατόπιν αυτών ο Συνήγορος του καταναλωτή απηύθυνε σύσταση στην ασφαλιστική εταιρεία να προβεί στην επαναφορά του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής και να αναγνωριστεί ότι εξακολουθεί να ισχύει συνεχώς και αδιαλείπτως από την έναρξη της ισχύος του , θεωρώντας την καταγγελία άκυρη και μηδέποτε γενόμενη, κάλεσε δε την εταιρεία να γνωστοποιήσει εγγράφως εντός δέκα ημερών εάν αποδέχεται την σχετική σύσταση, άλλως και σε περίπτωση που η εταιρεία δεν αποδεχτεί τη σύσταση ο Συνήγορος του Καταναλωτή αποφάσισε ότι, θα προβεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Ν. 3297/2004 ( ΦΕΚ Α 259/23-12-2004).