tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Τα e-mail ως αποδείξεις κατά εργαζομένων στο χώρο εργασίας

Είναι επιτρεπτή η χρήση τους ως αποδεικτικών μέσων αθέμιτων, αντισυμβατικών πράξεων του εργαζόμενου

Με την απόφαση ΑΠ 1/2017 ο Άρειος Πάγος  για το απόρρητο των επικοινωνιών  αποφαίνεται για τα ηλεκτρονικά μηνύματα του εταιρικού email εργαζόμενου σε ηλεκτρονικό υπολογιστή του εργοδότη, είναι επιτρεπτή η χρήση τους ως αποδεικτικών μέσων αθέμιτων, αντισυμβατικών πράξεων του εργαζόμενου

Συγκεκριμένα, η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι είναι επιτρεπτή  η ανάσυρση στοιχείων από τους σκληρούς δίσκους  των υπολογιστών των εργαζομένων στις επιχειρήσεις τους και να μπορούν να τα χρησιμοποιούν νόμιμα ενώπιον των δικαστηρίων.

 

Παράλληλα, αναφέρεται ότι δεν τίθεται θέμα παραβίασης του συνταγματικά κατοχυρωμένου απορρήτου προσωπικών δεδομένων, αλλά ούτε έπρεπε να υπάρχει η συναίνεση των υπαλλήλων για να ανασυρθούν στοιχεία από τον υπολογιστή της εταιρείας που χρησιμοποιούσαν οι εν λόγω υπάλληλοι.

"Ειδικότερα, όπως έχει κρίνει κατ’ επανάληψη η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, η χρήση ενώπιον δικαστηρίου προσωπικών δεδομένων που έχουν συλλεγεί χωρίς προηγούμενη συναίνεση του ενδιαφερομένου είναι θεμιτή αν "ο επιδιωκόμενος σκοπός της προάσπισης των δικαιωμάτων δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα" (Αρχή Προστασίας Δεδομένων, 8/2005, 9/2005 και 57/2009).

Στην προκειμένη περίπτωση, τα κρίσιμα αρχεία περιλαμβάνουν έγγραφα και άλλα στοιχεία τα οποία οι πρώην υπάλληλοι της αναιρεσείουσας συνέταξαν, απέστειλαν ή και παρέλαβαν στον χώρο εργασίας τους με χρήση εταιρικών υπολογιστών. Επί πλέον, δεν χρησιμοποιούσαν προσωπική ηλεκτρονική διεύθυνση, αλλά εταιρική, την οποία η αναιρεσείουσα τους είχε παραχωρήσει για τις ανάγκες της εργασίας τους. Ακόμη δεν τέθηκε ζήτημα επιτήρησης ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο παρακολούθησης των παραιτηθέντων πρώην υπαλλήλων της αναιρεσείουσας, κατά τη διάρκεια της εργασίας τους. Ελέγχθηκαν απλώς εκ των υστέρων οι εταιρικοί υπολογιστές μετά την αποχώρησή τους και την άρνησή τους να παραδώσουν τα αρχεία που χρησιμοποιούσαν στην αναιρεσείουσα εργοδότριά τους. Εξάλλου, τα κρίσιμα δεδομένα δεν ήταν "ευαίσθητα" κατά την έννοια του ν.2472/1997 (άρθρο 2 περ. β’ ).
Η συλλογή και επεξεργασία τους από την αναιρεσείουσα δεν απέβλεπε μόνο στην προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων της (άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος) αλλά στην διασφάλιση της εμπορικής πίστης και, εν τέλει, στην προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού. Πράγματι, η απόδειξη ενώπιον δικαστηρίου της άνω αθέμιτης και επιζήμιας για την αναιρεσείουσα συμπεριφοράς που επέδειξαν οι πρώην υπάλληλοι της αναιρεσείουσας, στο πλαίσιο της άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων τους, δεν μπορεί να συγκριθεί με την αποκάλυψη στοιχείων της καθαρά προσωπικής ζωής τους, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, οι ερωτικές προτιμήσεις τους, τα θρησκευτικά τους πιστεύω και οι φιλοσοφικές η πολιτικές τους πεποιθήσεις. Γιατί, αν και η συμπεριφορά αυτή ανάγεται στην προσωπική ζωή τους, η προετοιμασία του επαγγελματικού μέλλοντος των εν λόγω υπαλλήλων βρίσκεται προδήλως στην περιφέρεια του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής, δηλαδή σε πολύ μεγάλη απόσταση από τον πυρήνα της τελευταίας. Επομένως, η αποκάλυψη των κρίσιμων δεδομένων για την άσκηση του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας της εργοδότριας αναιρεσείουσας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος), προκειμένου να διασφαλισθεί το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας της (άρθρα 5 και 106 παρ.2 Συντάγματος) είναι καθ’ όλα θεμιτή, η δε, κατά τα άρθρα 9 και 9 Α του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, επίκληση των πρώην υπαλλήλων της αναιρεσείουσας των δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, είναι αθέμιτη, αφού η άσκησή τους προσβάλλει δικαιώματα της αναιρεσείουσας που υπερέχουν προφανώς"

 

Δείτε την απόφαση στο φορολογικό αρχείο του κόμβου

Πηγή: Taxheaven

 

 

 

SB