tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Τέλος στην χωρίς βάσιμο λόγο απόλυση των εργαζομένων;

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.

Γράφει ο Στάθης Δημ. Σταματελόπουλος, Νομικός Συνεργάτης Ε.Ε.Α.


Σημαντική δικαστική απόφαση, η οποία ανατρέπει τα μέχρι σήμερα νομολογιακά δεδομένα αναφορικά με το ζήτημα της απόλυσης των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα εξέδωσε πρόσφατα το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά.
Ειδικότερα και σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα νομολογιακά δεδομένα, αλλά και το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο της εργατικής νομοθεσίας ήταν επιτρεπτή η απόλυση εργαζομένου από τον εργοδότη και άνευ σπουδαίου λόγου, υπό τον όρο της τήρησης των προϋποθέσεων της εργατικής νομοθεσίας για την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, σε συνδυασμό με τον τρόπο και χρόνο της καταγγελίας (με ή χωρίς προειδοποίηση του εργαζομένου). Ασφαλώς η νομιμότητα και το έγκυρο της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης στην περίπτωση αυτή ελέγχονταν στα πλαίσια της τυχόν καταχρηστικής άσκησης του σχετικού εργοδοτικού δικαιώματος, ή της τυχόν βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του εργαζομένου. 
Όμως μετά την ψήφιση του Ν. 4359/2016, με τον οποίο κυρώθηκε από την χώρα μας ο Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης αναμένεται να αλλάξουν άρδην τα μέχρι σήμερα νομολογιακά δεδομένα, καθώς τίθενται νέοι κανόνες στο Εργατικό Δίκαιο.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, το οποίο θέτει νέους κανόνες για την προστασία των εργαζομένων ορίζονται μεταξύ άλλων και τα εξής: «Με σκοπό την διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας, τα μέρη αναλαμβάνουν να αναγνωρίζουν : α) το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μην λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο, που να συνδέεται με την ικανότητα, ή την συμπεριφορά τους, ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης, ή της υπηρεσίας;, β) το δικαίωμα των εργαζομένων των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση, ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση. Για τον σκοπό αυτό τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν να διασφαλίζουν ότι ο εργαζόμενος, που θωρεί ότι η σχέση εργασίας του έχει λυθεί χωρίς βάσιμο λόγο έχει το δικαίωμα προσφυγής σε αμερόληπτο όργανο».
Με την ρύθμιση αυτή εισάγεται για πρώτη φορά στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ένα νέο θεμελιώδες δικαίωμα, που συνίσταται στην προστασία του εργαζομένου από την απόλυση με πρωτοβουλία του εργοδότη του, η δε βασική αντίληψη που διέπει την νέα αυτή ρύθμιση είναι ότι, η αυθαίρετη και αδικαιολόγητη απομάκρυνση του εργαζομένου από την θέση εργασίας του προσβάλλει την αξία του και την αξιοπρέπεια του.
Παράλληλα, η προστασία που διασφαλίζει η ρύθμιση του άρθρου 24 του ως άνω Χάρτη έχει τρεις βασικούς άξονες: α) Κάθε λύση  εργασιακής σύμβασης με πρωτοβουλία του εργοδότη θα πρέπει να στηρίζεται σε έγκυρη αιτία, ή ορθότερα σε βάσιμο λόγο, ο οποίος θα συνδέεται με την συμπεριφορά, ή τις ικανότητες του εργαζόμενου, ή με τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, β) σε περίπτωση, που παρ’ όλα αυτά, ο εργαζόμενος απολυθεί χωρίς να συντρέχει βάσιμος λόγος, δηλαδή σε περίπτωση παράνομης απόλύσης ο εργοδότης υποχρεούται να αποζημιώσει ¨καταλλήλως¨ τον εργαζόμενο, που απολύθηκε αδικαιολόγητα και γ) θα πρέπει να διασφαλίζεται επαρκής έννομη προστασία για τον εργαζόμενο.   
Έτσι μετά την κύρωση του ως άνω Χάρτη με τον Ν. 4359/2016 εισάγεται ευθέως στο Ελληνικό Δίκαιο η αρχή της δικαιολογημένης καταγγελίας και τα Δικαστήρια οφείλουν να ερευνούν, ανεξάρτητα από την προβολή λόγου που αφορά στην τυχόν καταχρηστική άσκησης του εν λόγω δικαιώματος του εργοδότη και την ύπαρξη, ή μη βάσιμου λόγου, για την καταγγελία της εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη, ενώ παράλληλα, θα πρέπει να θεωρούν ως άκυρη κάθε απόλυση, που δεν είναι σύμφωνη με τους όρους του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, εφόσον τούτο προβάλλεται από τον ενάγοντα εργαζόμενο, ως λόγος για την ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης.
Όλα τα παραπάνω έγιναν δεκτά με την απόφαση του Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία (κατ’ έφεση), όχι μόνο έκρινε ως παράνομη και κατά συνέπεια άκυρη την απόλυση εκκαλούσας – ενάγουσας εργαζομένης, λόγω παραβίασης της διάταξης του ενσωματωμένου πλέον στην Ελληνική νομοθεσία άρθρου 24, του ως άνω Χάρτη, αλλά επιπλέον έκρινε ότι, το βάρος της απόδειξης για την δικαιολογημένη ή μη απόλυση της εργαζομένης και αντίστοιχα για την ύπαρξη βασίμου λόγου για την καταγγελία της εργασιακής σχέσης το φέρει πλέον ο εναγόμενος εργοδότης, και όχι ο ενάγων εργαζόμενος, καθώς ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση, κατά την αληθή έννοια των διατάξεων του ως άνω Χάρτη.
Κατόπιν αυτού, αναμένεται πράγματι με ενδιαφέρον η αντιμετώπιση του σχετικού ζητήματος, το οποίο έκρινε η ως άνω απόφαση και η τυχόν υιοθέτηση, ή η απόρριψη του σκεπτικού αυτής από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο (Άρειος Πάγος), που ενδέχεται να θέσει τέλος στο καθεστώς της μέχρι σήμερα ισχύουσας ¨αναιτιολόγητης¨ και άνευ σπουδαίου λόγου καταγγελίας της εργασιακής σχέσης για τους εργαζομένους.