tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Το ακριβότερο φυσικό αέριο στην Ευρώπη για τους επαγγελματίες

Επαγγελματίες,βιοτέχνες και καταναλωτές πληρώνουν το ακριβότερο φυσικό αέριο στην Ευρώπη

Εναν ακριβώς χρόνο μετά την αναθεώρηση της σύμβασης φυσικού αερίου μεταξύ ΔΕΠΑ και Gazprom (25 Φεβρουαρίου 2014) η οποία επέφερε μείωση της τιμής προμήθειας σε ποσοστό 15%, οι Ελληνες καταναλωτές (νοικοκυριά, βιομηχανία,βιοτεχνία,επαγγελματίες και ηλεκτροπαραγωγοί) εξακολουθούν να πληρώνουν το αέριο ακριβότερα σε ποσοστό πάνω από 35% σε σχέση με τους καταναλωτές στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. των «28».

Τα αίτια αυτής της κατάστασης είναι πολλά και ξεκινούν από την ίδια τη σύμβαση με την Gazprom, καθώς μέσω αυτής η χώρα προμηθεύεται το 65% των ετήσιων αναγκών της σε αέριο και επεκτείνονται μέχρι τη δομή της αγοράς, που παραμένει κατά βάση μονοπωλιακή και απομονωμένη από τις ώριμες αγορές της Ε.Ε. Σε αυτά προστίθενται δύο ακόμη παράγοντες: τα υψηλά περιθώρια κέρδους της ΔΕΠΑ, αλλά και των τριών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη λιανική (ΕΠΑ Αττικής, Θεσσαλίας και Θεσσαλονίκης) και η φορολογία, που είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη και πολλαπλάσια του μέσου ευρωπαϊκού όρου.

Η σύμβαση ΔΕΠΑ – Gazprom υπογράφηκε το 1988 στη βάση διακρατικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας – Ρωσίας τον Οκτώβριο του 1987. Η καθυστέρηση από ελληνικής πλευράς στην υλοποίηση της σύμβασης επέφερε επαχθείς για την Ελλάδα τροποποιήσεις στις αναθεωρήσεις που ακολούθησαν, τον Ιούνιο του 1993, τον Δεκέμβριο του 1994 και τον Ιανουάριο του 1997. Στη διαδικασία αυτών των τροποποιήσεων η ρωσική πλευρά επέβαλε και μια σειρά από προνόμια στη χρήση του συστήματος μεταφοράς φυσικού αερίου για λογαριασμό της, μέσω της εταιρείας «Προμηθέας Γκαζ», που συνέστησε σε κοινοπραξία με τον Δημήτρη Κοπελούζο.

Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι ακόμη και η τελευταία διαπραγμάτευση της σύμβασης πέρυσι τον Φεβρουάριο έλαβε υπόψη της και τις επιπτώσεις στην ελληνορωσική κοινοπραξία Gazprom – Kοπελούζου. Μια άλλη παράμετρος που συνδέεται με τη σύμβαση και κρατάει τις τιμές του αερίου ψηλά είναι η φόρμα τιμολόγησης, η οποία εξακολουθεί να συνδέεται με την τιμή του πετρελαίου. Αν και στην παρούσα συγκυρία της μεγάλης πτώσης της τιμής του πετρελαίου η συγκεκριμένη φόρμουλα επιδρά θετικά στις τελικές τιμές αερίου, περιορίζει τα οφέλη από τις χαμηλές τιμές που διαμορφώνονται στα διάφορα hub αερίου της Ευρώπης.

Η δομή της ελληνικής αγοράς, αλλά και συνολικά η αγορά φυσικού αερίου στην Ελλάδα, είναι μια ειδική περίπτωση για την Ε.Ε. Το 65% του συνολικού όγκου αερίου καταναλώνεται στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, ένα ποσοστό 15% από τη βιομηχανία με το ποσοστό των νοικοκυριών να περιορίζεται στο 20%.

Κι όμως, αυτό το 20% της κατανάλωσης διασφαλίζει το 80% της κερδοφορίας της ΔΕΠΑ. «Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό», λέγεται ότι είπε εκπρόσωπος της Κομισιόν, όταν από το 2012 η Ε.Ε. διαπίστωσε απόκλιση τιμών κατά 43% στην Ελλάδα και απαίτησε την κατάργηση των μονοπωλίων στις τρεις ΕΠΑ. Το άνοιγμα της λιανικής αγοράς συμπεριελήφθη στο Μνημόνιο, με την ελληνική πλευρά επί δύο χρόνια να καταρτίζει το νομοσχέδιο που τελικά έμεινε στα συρτάρια του πρώην υφυπουργού Μάκη Παπαγεωργίου. Η ΔΕΠΑ ελέγχει το 90% της χονδρικής αγοράς και το 51% της λιανικής ως βασικός μέτοχος των τριών ΕΠΑ. Αυτό της επιτρέπει να επιβάλει υψηλά περιθώρια κέρδους στους πελάτες της και κυρίως στους οικιακούς που δεν μπορούν να ασκήσουν πιέσεις. Ετσι, στην ηλεκτροπαραγωγή χρεώνει περιθώριο 1 ευρώ ανά μεγαβατώρα περίπου (0,902), στη βιομηχανία 2 ευρώ ανά μεγαβατώρα και στις θυγατρικές της ΕΠΑ μέσω των οποίων προμηθεύονται οι οικιακοί καταναλωτές αέριο χρεώνει περιθώριο κοντά στο 8% και πριν από την κρίση 12%.

Με τον τρόπο αυτό η ΔΕΠΑ τα τρία τελευταία χρόνια διασφάλισε υπερκέρδη παρά τη σημαντική υποχώρηση της ζήτησης (146,7 εκατ. το 2013, 106,3 εκατ. το 2012 και 190,2 εκατ. το 2011). Αντίστοιχη είναι και η πορεία κερδοφορίας της ΕΠΑ Αττικής (30,6 εκατ. το 2011, 20,7 εκατ. το 2012 και 14,2 εκατ. το 2013), η οποία προσθέτει στην υψηλή τιμή που προμηθεύεται από τη ΔΕΠΑ το ανώτατο από τον νόμο προβλεπόμενο περιθώριο κέρδους, 15%, όταν το αντίστοιχο ποσοστό σε ευρωπαϊκές εταιρείες περιορίζεται στο 3%-4%.

Η υψηλή φορολογία που επιβλήθηκε λόγω δημοσιονομικής πενίας επιβαρύνει περαιτέρω τις τιμές. Ενδεικτικό είναι ότι ο ΕΦΚ για το φυσικό αέριο που καταναλώνουν οι ελληνικές βιομηχανίες είναι 5,4 ευρώ η μεγαβατώρα έναντι μέσω ευρωπαϊκού όρου 0,5 ευρώ η μεγαβατώρα. Το αποτέλεσμα είναι να διαμορφώνεται ένα πολύ υψηλό ενεργειακό κόστος, που υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και καταδυναστεύει τα νοικοκυριά. Η προ φόρων τιμή φυσικού αερίου για την εγχώρια βιομηχανία στις 23 Φεβρουαρίου ήταν 30,64 ευρώ η μεγαβατώρα, όταν η τιμή στα ευρωπαϊκά Hub ήταν την ίδια ημέρα στα 22,83 ευρώ η μεγαβατώρα (χαμηλότερη) με 22,85 ευρώ η μεγαβατώρα η υψηλότερη. Η τιμή μετά από φόρους για την ελληνική βιομηχανία ήταν 36,04 ευρώ η μεγαβατώρα. Η τιμή για τους οικιακούς καταναλωτές, σύμφωνα με την ΕΠΑ Αττικής, διαμορφώνεται τον Φεβρουάριο στα 66 ευρώ η μεγαβατώρα έναντι 69 ευρώ η μεγαβατώρα το Δεκέμβριο του 2013. Η μείωση σε ποσοστό 5,2% είναι μέρος της μείωσης του 20% περίπου που αναμένεται μέχρι το επόμενο τρίμηνο από την υποχώρηση της τιμής του πετρελαίου, που μετακυλίεται με ένα εξάμηνο καθυστέρηση.