tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δικαστικά

Του Κωνσταντίνου Λάιου, Νομικού Συνεργάτη του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών.

Του Κωνσταντίνου Λάιου, Νομικού Συνεργάτη του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών.


ΘΕΜΑ: Η χρήση εγγράφων ή φωτογραφιών που περιέχουν προσωπικά δεδομένα σαν αποδεικτικών μέσων.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 1/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ ΟλΑΠ
Ηλεκτρονικά μηνύματα ( e – mails ) εργαζομένων σε ανώνυμη εταιρεία προς ανταγωνιστές της από ηλεκτρονικούς υπολογιστές που τους είχε διαθέσει η εταιρεία και ήταν ιδιοκτησίας της. Παραίτηση των εργαζομένων και διαγραφή από αυτούς των ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Αναζήτηση από την εταιρεία και επαναφορά από τους σκληρούς δίσκους των διαγραμμένων αρχείων. Αγωγές της εταιρείας κατά των εργαζομένων για αποζημίωση λόγω αθεμίτου ανταγωνισμού.
Άρθρο 19 του Συντάγματος. Το απόρρητο των επιστολών και της επικοινωνίας είναι απαραβίαστο. Ερμηνεία. Η προστασία του απορρήτου αφορά και τα ηλεκτρονικά μηνύματα. Η προστασία του απορρήτου εντοπίζεται κατά το στάδιο της επικοινωνίας και τελειώνει από την στιγμή που ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος. Μετά την επικοινωνία τα ηλεκτρονικά μηνύματα που διατηρεί ο αποστολέας ή ο παραλήπτης τους σε τυπωμένη μορφή ή στον υπολογιστή του δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 του Συντάγματος αλλά σε εκείνο των διατάξεων 9 και 9 Α αυτού.
Άρθρο 9 του Συντάγματος. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Ερμηνεία. Ως ιδιωτική ζωή νοείται το σύνολο των σχέσεων και των δραστηριοτήτων του ατόμου που το ίδιο θέλει να κρατήσει μακριά από δημοσιότητα. Η ιδιωτική ζωή μπορεί να συμπλέκεται και με την επαγγελματική ζωή. Τα ανασυρθέντα αρχεία αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή των εργαζομένων και συνεπώς εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 του Συντάγματος και του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ .
Άρθρο 9 Α του Συντάγματος. Προστασία των προσωπικών δεδομένων. Ερμηνεία. Ως προσωπικά δεδομένα θεωρούνται όχι μόνο εκείνα που αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή ενός φυσικού προσώπου αλλά και εκείνα που προορίζονται για εξωτερίκευση στη δημόσια σφαίρα του. Τα ανασυρθέντα αρχεία πρέπει να χαρακτηρισθούν ως προσωπικά δεδομένα των εργαζομένων και συνεπώς εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 Α του Συντάγματος.
Τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων μπορούν να περιορισθούν αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος). Άρθρο 1 του ν. 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού. Χρηστά ήθη. Άρθρα 652 και 288 ΑΚ και 16 ν. 146/1914. Καθήκον πίστης του μισθωτού προς τον εργοδότη του. Άρθρο 4 του ν.2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Έννοια νόμιμης συλλογής και επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων. Έννοια συγκατάθεσης του υποκειμένου των δεδομένων. Κοινοτική Οδηγία 65/46/ΕΚ. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν εξικνείται μέχρι της πλήρους απαγορεύσεως της επεξεργασίας τους, αλλά στη θέσπιση όρων και προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τους, ούτως ώστε να επιτευχθεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος αυτού, και της ικανοποιήσεως και άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα της έννομης προστασίας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος ) και της επιχειρηματικής ελευθερίας (άρθρα 5 και 106 παρ.2 Συντάγματος). Στην προκειμένη περίπτωση η αποκάλυψη των κρίσιμων δεδομένων για την άσκηση του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας της εργοδότριας εταιρείας, προκειμένου να διασφαλισθεί το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας της είναι καθ’ όλα θεμιτή, η δε, κατά τα άρθρα 9 και 9 Α του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, επίκληση των πρώην εργαζομένων της των δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, είναι αθέμιτη, αφού η άσκησή τους προσβάλλει δικαιώματα της εταιρείας που υπερέχουν προφανώς. Άρα η ανάσυρση των κρίσιμων αρχείων από τους εταιρικούς υπολογιστές που αυτοί χρησιμοποιούσαν και η χρήση τους ενώπιον δικαστηρίου ήταν νόμιμη.
Άρα το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι τα ως άνω ανασυρθέντα αρχεία αποκτήθηκαν κατά παράβαση του απορρήτου των επικοινωνιών και συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα και δεν τα έλαβε υπόψη του, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικές διατάξεις. Συνεπώς, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ.1 και 11 γ’ ΚΠολΔ , με τους οποίους αποδίδονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της παράβασης του νόμου και της παρά το νόμο μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, και οι οποίοι παραπέμφθηκαν ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας, ως ζητήματα γενικοτέρου ενδιαφέροντος, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί.
Συνεπώς με βάση την παραπάνω δικαστική απόφαση:
α. χρήση φωτογραφίας από ιστοχώρο κοινωνικής δικτύωσης
β. χρήση φωτογραφίας από οιοδήποτε άλλο αρχείο.
γ. χρήση μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Όσον αφορά το επιτρεπτό της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων σαν αποδεικτικών μέσων από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τους σε μια δίκη χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου τους η Ολομέλεια του Άρειου Πάγου – Ανώτατου Ακυρωτικού – με την με αριθμό 1/2017 απόφασή της έκρινε ότι η συνταγματική προστασία από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων δεν υποχωρεί μπροστά στην συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, παρά μόνο όταν η χρήση αυτών είναι « απόλυτα αναγκαία » ώστε να αποτελεί « το έσχατο καταφύγιο » του υπεύθυνου επεξεργασίας αυτών στο πλαίσιο της στάθμισης μεταξύ των δικαιωμάτων που αποσκοπούν στην προστασία των προσωπικών δεδομένων και την δικαστική προστασία.
Η ίδια παραπάνω δικαστική απόφαση αναφέρει ότι « … η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν καταλήγει μέχρι της πλήρους απαγόρευσης της επεξεργασίας τους αλλά στη θέσπιση όρων και προϋποθέσεων κάτω από τις οποίες είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τους, έτσι ώστε να επιτευχθεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος αυτού και της ικανοποίησης και άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα της έννομης προστασίας και της επιχειρηματικής ελευθερίας ».
Αναγνωρίζει ότι τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν είναι απόλυτα αλλά, όπως και κάθε άλλο συνταγματικό δικαίωμα, μπορούν να περιορισθούν αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων. Και αυτό με τον όρο ότι δεν παραβιάζεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας.
Έτσι, ερμηνεύοντας το ως άνω άρθρο 5 παρ. § 2 ε’ του ν. 2472/1997 μα και πάγια θέση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ότι η χρήση ενώπιον δικαστηρίου προσωπικών δεδομένων που έχουν συλλεγεί χωρίς προηγούμενη συναίνεση του ενδιαφερομένου είναι θεμιτή αν « ο επιδιωκόμενος σκοπός της προάσπισης των δικαιωμάτων δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα » αναγνωρίζει σαν επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο έγγραφα και άλλα στοιχεία τα οποία υπεύθυνος επεξεργασίας ή προστηθέντες υπάλληλοι αυτού συνέταξαν, απέστειλαν ή παρέλαβαν στον χώρο εργασίας τους με χρήση εταιρικών υπολογιστών μέσω όχι προσωπικών αλλά κάποιων εταιρικών διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τις οποίες αυτός ή αυτοί που επεξεργάστηκαν τα εν λόγω προσωπικά δεδομένα σαν αποδεικτικά μέσα τους είχαν παραχωρήσει για τις ανάγκες της εργασίας τους.
Έτσι κρίθηκε ότι η συλλογή και επεξεργασία που δεν απέβλεπε μόνο στην προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων του υπεύθυνου επεξεργασίας αλλά και στην διασφάλιση της εμπορικής πίστης και συνολικά στην προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού δικαιολογεί την κάμψη της απαγόρευσης της συνταγματικής αρχής της χρησιμοποίησης αποδεικτικών μέσων που περιέχουν προσωπικά δεδομένα χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου διότι ήταν « αναγκαία » για την θεμελίωση της δικαστικής προστασίας από κάποια πλευρά.
Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 5 § 2 ε’ του νόμου ν. 2472/1997, κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι, στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών”.
Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, κυρίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον των δικαστικών αρχών. Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον των δικαστικών αρχών πάντοτε με την λογική και το δίκαιο ότι τα προσωπικά αυτά δεδομένα δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απόλυτα απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος.