tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Έρευνα: Υπάρχει περιθώριο για κοινωνική συνεννόηση;

Σε κρίσιμους τομείς οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας.

Mελέτη με στόχο τον εντοπισμό των βασικών πεδίων στα οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί σύγκλιση των κοινωνικών εταίρων εκπόνησε η διαΝΕΟσις, μετά από πρόσκληση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, υπάρχει σημαντικό περιθώριο για επίτευξη κοινωνικής συνεννόησης και διαμόρφωσης ευρύτατων συναινέσεων, πάνω σε μία σειρά από ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία και την οικονομία μας. 
Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα της μελέτης:
• Στο πεδίο της δημόσιας διοίκησης, προκύπτει, μέσα από την ανάλυση των σχετικών μελετών, ότι υπάρχει μια ευρύτερη σύγκλιση στην ανάγκη αναδιάρθρωσης των δομών και φορέων της γενικής κυβέρνησης, ανάπτυξης συστήματος περιγραφής θέσεων των στελεχών του δημοσίου, προώθησης της στοχοθεσίας και της αξιολόγησης, καλύτερης αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού, προσήλωσης στην κατάρτιση, ενδυνάμωσης της διαφάνειας και εδραίωσης της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ενώ – με εξαίρεση τη μελέτη της διαΝΕΟσις (2016α) – δεν εντοπίζεται έμφαση σε ζητήματα που σχετίζονται με τη δημοσιονομική διάσταση της δημόσιας διοίκησης (βλ. στελέχη, μισθολογικό καθεστώς, κ.ά.).
• Στο πεδίο της φορολογικής πολιτικής και φορολογικής διοίκησης, φαίνεται να υπάρχει απόλυτη σύγκλιση επί της αρχής στο θέμα της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής, αλλά και στη συντριπτική πλειονότητα των προτεινόμενων πολιτικών για την αντιμετώπιση της. Φαίνεται, επίσης, να αποδέχονται όλοι την ανάγκη υιοθέτησης ενός απλού και σταθερού φορολογικού συστήματος απαλλαγμένο από δαιδαλώδεις κανόνες και γραφειοκρατικές διαδικασίες που έχουν σαν αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους φορολογικής διοίκησης. Τέλος, σχεδόν όλα τα υφιστάμενα κείμενα φαίνεται να συγκλίνουν επί της αρχής ως προς τα χαρακτηριστικά του μείγματος της φορολογικής πολιτικής, δηλαδή ότι πρέπει να είναι δίκαιο και αναπτυξιακό. Ωστόσο, παρότι ελάχιστα κείμενα υπεισέρχονται σε λεπτομέρειες, εκτιμάται ότι ίσως παρατηρηθούν αποκλίσεις όταν η συζήτηση επικεντρωθεί στον ρόλο συγκεκριμένων εργαλείων φορολογικής πολιτικής.
• Στο πεδίο της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος, εντοπίζεται μια γενικότερη σύγκλιση των υπό ανάλυση μελετών και εκθέσεων σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η μείωση και εκκαθάριση του μεγάλου βάρους των εκκρεμών υποθέσεων, η αναβάθμιση και η υψηλού επιπέδου κατάρτιση (και σε άλλα πεδία) του δικαστικού και λοιπού προσωπικού, η εφαρμογή της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, η ενδυνάμωση της διαφάνειας και παρακολούθησης της δικαστικής δραστηριότητας, και η βελτίωση των διαδικασιών διαχείρισης των υποθέσεων, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι στο εν λόγω πεδίο δεν υπάρχει ιδιαίτερη ανάλυση από την πλευρά των κοινωνικών εταίρων.
• Στο πεδίο των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, το σύνολο των υφιστάμενων μελετών συγκλίνουν στην ανάγκη ενίσχυσης του ανταγωνισμού, καθώς και στην άρση των εμποδίων για την ανάληψη επιχειρηματικής δράσης. Η συναίνεση αυτή επικεντρώνεται για παράδειγμα στην απλοποίηση των διαδικασιών έναρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας και παράλληλη μείωση των ρυθμίσεων που είτε άμεσα είτε έμμεσα επιβαρύνουν τη γραφειοκρατία και δημιουργούν συνθήκες διαφθοράς, στην ενίσχυση του ανταγωνισμού στους τομείς ενέργειας και μεταφορών και στον χώρο του λιανικού εμπορίου, στην ενίσχυση των υποδομών και του ανταγωνισμού που σχετίζονται με τις μεταφορές (π.χ. λιμάνια, αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομοι), στην περαιτέρω και πλήρη απελευθέρωση των επαγγελμάτων, και στην ενίσχυση, θεσμικά αλλά και με πόρους, της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Σημαντική απόκλιση ωστόσο, καταγράφεται, στο θέμα του ωραρίου των καταστημάτων (π.χ. τις Κυριακές), όπως επίσης και στο θέμα των αποκρατικοποιήσεων, και ειδικότερα στο κατά πόσο αυτές αποτελούν αποτελεσματικό εργαλείο ενίσχυσης του ανταγωνισμού.
• Στο πεδίο της αγοράς εργασίας, όλα τα υφιστάμενα κείμενα προτάσεων, μελετών, θέσεων, φαίνεται να συμμερίζονται την ανάγκη της εύρυθμης λειτουργίας της, και να συγκλίνουν σε επίπεδο διακηρυκτικό στην ανάγκη υιοθέτησης πολιτικών που θα συμβάλουν σε αυτό, και που θα αποσκοπούν στην αύξηση της απασχόλησης, στην μείωση της ανεργίας, στην αντιμετώπιση του φαινομένου της «αδήλωτης» εργασίας κ.ο.κ. Εν συνεχεία ωστόσο, γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχουν δύο βασικές προσεγγίσεις στη βάση των οποίων θεωρείται ότι μπορεί να επιτευχθεί ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς εργασίας. Η μία προσέγγιση εστιάζει στη ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων μέσω της αύξησης της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, αλλά με παράλληλη προώθηση παρεμβάσεων που να βελτιώνουν την ασφάλεια του βιοτικού επιπέδου των μελών του εργατικού δυναμικού (flexicurity). Η άλλη προσέγγιση αμφισβητεί αφενός την αποτελεσματικότητα της εσωτερικής υποτίμησης, ως εργαλείου ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, αφετέρου εκτιμάει ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας μέσω των διαφόρων διαρθρωτικών μεταβολών που υλοποιήθηκαν ειδικά από το 2012 και μετά, όχι μόνο δεν έχει επιλύσει τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας αλλά τουναντίον τα έχει επιδεινώσει. Στα ειδικότερα ζητήματα που απασχολούν την αγορά εργασίας θα μπορούσε κάποιος να εντάξει, μεταξύ άλλων, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τον κατώτατο μισθό και τον τρόπο καθορισμού του, το θεσμό της διαιτησίας, τις ομαδικές απολύσεις, το θέμα της απεργίας-ανταπεργίας, τον συνδικαλιστικό νόμο (Ν. 1264/1982), και την αδήλωτη εργασία. Πιο συγκεκριμένα, όλα τα κείμενα φαίνεται να αποδέχονται τη σημασία των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, όμως δεν φαίνεται να συγκλίνουν στο ρόλο των κλαδικών και επιχειρησιακών συμβάσεων. Επίσης όλοι φαίνεται να συγκλίνουν στην ανάγκη ύπαρξης κατώτατου μισθού, αν και υπάρχουν αποκλίσεις ως προς τον τρόπο καθορισμού του. Αποκλίσεις υπάρχουν και στα ζητήματα των ομαδικών απολύσεων αλλά και του δικαιώματος ανταπεργίας των εργοδοτών, οι οποίες ωστόσο δεν κρίνονται αγεφύρωτες. Αντίθετα, εντονότερες φαίνεται να είναι οι αποκλίσεις στα ζητήματα του θεσμού της διαιτησίας, του τρόπου κήρυξης των απεργιών και του συνδικαλιστικού νόμου. Τέλος, φαίνεται να υπάρχει σύγκλιση στο θέμα της αδήλωτης εργασίας, της ανάγκης αντιμετώπισης της, και στην πλειονότητα των μέτρων που θα το επιτύχουν.
• Στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, προκύπτει μία περιορισμένη σύγκλιση των σχετικών μελετών και εκθέσεων, καθώς: (α) αποτυπώνεται σημαντική σύγκλιση σε ορισμένες πτυχές της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, της η ανάγκη εξορθολογισμού των συνταξιοδοτικών απολαβών και η έμφαση στην καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής, (β) παρουσιάζεται περιορισμένη σύγκλιση, μόνο από τη διαΝΕΟσις (2016α) και το ΚΕΠΕ (2013), αναφορικά με την αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος με την ανάπτυξη των άλλων δύο πυλώνων, (γ) αναπτύσσονται διάφορες επιμέρους προτάσεις και επισημάνσεις, και (δ) διατυπώνεται ξεκάθαρη διαφοροποίηση από την ΟΚΕ ως της την ανάγκη ενοποίησης των ασφαλιστικών ταμείων σε έναν φορέα κοινωνικής ασφάλισης. Στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας, εντοπίζεται μία ευρύτερη σύγκλιση, στις σχετικές εκθέσεις και μελέτες, στην ανάγκη εδραίωσης και επέκτασης του καθεστώτος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ενώ μερική σύγκλιση προκύπτει και στην ανάγκη εξορθολογισμού των κοινωνικών επιδομάτων, με βάση εισοδηματικά κριτήρια, ενώ στο εν λόγω πεδίο διατυπώνονται μια σειρά από επιμέρους προτάσεις και επισημάνσεις ανάλογα με τη βαρύτητα που δίνει κάθε φορέας.
• Στο πεδίο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προκύπτει, μέσα από την ανάλυση των σχετικών μελετών, κάποιος βαθμός σύγκλισης, κυρίως, (α) στην περαιτέρω βελτίωση του πλαισίου εξυγίανσης και πτώχευσης των επιχειρήσεων, εστιάζοντας στην απλοποίηση και κινητροδότηση των διαδικασιών, στην προώθηση του επαγγέλματος του διαχειριστή αφερεγγυότητας και στη διαμόρφωση της σύγχρονου περιβάλλοντος εξωδικαστικών ρυθμίσεων των επιχειρήσεων, και (β) στην ανάγκη περιορισμού του τεράστιου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ αξίζει να σημειωθεί, αφενός, ότι εντοπίζονται αρκετές επιμέρους προτάσεις και επισημάνσεις από της εν λόγω μελέτες και, αφετέρου, ότι απουσιάζει – με εξαίρεση την ΕΣΕΕ (2017α) – ιδιαίτερη ανάλυση από την πλευρά των κοινωνικών εταίρων.
• Στο πεδίο της αξιοποίησης της περιουσίας του δημοσίου, οι περισσότερες εκθέσεις και μελέτες συγκλίνουν στην ανάγκη αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, με την ΟΚΕ να υπογραμμίζει ότι στόχος είναι ο αναπτυξιακός χαρακτήρας της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και όχι μόνο η συνεισφορά στην πληρωμή του δημοσίου χρέους, ενώ απουσιάζει ανάλυση σχετικά το συγκεκριμένο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας που προωθείται από το ΤΑΙΠΕΔ.
• Στο πεδίο των κλάδων με ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα για την ελληνική οικονομία, όλες οι υφιστάμενες μελέτες, φαίνεται να συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι οι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας, στους οποίους η χώρα μας εμφανίζει σημαντικά πλεονεκτήματα, είναι ο κλάδος του τουρισμού, του πρωτογενή τομέα, της μεταποίησης, της ενέργειας, του λιανικού και χονδρικού εμπορίου, της περιβαλλοντικής βιομηχανίας, της πληροφορικής και των επικοινωνιών, και της ποντοπόρου ναυτιλίας. Ωστόσο, στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι ένα σχέδιο ανάδειξης αυτών των κλάδων της ελληνικής οικονομίας, οι οποίοι φαίνεται να διαθέτουν ιδιαίτερο δυναμισμό, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του, τι μεσομακροπρόθεσμες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (ζήτημα στο οποίο η παρούσα μελέτη αναφέρεται μόνο έμμεσα στις ενότητες Β.9.4 και Β.9.7). Πρόσφατη μελέτη της διαΝΕΟσις (2017) αναδεικνύει το ζήτημα και επισημαίνει ότι από την ανάλυση των κλάδων με σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα για την ανάπτυξη της Ελλάδος (μεταξύ άλλων αναφέρονται οι κλάδοι της γεωργίας, του τουρισμού, της ενέργειας, των θαλάσσιων υδατοκαλλιεργειών κ.α.) αναμένεται ότι η κλιματική αλλαγή – όπως αυτή έχει εκτιμηθεί για το διάστημα 2046 έως 2065 – θα έχει εν γένει αρνητική επίπτωση.
• Στο πεδίο της εκπαίδευσης, φαίνεται να μπορεί να διαμορφωθεί μία συναινετική διάθεση η οποία μπορεί να συνοψισθεί, για παράδειγμα, στα ακόλουθα ανά βαθμίδα εκπαίδευσης. (α) Πρωτοβάθμια εκπαίδευση: στην ανάγκη για καθιέρωση και βελτίωση της εκπαιδευτικής λειτουργίας του ολοήμερου σχολείου με την πλήρη επίτευξη των γνωστικών, παιδαγωγικών και κοινωνικών του στόχων. Δευτεροβάθμια εκπαίδευση: στην ανάγκη για σημαντική βελτίωση της υλικοτεχνικής υποδομής, για μεγαλύτερη σύνδεση της Τεχνολογικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης με το χώρο της παραγωγής, για αύξηση των μαθημάτων Γενικής Παιδείας στο Υποχρεωτικό Πρόγραμμα Σπουδών και για ειδική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Τριτοβάθμια εκπαίδευση: στη ανάγκη για ουσιαστική ενίσχυση της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ, για καλύτερη διακυβέρνηση των ΑΕΙ, που θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, ευέλικτες μορφές χρηματοδότησης, για ουσιαστική αξιολόγηση διδασκόντων, διδασκομένων, εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου, για ανάδειξη της έρευνας ως ένα από τα δύο βασικά συστατικά στοιχεία της λειτουργίας των Πανεπιστημίων, για ενθάρρυνση της κινητικότητας, για σύνδεση με την παραγωγή, την υγιή επιχειρηματικότητα και τις τοπικές κοινωνίες, για οικονομική ενίσχυση, μέσω και εύρεσης νέων πόρων, της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έρευνας, και για ενίσχυση των μεταπτυχιακών σπουδών. Εκεί ωστόσο που εκτιμάται ότι θα υπάρξουν αποκλίσεις είναι στο ρόλο του ιδιωτικού τομέα ειδικά στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
• Στο πεδίο της έρευνας, της τεχνολογικής αναβάθμισης και της καινοτομίας, από τη μια πλευρά, εντοπίζεται σημαντικός βαθμός σύγκλισης των σχετικών ερευνών και μελετών σε πτυχές όπως η θεσμική διασύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τις επιχειρήσεις, η έμφαση στην ερευνητική ποιότητα και την αριστεία, ο εκσυγχρονισμός των συνεργατικών σχηματισμών των ερευνητικών κέντρων, η ανάπτυξη κοιτίδων καινοτομίας, η πλήρης αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων, η ενίσχυση της εγχώριας αγοράς κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών, η στήριξη της εμπορικής αξιοποίησης της ερευνητικής δραστηριότητας και η χάραξη της μακροχρόνιας φορολογικής στρατηγικής για τις σχετικές επενδύσεις, ενώ, από την άλλη πλευρά, αναπτύσσονται αρκετές επιμέρους προτάσεις και επισημάνσεις [Βλ., π.χ. διαΝΕΟσις (2016ε), ΟΚΕ (2009α, 2009δ, 2012γ) και ΚΕΠΕ (2013)], οι οποίες, αν και δεν παρουσιάζουν σημεία σύγκλισης, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
• Στο πεδίο της υγείας, όσον αφορά στη δημόσια σφαίρα της, εντοπίζεται μερική σύγκλιση των σχετικών μελετών και εκθέσεων σε ζητήματα όπως η ενδυνάμωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η βελτίωση του καθεστώτος διοίκησης των νοσοκομείων, η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και ψηφιακών πλατφόρμων σε όλο το εύρος του υγειονομικού συστήματος, ο εξορθολογισμός της αναλογίας ιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού στο υγειονομικό σύστημα, η συνέχιση της διασφάλισης της καθολικής κάλυψης της υγειονομικής περίθαλψης του πληθυσμού και η δημιουργία της σύγχρονου και αποτελεσματικού πλαισίου μακροχρόνιας (έξω-νοσοκομειακής) φροντίδας υγείας, ενώ διατυπώνονται μια σειρά από επιμέρους προτάσεις και επισημάνσεις, δίνοντας μια αίσθηση συμπληρωματικότητας παρά σύγκλισης στα θέματα υγείας. Όσον αφορά την ιδιωτική σφαίρα της, εντοπίζεται μεγάλος βαθμός σύγκλισης την ανάγκη προώθησης της παραγωγής γενόσημων φαρμάκων και μερική σύγκλιση σε πεδία της, όπως η παραγωγή νέου ελληνικού φαρμάκου, η ανάπτυξη του ιατρικού τουρισμού και η προώθηση της κλινικής έρευνας, ενώ διατυπώνονται μια σειρά από επιμέρους προτάσεις.
 
ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ