tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Ανάπτυξη και ανταγωνισμοί στη διεθνή οικονομία

Ρυθμούς μεγέθυνσης του παραγόμενου ΑΕΠ κατά 3,7% στην παγκόσμια οικονομία για το 2018 «βλέπει» το ΔΝΤ

Ρυθμούς μεγέθυνσης του παραγόμενου ΑΕΠ κατά 3,7% στην παγκόσμια οικονομία για το 2018 «βλέπει» το ΔΝΤ, όπως και άλλοι  διεθνείς οργανισμοί και επιτελεία, κάνοντας λόγο για έναν κύκλο «αρκετά συγχρονισμένης επιτάχυνσης» μεταξύ των «προηγμένων οικονομιών» και αυτών που ταξινομούνται στην κατηγορία των «αναδυόμενων». Μάλιστα, οι τελευταίες προβλέψεις έχουν αναθεωρηθεί προς τα πάνω, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ινδία.

 

Για το 2018, το ΔΝΤ «βλέπει» μεγέθυνση 2,3% τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την Ευρωζώνη, 0,7% για την Ιαπωνία, 1,3% για το Ηνωμένο Βασίλειο και 1,6% για τη Ρωσία. Βασική παράμετρο των εξελίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελούν οι λεγόμενες «αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες», το μερίδιο των οποίων στο παγκόσμιο ΑΕΠ φτάνει στο 58,2%, με τη πρόβλεψη για το ρυθμό ανόδου το 2018 να φτάνει στην περιοχή του 4,9%, έναντι 2% στις «προηγμένες οικονομίες».

 

Μάλιστα, με βάση τις ισοτιμίες αγοραστικών δυνάμεων (PPP), η Κίνα, που ταξινομείται στις «αναδυόμενες οικονομίες», βρίσκεται στην πρώτη θέση με μερίδιο 17,7% στο παγκόσμιο ΑΕΠ, έναντι 15,5% των ΗΠΑ και 11,7% της Ευρωζώνης, 4,4% της Ιαπωνίας και 3,2% της Ρωσίας, σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ.

 

«Κάποια στιγμή το σκοινί σπάει»

 

Σε αυτό το φόντο, η για την ώρα εμφανιζόμενη «συγχρονισμένη επιτάχυνση» δεν αποκλείεται να αποτελέσει προπομπός κρίση για τον επόμενο κύκλο της οικονομίας για το οποίο άλλωστε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προειδοποιούν και οι παγκόσμιοι οργανισμοί.

 

Ετσι, η πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την «ενδιάμεση» έκθεση με τις «Χειμερινές οικονομικές προβλέψεις 2018», αναφορικά με τους «κινδύνους» που εμφανίζονται στη μεσοπρόθεσμη περίοδο, επικεντρώνει στις «υψηλές τιμές των περιουσιακών στοιχείων στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές», στους κινδύνους «δυσμενέστερων εξελίξεων λόγω της αβέβαιης έκβασης των διαπραγματεύσεων για το Brexit», όπως και σε εκείνους που συνδέονται με γεωπολιτικές εντάσεις, καθώς και με «πιο εσωστρεφείς και προστατευτικές πολιτικές». Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «μεσοπρόθεσμα, οι υψηλές τιμές των περιουσιακών στοιχείων στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές ενδεχομένως να επηρεαστούν αρνητικά λόγω της επανεκτίμησης των κινδύνων και των θεμελιωδών μεγεθών».

 

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, από την πλευρά της, και μέσω του οικονομικού δελτίου που δημοσιοποιήθηκε τις πρόσφατα, τονίζει ότι «οι καθοδικοί κίνδυνοι συνεχίζουν να σχετίζονται κυρίως με παγκόσμιους παράγοντες, περιλαμβανομένων των εξελίξεων στις αγορές συναλλάγματος». Μάλιστα, σε προηγούμενο οικονομικό δελτίο της – Ιούνης 2017 – αναφέρει: «Η αβεβαιότητα πολιτικής έχει αυξηθεί παγκοσμίως, με ανησυχίες για πιο εσωστρεφείς πολιτικές, ενώ οι γεωπολιτικές εντάσεις παραμένουν αυξημένες». Προσθέτει ότι «ορισμένοι από αυτούς τους κινδύνους έχουν πιο τοπικό ή περιφερειακό χαρακτήρα, ενώ άλλοι έχουν πιο παγκόσμια διάσταση, οι δε πιθανότητες υλοποίησης και οι συνέπειές τους είναι δύσκολο να εκτιμηθούν».

 

Οπως διαπιστώνουν με βάση και τα δεδομένα προηγούμενων περιόδων, «οι γεωπολιτικές εντάσεις αποτελούν βασικό καθοδικό κίνδυνο για την ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, παρόλο που το μέγεθος και ο τόπος εκδήλωσής τους ποικίλλουν διαχρονικά, από τη σύρραξη στη Μέση Ανατολή και τις εντάσεις με τη Βόρεια Κορέα και στη Νότια Κινεζική Θάλασσα, μέχρι τις πολιτικές εντάσεις μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ και τις συνέπειές τους για τις προσφυγικές ροές προς την ΕΕ». Επιπλέον, όπως επισημαίνεται, εντοπίζονται και νέοι κίνδυνοι. Σε αυτήν την κατηγορία αναφέρονται παράγοντες όπως «οι προθέσεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης στους τομείς της δημοσιονομικής και, κυρίως, της εμπορικής πολιτικής», που με τη σειρά τους «θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές αρνητικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία». Πρόκειται για έναν παράγοντα που μόνο εν μέρει έχει σταθμίσει στις πρόσφατες προβλέψεις της η πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

Σε ό,τι αφορά τον τρέχοντα κύκλο μεγέθυνσης, τα οικονομικά επιτελεία διατυπώνουν έντονες «ανησυχίες» σχετικά με τον κύκλο της εφαρμοζόμενης νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη συνέχεια. Είναι «πολύ καλό για να διαρκέσει;», αναρωτιέται αρθρογράφος του περιοδικού «Economist», την ώρα που η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ ήδη έχει ξεκινήσει την απόσυρση των μέτρων «νομισματικής χαλάρωσης», ενώ σε αντίστοιχη κατεύθυνση προσανατολίζεται και η ΕΚΤ. «Το τεντώνεις, το τεντώνεις κι' άλλο… κάποια στιγμή όμως ξεπερνάς το όριο, το σκοινί σπάει», επισημαίνει ο «Εconomist», λέγοντας πως «κάτι αντίστοιχο θα συμβεί κάποια στιγμή στις χρηματαγορές»… Σε άλλο άρθρο στο ίδιο τεύχος του περιοδικού σημειώνεται ότι ενώ «η παγκόσμια ανάπτυξη άγγιξε μετά βίας το 2,9%, κάτω από το 3% που θεωρούνταν κάποτε μέτριο». Εντούτοις καταγράφεται η ανησυχία πολλών ότι το 2018 μπορεί να μην αποτελέσει την αρχή μιας πραγματικής ανάκαμψης, αλλά «στην πραγματικότητα αυτή μπορεί να πλησιάζει στο τέλος της».

 

Και σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, οι εκτιμήσεις για τη διαφαινόμενη φάση ανάκαμψης, γίνονται «υπό την αίρεση» πάντα της εναλλαγής του οικονομικού κύκλου στην Ευρωζώνη και γενικότερα στην παγκόσμια οικονομία, που θα έχει άμεσες επιπτώσεις.

 

Τους «κινδύνους» αυτούς εντοπίζουν και τα οικονομικά επιτελεία στο εσωτερικό της χώρας. Ενδεικτικά, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, οι βασικοί μοχλοί για την τρέχουσα φάση ανάκαμψης έχουν ως αφετηρία τους παρακάτω άξονες:

 

  • Την «ισχυρή ανάπτυξη» στο εξωτερικό περιβάλλον και ειδικά στην Ευρώπη (που, όπως λέγεται, «λειτουργεί ευεργετικά και τραβά την οικονομία προς τα πάνω, μέσω της ενίσχυσης του εισαγόμενου τουρισμού), την αυξημένη ζήτηση για εξαγωγές αγαθών, το χαμηλότερο κόστος χρήματος (λόγω «χαλαρής» νομισματικής πολιτικής) και «τη θετική εικόνα στο διεθνές κόστος Ενέργειας».

 

Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω αφορούν εξαιρετικά ευμετάβλητους παράγοντες, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται στη συνέχεια.

 

  • Την «πολύ χαμηλή βάση εκκίνησης» (λόγω κρίσης) καθώς και «την επίδραση μεταρρυθμιστικών πολιτικών, ειδικά στην αγορά εργασίας».

 

 

Πηγή: Ριζοσπάστης 10-11/2/2018

 

 

ΑΣΒ