tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους: Δίκοπο μαχαίρι η αύξηση του κατώτατου μισθού

Ενίσχυση των εισοδημάτων άρα και της κατανάλωσης ή επιβάρυνση των συνθηκών απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας; Ευλογία ή κατάρα; Αυτά είναι τα ερωτήματα που συνοδεύουν την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου, αλλά το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, που καταπιάνεται με το θέμα, τα αφήνει εν πολλοίς αναπάντητα.

Από τα στοιχεία φαίνεται ότι τα υψηλότερα ποσοστά αμειβομένων με κατώτατο και υποκατώτατο μισθό παρατηρούνται στους κλάδους της εστίασης, του χονδρικού και λιανικού εμπορίου και στις υπηρεσίες κτιρίων, δηλαδή σε μη διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.

Σύμφωνα με το ΓΠΚΒ, οι επιπτώσεις του κατώτατου μισθού στην απασχόληση δεν είναι καθόλου δεδομένες και οι εμπειρικές έρευνες δεν έχουν καταλήξει σε κοινά αποδεκτά συμπεράσματα. Ο λόγος της ασάφειας των εμπειρικών ερευνών είναι ότι οι μεταβολές του κατώτατου μισθού έχουν πολλαπλές επιδράσεις πέρα από την άμεση επίπτωση στο εργασιακό κόστος. Για παράδειγμα αναμένεται να ενισχύσουν την κατανάλωση, καθώς η οριακή ροπή προς κατανάλωση (το ποσοστό του πρόσθετου εισοδήματος που καταναλώνεται αντί να αποταμιεύεται) είναι υψηλότερη στις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες.

Από την άλλη μεριά η άνοδος του κατώτατου μισθού ενδέχεται να συμπαρασύρει και τους υπόλοιπους μισθούς (spillover effect), αυξάνοντας το κόστος εργασίας σε μια οικονομία με πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας. Σε αυτή την περίπτωση θα υπάρξει πρόβλημα αν οι αυξήσεις των αποδοχών υπερβαίνουν συστηματικά τη βελτίωση της παραγωγικότητας. Μια ακόμα πιθανή αρνητική συνέπεια είναι κάποιες επιχειρήσεις να προσπαθήσουν να περιορίσουν την αύξηση του εργασιακού κόστους καταφεύγοντας σε άτυπες μορφές απασχόλησης. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να ενισχυθούν οι προσπάθειες των αρμόδιων ελεγκτικών οργάνων.

Ειδικότερα, όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα, οι ενδεχόμενες επιπτώσεις περιορίζονται στις επιχειρήσεις που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, δηλαδή εκείνες που ανήκουν στους εξαγωγικούς κλάδους. Αν η αύξηση των μισθών προκαλέσει αύξηση των τιμών των εξαγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών είναι πιθανό να μειωθούν οι εξαγωγές. Αν μάλιστα συνδυαστεί με την επιβράδυνση της διεθνούς οικονομίας, η ανησυχία γίνεται εντονότερη. Εναλλακτικά, η αύξηση του κόστους εργασίας θα μπορούσε βραχυχρόνια να αντισταθμιστεί από υποχώρηση του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων χωρίς να επηρεάσει τις τιμές των εξαγομένων, οι οποίες συχνά καθορίζονται διεθνώς.

Επί της αρχής, το ΓΠΚΒ δεν αναμένει αρνητικές επιπτώσεις, αν οι αμειβόμενοι με κατώτατο μισθό απασχολούνται κυρίως σε επιχειρήσεις που απευθύνονται στην εγχώρια ζήτηση αφού αφενός διαθέτουν σημαντικότερα περιθώρια μετακύλισης του αυξημένου κόστους στις τιμές (με αποτέλεσμα την αύξηση του πληθωρισμού) και αφετέρου είναι εκείνες που θα ευνοηθούν από την ενίσχυση της εγχώριας καταναλωτικής ζήτησης. Αντίθετα, αναμένονται σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις αν οι αμειβόμενοι με κατώτατο μισθό απασχολούνται κυρίως σε εξαγωγικούς κλάδους, όπου η αύξηση του εργασιακού κόστους θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα κόστους με συνέπεια τη μείωση των εξαγωγών.