tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Οι προβλέψεις γερμανικών ινστιτούτων για τις οικονομικές επιπτώσεις του κορονοϊού

Τι προβλέπουν για την ελληνική οικονομία τα κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της Γερμανίας

Μείωση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 2,9% για το τρέχον έτος, λόγω της κρίσης του κορονοϊού, αλλά ενίσχυσή του κατά 5,1% το 2021 και ανεργία 18,1% για το 2020 και 17% για το επόμενο έτος, προβλέπουν στην καθιερωμένη εαρινή έκθεσή τους τα πέντε μεγαλύτερα οικονομικά ινστιτούτα της Γερμανίας (Ifo, IfW, DIW, RWI,IWH-Χάλε).

Στην έκθεση επισημαίνεται ακόμη ότι η ανακοίνωση των προγράμματος στήριξης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας λόγω των συνεπειών της πανδημίας του κορονοϊού κατάφερε να σταματήσει την άνοδο των σπρεντ για τα κρατικά ομόλογα της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας, η οποία, όπως αναφέρεται, είχε ξεκινήσει ως αντίδραση λόγω της αναμονής μεγαλύτερων ελλειμμάτων από αυτές τις χώρες. Αναμένεται ότι τα νέα μέτρα της ΕΚΤ «θα έχουν στην συγκεκριμένη συγκυρία κρίσης μια πιο ισχυρή επίδραση», από ό,τι είχαν αντίστοιχα μέτρα στην χρηματοπιστωτική κρίση, αναφέρουν οι οικονομολόγοι. «Η δράση θα είναι ιδιαίτερα εμφανής στα κράτη – μέλη με χαμηλότερη φερεγγυότητα. Σε αυτές τις χώρες τα κρατικά προγράμματα για την διατήρηση της παροχής πιστώσεων πιθανόν δεν θα επαρκούν. Για αυτό αναμένεται να παρατηρηθούν σε αυτές τις χώρες περιορισμοί στην διαθεσιμότητα πιστώσεων καθώς και αυξημένα ασφάλιστρα κινδύνου, λόγω της συρρικνούμενης φερεγγυότητας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και λόγω των αυξανόμενων κινδύνων για τις τράπεζες», τονίζεται στην έκθεση.

Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, η μείωση του ΑΕΠ θα κυμανθεί , σύμφωνα με την γνωμοδότηση, για το τρέχον έτος στο 1,9%, ενώ το 2021 η οικονομική δραστηριότητα θα αυξηθεί κ

Προβλέψεις για την ευρωζώνη

Κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας κατά 4,2% στη Γερμανία και κατά 5,3% στην Ευρωζώνη, ως συνέπεια της πανδημίας του κορονοϊού, προβλέπουν τα μεγαλύτερα οικονομικά ινστιτούτα της χώρας (Ifo, IfW, DIW, RWI,IWH-Χάλε) στην καθιερωμένη ανοιξιάτικη έκθεσή τους, η οποία δόθηκε πριν από λίγο στη δημοσιότητα. Οι κορυφαίοι γερμανοί οικονομολόγοι επιφυλάσσονται ωστόσο για το ενδεχόμενο οι προβλέψεις τους να χρειαστεί να αναθεωρηθούν επί τα χείρω.

Στη Γερμανία, ο αριθμός των απασχολούμενων σε θέσεις εργασίας μειωμένου χρόνου θα φθάσει, σύμφωνα με την έκθεση, τα 2,4 εκατομμύρια, ενώ η ανεργία θα αυξηθεί στο 5,9% (από 5% το 2019). Ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 4,2%.

Η ύφεση, σύμφωνα με τα γερμανικά οικονομικά ινστιτούτα, ξεκίνησε ήδη τον Μάρτιο: στο α’ τρίμηνο του έτους το ΑΕΠ της Γερμανίας έχασε 1,9%, ενώ για το β’ τρίμηνο αναμένονται απώλειες της τάξης του 9,8%. Πρόκειται, όπως επισημάνθηκε, για την μεγαλύτερη καταγεγραμμένη τριμηνιαία κάμψη στην ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας από το 1970 και είναι δύο φορές μεγαλύτερη από την κάμψη που σημειώθηκε κατά την διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το α’ τρίμηνο του 2009.

Οι κορυφαίοι γερμανοί οικονομικοί αναλυτές προβλέπουν ωστόσο ότι τα δραστικά μέτρα στήριξης που ανακοίνωσε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα καταστήσουν εφικτή την ισχυρή ανάκαμψη. «Αναμένουμε ότι η (κρατική) βοήθεια θα αποτρέψει ένα κύμα χρεοκοπιών και επομένως θα διευκολύνει την ταχύτερη επιστροφή στην ανάπτυξη», αναφέρεται στην έκθεση των ινστιτούτων.

Για το 2021 τα ινστιτούτα προβλέπουν ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας και αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,8%, με την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των μολυσμένων από τον κορονοϊό θα μειώνεται συνεχώς και ότι από τα μέσα Απριλίου θα είναι εφικτή η επιβράδυνση της πανδημίας, με εξετάσεις και άμεση καραντίνα των κρουσμάτων. «Μόνο τότε θα μπορούσαμε να φθάσουμε σε χαλάρωση των απαγορεύσεων επαφής», τονίζεται στην έκθεση.

Οι προβλέψεις συμφωνούν εν πολλοίς τόσο με την εκτίμηση του υπουργού Οικονομίας Πέτερ Αλτμάιερ, ο οποίος είχε κάνει λόγο για το ενδεχόμενο η κάμψη της οικονομίας να ξεπεράσει αυτήν του 2009 (5,7%), αλλά και με αυτές των «Σοφών» της γερμανικής οικονομίας, οι οποίοι στην τελευταία τους γνωμοδότηση κάνουν λόγο για συρρίκνωση της οικονομίας κατά 2,8-5,4%.

Όπως επισημαίνει η εφημερίδα «Handelsblatt» το εύρος των προβλέψεων δείχνει πάνω από όλα «την μεγάλη ανασφάλεια» ακόμη και των πλέον έγκυρων αναλυτών σε ό,τι αφορά τις πραγματικές συνέπειες που θα έχει τελικά η αναστολή της λειτουργίας της αγοράς, καθώς δεν είναι ακόμη γνωστό πότε θα αρθούν οι περιορισμοί. Στην έκθεσή τους, τα ινστιτούτα επισημαίνουν σχετικά ότι «οι προβλέψεις συνδέονται με υψηλό κίνδυνο σημαντικών μειώσεων», καθώς υπάρχει η πιθανότητα η ύφεση να είναι τελικά βαθύτερη και οι εκτιμήσεις να χρειαστεί να αναθεωρηθούν πολλές φορές κατά την διάρκεια του έτους. Εάν, για παράδειγμα, οι περιορισμοί στην κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα δεν χαλαρώσουν μετά τις 19 Απριλίου, η ύφεση θα είναι σίγουρα βαθύτερη από τις προβλέψεις, διευκρίνισε ο εκπρόσωπος του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου Τίμο Βολμερσχόιζερ, ο οποίος έδωσε στην δημοσιότητα την σημερινή έκθεση και ανέφερε ενδεικτικά ότι ένας επιπλέον μήνας «lockdown» συνεπάγεται περίπου 1,5% απώλειες σε ανάπτυξη. Επιπλέον, η ταχύτητα ανάκαμψης εξαρτάται και από την κατάσταση στην οποία θα βρίσκονται οι χώρες – εμπορικοί εταίροι της γερμανικής βιομηχανίας, αλλά και από το πόσο γρήγορα θα αποκατασταθεί η λειτουργία της τροφοδοτικής αλυσίδας αγαθών.

Για την Γερμανία είναι σημαντικό να υπάρξει το ταχύτερο δυνατό ανάκαμψη και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς το 60% των εξαγωγών της Γερμανίας αφορούν αυτές τις χώρες, πολλές εκ των οποίων πλήττονται σήμερα πολύ σοβαρότερα από την πανδημία, επισήμανε ο γερμανός οικονομολόγος.

Σε ό,τι αφορά την Ευρωζώνη, τα γερμανικά ινστιτούτα εκτιμούν ότι η πτώση της ανάπτυξης θα φθάσει το 5,3%, κυρίως επειδή η ύφεση θα πλήξει ιδιαίτερα την Ιταλία, με -9,8% και την Ισπανία με -7,9%. Η Γερμανία, σημειώνουν, παρά την μεγάλη κάμψη της, θα πληγεί λιγότερο, συγκριτικά με τους ευρωπαίους εταίρους της, χάρη στα προγράμματα στήριξης ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, τα οποία θεωρείται πάντως ότι δεν θα θέσουν σε κίνδυνο την σταθερή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας – ακόμη και αν προκαλέσουν αύξηση του χρέους από 60% σε 70%. Εάν η οικονομία ανακάμψει το 2021, το χρέος θα μειωθεί και πάλι στο 64%. Τα οικονομικά ινστιτούτα θεωρούν σε αυτό το πλαίσιο ότι δεν θα είναι απαραίτητο να εφαρμοστούν προγράμματα σκληρής λιτότητας, αλλά μόνο μια απλή πορεία σταθεροποίησης. «Τα βάρη της κρίσης θα πρέπει να κατανεμηθούν μέσω του φορολογικού συστήματος κατά τρόπο ώστε οι ισχυρότεροι να αναλάβουν περισσότερα από ό,τι οι πιο αδύναμοι», τονίζουν οι οικονομολόγοι.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Β