tuv-iso-logo tuv-iso-27001-logo

Ιστορία. Η Δικτατορία του 1967 και οι μικρομεσαίοι

Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του ΕΕΑ στις 21/4/2017

Η σημερινή επέτειος της δικτατορίας φέρνει μνήμες ζοφερές από εκείνη την εποχή. Αυτό που πρέπει να ξέρουμε πάντα ως δίδαγμα, είναι ότι η κατάργηση των συνταγματικών, δημοκρατικών, πολιτικών, συνδικαλιστικών και ατομικών ελευθεριών, ποτέ δεν είναι προς το καλό του τόπου και του λαού.

 

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 και η εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας βρήκε ανήμπορη να αντιδράσει την πολιτική ηγεσία της χώρας. Η Ελλάδα τέθηκε υπό στρατιωτικό νόμο και η διακυβέρνηση της χώρας πέρασε στα χέρια μιας ομάδας πραξικοπηματιών αξιωματικών.

Σύμφωνα με τις προγραμματικές δηλώσεις της στρατιωτικής κυβέρνησης, θα λαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, δραστικά μέτρα υπέρ των βιοτεχνών και επαγγελματιών. Ο συνταγματάρχης Μακαρέζος, ως νέος υπουργός Συντονισμού, τόνιζε πως βάση της νέας οικονομικής πολιτικής θα αποτελούσε η αναβάθμιση του ιδιωτικού τομέα και η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας για να εισέλθει η χώρα σε μια περίοδο οικονομικής αναγέννησης.

Η τότε διοίκηση της Γ.Σ.Ε.Β.Ε., ακριβώς όπως έπραξαν όλοι οι άλλοι ανώτατοι συνδικαλιστικοί οργανισμοί της χώρας, δεν στάθηκε στό ύψος των περιστάσεων, δεν αντέδρασε αλλά συμβιβάστηκε με τις εξελίξεις. Με εγκύκλιο προς τους επαγγελματίες και βιοτέχνες της χώρας, σημείωνε ότι η ειρήνη, η ευνομία και η δημόσια τάξη βρίσκονταν σε διαδικασία αποκατάστασης προς ανακούφιση των εργαζομένων και των παραγωγικών τάξεων. Ταυτόχρονα, απηύθυνε πρόσκληση προς το σύνολο του επαγγελματοβιοτεχνικού κόσμου για «έντονη επίδοση σε ειρηνικά επαγγελματικά έργα» με σκοπό την εξυπηρέτηση των βιοτικών αναγκών του πληθυσμού. Προέβλεπε ότι οι αρχές θα στέκονταν αρωγοί στον οικονομικό και κοινωνικό ρόλο της επαγγελματοβιοτεχνικής τάξης, ενώ δεν παρέλειπε να ζητήσει τη συνδρομή της για την αναδιοργάνωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε πανελλαδικό επίπεδο.[1]

Το πώς αντιλαμβανόταν την αναδιοργάνωση του συνδικαλισμού η δικτατορία, το αποδεικνύουν τα έργα της. Αφ’ ενός ήταν κοινωνός συντεχνιακών αντιλήψεων που υπέτασσαν το συνδικαλισμό σε ρόλο πειθήνιου χειροκροτητή και ιμάντα μεταβίβασης των απόψεων των κρατούντων στις συνδικαλισμένες μάζες. Αφ’ ετέρου μετέφερε το πνεύμα ευνουχισμού των ελευθεριών και καταστολής στο εσωτερικό των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Αμέσως μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος άρχισαν ευρείες εκκαθαρίσεις. Είναι χαρακτηριστικό πως, σύμφωνα με το μητρώο οργανώσεων της Συνομοσπονδίας, κατά τη διετία 1967-1968, αντικαταστάθηκαν οι διοικήσεις των 2/3 των επαγγελματοβιοτεχνικών ομοσπονδιών της Ελλάδος.[2] Επιπλέον, στη διάρκεια της επταετίας, περίπου 150 οργανώσεις αποκλείστηκαν από τη δύναμη της Γενικής Συνομοσπονδίας, άλλες δια διαταγών των στρατιωτικών αρχών και άλλες βάσει νομοθετημάτων.[3]

Νέες διοικήσεις διορίστηκαν στο Τ.Ε.Β.Ε. και σε πολλά επιμελητήρια. Η Α.Σ.Β.Ε. υπέστη, επίσης, εκκαθαρίσεις και η δράση της απονευρώθηκε στη διάρκεια της επταετίας. Η δικτατορία διέγραψε από τη δύναμή της τις περισσότερες τοπικές βιοτεχνικές ομοσπονδίες και τις εξανάγκασε να εγγραφούν στη δύναμη της Γενικής Συνομοσπονδίας. Ως αντίτιμο προσφέρθηκε η διευθέτηση της χρόνιας διαφωνίας όσον αφορά την κατανομή του συνδικαλιστικού πόρου.[4]

Συγχρόνως, εκατοντάδες συνδικαλιστικά στελέχη με δημοκρατικές αντιλήψεις βρέθηκαν σε φυλακές και εξορίες. Μεταξύ των κρατουμένων στα στρατόπεδα της εξορίας και στις φυλακές της Χούντας βρίσκουμε σχεδόν όλα τα παραδοσιακά μικροαστικά επαγγέλματα: αρτοποιοί, υδραυλικοί, υποδηματοποιοί, χρυσοχόοι, ωρολογοποιοί, λογιστές, εκδότες, βιβλιοπώλες, έμποροι, ράπτες, εστιάτορες, σιδηρουργοί, επιπλοποιοί, ηλεκτρολόγοι κ.ά.

Δυστυχώς η τότε διοίκηση της Συνομοσπονδίας όχι μόνο δεν αποστασιοποιήθηκε από τέτοιες πρακτικές, αλλά, αντίθετα, ζήτησε την «εκκαθάρισιν των οργανισμών και των οργανώσεων εκ του κομμουνιστικού στοιχείου και των μετ’ αυτού συνεργασθέντων συνοδοιπόρων».[5] Τα ελατήρια τέτοιων ενεργειών πρέπει να αναζητηθούν στις ιδεολογικές ψυχώσεις της περιόδου, στις προσωπικές φιλοδοξίες ενίων στελεχών και στην – υπερβολικά ενθουσιώδη ανά περιπτώσεις – θέλησή τους να συμμορφωθούν στο νέα πολιτικά δεδομένα.

Όμως, πλήθος άλλων συνδικαλιστών αντιτάχθηκαν στη Χούντα. Τέσσερα δε ενεργά στελέχη του αντιδικτατορικού αγώνα οι Σπύρος Δεμαρτίνος, Διονύσης Κορφιάτης, Γιώργος Μότσος και Δημήτρης Φέτσης, αναδείχτηκαν αργότερα στο ανώτατο αξίωμα, Πρόεδροι της Γενικής Συνομοσπονδίας.

Οι τελευταίοι πολιτικοί κρατούμενοι της δικτατορίας, στις στρατιωτικές φυλακές Καλοχωρίου Θεσσαλονίκης που μεταφέρθηκαν εκεί αφού είχαν υποστεί φρικτά βασανιστήρια. Απελευθερώθηκαν 3 μέρες μετά την πτώση της χούντας. Ανάμεσά τους 5 επαγγελματοβιοτέχνες!

Αφού το – προκαθορισμένο για το Σεπτέμβριο του 1967 – 14ο Συνέδριο δεν πραγματοποιήθηκε, η Γ.Σ.Ε.Β.Ε. αποφάσισε την σύγκληση του στις 10 Μαρτίου του 1968. Λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Μαρτίου 1968, με απόφαση της Στρατιωτικής Διοίκησης Αθηνών παύτηκε σχεδόν στο σύνολό της η διοίκηση της Γ.Σ.Ε.Β.Ε. και, με απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών,  ορίστηκε προσωρινή διοίκηση.

Η νέα Εκτελεστική Επιτροπή εξέλεξε ως νέο Πρόεδρο της Συνομοσπονδίας τον Σπύρο Βλαχάκη, πρόεδρο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών. Πρώην στρατιωτικός, με σπουδές Νομικών επιστημών και Διοίκησης Επιχειρήσεων, ο Βλαχάκης ανέπτυξε επιχειρηματική δράση τη δεκαετία του ’50 και, σταδιακά, ενεπλάκη στο συνδικαλιστικό γίγνεσθαι. Γενικός Γραμματέας ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Βογιατζής, πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών, ενώ τις θέσεις των αντιπροέδρων κατέλαβαν οι Αλέξανδρος Καρδασιάδης και Ελευθέριος Τζιάκης, πρόεδροι του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιώς αντίστοιχα.

Οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας διοίκησης επισήμαναν την ανάγκη ανασυγκρότησης και σωστής λειτουργίας στο εσωτερικό της Γ.Σ.Ε.Β.Ε. με στόχο να καταστεί η κορυφαία οργάνωση συνδικαλιστικής εκπροσώπησης, εξοπλισμένη με την κατάλληλη επιστημονική και υπαλληλική υποδομή.

Είναι ενδεικτικό ότι δύο από τις πρώτες της ενέργειες ήταν αφενός να προετοιμάσει σειρά εκδηλώσεων για την επέτειο του πραξικοπήματος, κατά τις οποίες επέδωσε στο δικτάτορα χρυσό μετάλλιο «εις ένδειξιν αναγνωρίσεως των εθνικών του υπηρεσιών και της ευγνωμοσύνης των τάξεων των επαγγελματιών και βιοτεχνώ[ν] προς την εθνικήν κυβέρνησιν»[6], αφετέρου να ματαιώσει τη συμμετοχή της στις εργασίες της Διεθνούς Συνόδου Βιοτεχνίας και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στη Σουηδία εξαιτίας της απορριπτικής στάσης της κυβέρνησης της Στοκχόλμης απέναντι στο καθεστώς της 21ης Απριλίου.

Η Δικτατορία συνέπεσε με μια διεθνώς ευνοϊκή οικονομική συγκυρία, ενώ καρπώθηκε τη συνέχιση των υψηλότατων ρυθμών ανάπτυξης που σημειώνονταν από τη δεκαετία του ’60, όταν και ορισμένες φορές ξεπέρασαν το 10%.[7] Όμως οι πάγιες ανεπάρκειες της οικονομίας δεν αντιμετωπίστηκαν και η επέκταση σε επίπεδο ποσοτικών μεγεθών συνυφάνθηκε με φαινόμενα στρεβλής ανάπτυξης. Ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στη διάρκεια της επταετίας μπήκε η υποθήκη των δραματικών διλημμάτων που θα αντιμετώπιζαν στο μέλλον: συνεχίστηκε η εκχώρηση προνομίων στο ξένο κεφάλαιο και οι ευνοιοκρατικές παροχές στη βιομηχανία σε βάρος της εγχώριας βιοτεχνίας και χειροτεχνίας∙ ευλογήθηκαν άνωθεν οι τάσεις συγκέντρωσης κεφαλαίου και εργασίας στο λεκανοπέδιο και υποτιμήθηκε η κοινωνική ανάπτυξη της επαρχίας η τόνωση της εσωτερικής ζήτησης εκτονώθηκε από την αύξηση των εισαγωγών, η οποία επέφερε επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου∙ χρόνια αιτήματα όπως ο εξορθολογισμός του ασφαλιστικού συστήματος και η επαγγελματική στέγη αρχειοθετήθηκαν∙ το «άνοιγμα» κλειστών επαγγελμάτων τροφοδότησε φαινόμενα εξουθενωτικού υπερεπαγγελματισμού.

Το 1974 ο πληθωρισμός πλησίασε το 27%.[8] Η αδυναμία των Συνταγματαρχών να ανταπεξέλθουν στα οικονομικά προβλήματα έπλητταν σοβαρά τα περισσότερα κοινωνικά στρώματα. Η Εκτελεστική Επιτροπή της Γενικής Συνομοσπονδίας, από την πλευρά της, επέκρινε τις τεχνητές απόπειρες συμπίεσης των τιμών και θεώρησε άδικο να επωμισθούν οι επαγγελματίες και βιοτέχνες το βάρος αντιστάθμισης των ανατιμήσεων στον παραγωγό και τον εισαγωγέα. Επίσης επισήμανε τον κίνδυνο σοβαρής διαταραχής στους ρυθμούς εφοδιασμού της αγοράς με αγαθά επαρκή, τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα, με απώτερη συνέπεια τη λειτουργίας παράνομης αγοράς.[9] Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας απέρριψε τις αιτιάσεις και δήλωσε ευθαρσώς ότι δεν υπήρχαν περιθώρια αναθεώρησής της ακολουθούμενης πολιτικής.

Στα μέσα φθινοπώρου του 1973 η κυβέρνηση προέβη στην εξαγγελία οικονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση του συνεχώς αυξανόμενου πληθωρισμού. Η δραχμή ανατιμήθηκε κατά 10% έναντι του δολαρίου και  ξένων νομισμάτων, καθιερώθηκε πλήρης ελευθερία στη διαμόρφωση των τιμών, καταργήθηκε ο νόμος 918/1971 (όπως επιθυμούσε η Γ.Σ.Ε.Β.Ε.) εξαιρουμένων ελαχίστων προϊόντων, υποκείμενων σε αγορανομικούς ελέγχους, αυξήθηκαν οι εισαγωγές ειδών διατροφής, ενώ αποφασίστηκε πολιτική λιτότητας για τις δημόσιες δαπάνες.

Στο μεταξύ οι πολιτικές εξελίξεις κυλούσαν ραγδαία. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου του 1974 άνοιξε την πληγή μιας εθνικής τραγωδίας που δεν έχει ακόμη επουλωθεί. Με εγκύκλιό της, η διοίκηση της Συνομοσπονδίας στιγμάτισε την τουρκική πρόκληση και σκιαγράφησε το χρέος των επαγγελματοβιοτεχνών στο πλαίσιο της εθνικής κινητοποίησης: «Οι μεν στρατευμένοι ή όσοι θα συμβή να στρατευθούν εάν υπάρξη ανάγκη, προτάσσοντες τα στήθη των εις αδιαπέραστον τείχος δια τους Τούρκους. Οι δε αστράτευτοι πολλαπλασιάζοντες τας προσπαθείας των εις τον τομέα της παραγωγής και της διανομής των αγαθών που αποτελεί επίσης ύψιστον καθήκον εις τας κρισίμους στιγμάς δια το Έθνος[10]

Τα γεγονότα της Κύπρου λειτούργησαν καταλυτικά στην διοχέτευση της λαϊκής δυσαρέσκειας ενάντια στο καθεστώς και προκάλεσαν την κατάρρευσή του.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος κλήθηκε να επαναφέρει τη χώρα στη συνταγματική ομαλότητα, έφθασε στην Αθήνα στις 24 Ιουλίου του 1974 και όρκισε δημοκρατική κυβέρνηση ενότητας.

Ήταν προφανές ότι η τότε διοίκηση της Συνομοσπονδίας βρέθηκε σε αμηχανία. Αντί να παραιτηθεί, συνέχισε να θεωρεί νόμιμη την εξουσία της. Με ανακοίνωσή της δημοσιοποίησε τη στήριξή της στην καινούργια κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, αντιφάσκοντας με όλη την προηγούμενη πολιτεία της και τη στήριξη που πρόσφερε στη δικτατορία: «Ο Ελληνικός Λαός, σημαντικόν τμήμα του οποίου αποτελούν οι βιοτέχναι και οι επαγγελματίαι, έχει την απαιτούμενην διάθεσιν και θα καταβάλη ηυξημένην προσπάθειαν διότι αισθάνεται από της αφίξεώς σας, ελεύθερος.»[11] Όπως αποδείχθηκε, όμως, οι συνθήκες είχαν πάψει να είναι οι ίδιες και η παλιά διοίκηση με όποια μεταστροφή, δεν είχε μέλλον. Παρότι το κίνημα των επαγγελματιών, βιοτεχνών κι εμπόρων είχε ακόμη να διανύσει μακρά απόσταση και να υπερπηδήσει αρκετά εμπόδια μέχρι να κατακτήσει τον εκδημοκρατισμό, η Μεταπολίτευση έφερε αμέσως έναν άνεμο αλλαγής στα συνδικαλιστικά δρώμενα.

Πηγή: Αρχεία ΓΣΕΒΕΕ

 

Β

[1] Μέλλον Επαγγελματιών-Βιοτεχνών 7/5/1967.

[2] Αρχείο Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.: Μητρώο Διοικήσεων Οργανώσεων Γ.Σ.Ε.Β.Ε. (1966-1970).

[3] Ο Βιοτέχνης 3/10/1975.

[4] Λύτρας, ό.π., σ.115∙ Επαγγελματοβιοτεχνικόν Βήμα 7/1969∙ Νέα Επαγγελματιών-Βιοτεχνών-Εμπόρων 43 (1981), σ.5.

[5] Ο Βιοτέχνης 3/10/1975.

[6] Ο Επαγγελματίας 5/1968.

[7] Καζάκος, ό.π., σ.257-258, 268.

[8] Καζάκος, ό.π., σ.286-287.

[9] Αρχείο Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.: Πρακτικά Εκτελεστικής Επιτροπής Γ.Σ.Ε.Β.Ε. (6/3/1973).

[10] Μέλλον Επαγγελματιών-Βιοτεχνών 27/7/1974.

[11] Στο ίδιο.